Του Desmond Lachman
Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Σαλβίνι, δύσκολα θα μπορούσε να επιλέξει μια χειρότερη συγκυρία τόσο για την ιταλική όσο και για την ευρωπαϊκή οικονομία για να προκαλέσει μια πολιτική κρίση στην Ιταλία.
Οι ανά τον πλανήτη αρμόδιοι για την χάραξη οικονομικής πολιτικής και οι επενδυτές δεν μπορούν να αγνοήσουν την επιδεινούμενη πολιτική κατάσταση στην Ιταλία καθώς μια οικονομική κρίση εκεί μπορεί να επιφέρει σημαντικές παράπλευρες επιπτώσεις στην υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα δεδομένου του ότι η καταχρεωμένη ιταλική οικονομία είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη ελληνική, καθώς και του ότι η ευρωπαϊκή οικονομία ήδη έχει να αντιμετωπίσει την έναρξη μιας γερμανικής οικονομικής ύφεσης και την ολοένα και μεγαλύτερη πιθανότητα το Ηνωμένο Βασίλειο υπό τον Μπόρις Τζόνσον να αποχωρήσει από την Ευρώπη χωρίς συμφωνία στις 31 Οκτωβρίου.
Τώρα που ο κ. Σαλβίνι έβγαλε από την πρίζα την ιταλική κυβέρνηση συνεργασίας, η Ιταλία πιθανότατα θα αναγκαστεί να πάει σε εκλογές μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου προκειμένου οι πολίτες της να εκλέξουν ένα νέο κοινοβούλιο. Αυτό πιθανότατα θα προκαλέσει μια νέα περίοδο σημαντικής πολιτικής αβεβαιότητας, που θα καταστήσει δύσκολο στην ιταλική κυβέρνηση να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο που θα πληροί τις προϋποθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σίγουρα δεν καθησυχάζει τους επενδυτές το γεγονός ότι ο κ. Σαλβίνι, του οποίου η Λέγκα είναι το ισχυρό φαβορί για τις εκλογές όποτε γίνουν, θα διεξάγει μια προεκλογική εκστρατεία βασιζόμενος σε μια αντιευρωπαϊκή πλατφόρμα, ούτε και το ότι θα επιμείνει για την εισαγωγή ενός ενιαίου φόρου εισοδήματος που θα προκαλέσει τη διεύρυνση του ιταλικού δημοσιονομικού ελλείμματος.
Η ιταλική οικονομία βρίσκεται στην πιο αδύναμη θέση ενόψει μιας περιόδου πολιτικών αναταράξεων. Όχι μόνο η οικονομία της βρίσκεται ήδη στο χείλος του γκρεμού μιας νέας, τρίτης οικονομικής ύφεσης τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά έχει και το δεύτερο υψηλότερο λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ στην ευρωζώνη μετά την Ελλάδα. Κι αυτό ενώ το τραπεζικό της σύστημα συνεχίζει να επιβαρύνεται με μη εξυπηρετούμενα δάνεια και υπερβολική κατοχή ιταλικού δημόσιου χρέους.
Η Ιταλία χρειάζεται απεγνωσμένα οικονομική ανάπτυξη και χαμηλά επιτόκια προκειμένου να ξεφύγει από το βάρος του υψηλού της χρέους και να ενισχύσει το κλυδωνιζόμενο τραπεζικό της σύστημα. Ιδίως όμως σε ένα επιδεινούμενο παγκόσμιο περιβάλλον ανάπτυξης, μια νέα περίοδος πολιτικής αστάθειας στο εσωτερικό της χώρας θα καταστήσει αυτές τις προϋποθέσεις ανέφικτες. Με τη γερμανική οικονομία σε ύφεση και την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου να επίκειται πιθανότατα να δεχθεί πλήγμα από το Brexit, η Ιταλία λίγη οικονομική υποστήριξη μπορεί να προσδοκά από τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Καθώς η εμπιστοσύνη των επενδυτών φθίνει, η Ιταλική οικονομία πιθανότατα θα βυθιστεί σε μια ακόμη οδυνηρή οικονομική ύφεση που θα υπονομεύσει ακόμη περισσότερο τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας. Αυτό με τη σειρά του θα προκαλέσει ακόμη ένα κύμα πώλησης ιταλικών ομολόγων που θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού για την Ιταλία σε σχέση με το αντίστοιχο κόστος για τη Γερμανία.
Όπως συνέβη και με την ελληνική κρίση χρέους του 2010-2011, μια ιταλική κρίση χρέους είναι σίγουρο ότι θα αναστατώσει τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό φαίνεται ολοένα και πιο πιθανό, δεδομένου του ότι η Ιταλία είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης και έχοντας ένα δημόσιο χρέος που υπερβαίνει τα 2,5 τρις δολάρια, είναι η τρίτη μεγαλύτερη αγορά χρέους μετά τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
Δυστυχώς, μια ιταλική κρίση χρέους θα αποδειχθεί πολύ δυσκολότερη στην επίλυσή της απ' ό,τι η προγενέστερη ελληνική. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά που θα απαιτεί το οποιοδήποτε πακέτο οικονομικής διάσωσης της Ιταλίας. Αντιθέτως, έχει να κάνει επίσης με την πιθανότατη απροθυμία της όποιας κυβέρνησης Σαλβίνι να συμμορφωθεί με τις οδυνηρές προϋποθέσεις δημοσιονομικής λιτότητας που θα συνιστούν μέρος του οποιουδήποτε πακέτου διάσωσης ΔΝΤ και ΕΚΤ.
Μια ατυχής συνέπεια μιας ιταλικής κρίσης χρέους είναι ότι θα επέτεινε τις εντάσεις στο εμπόριο μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης που μπορεί να πλήξουν ακόμη περαιτέρω την ήδη αδύναμη ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς κάθε περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ ως αντίδραση σε μια ιταλική οικονομική κρίση πιθανότατα θα αποδυναμώσει το ευρώ. Αυτό θα εκθέσει την ΕΚΤ σε επανειλημμένες κατηγορίες για χειραγώγηση νομίσματος από τον Πρόεδρο Τραμπ, ο οποίος μπορεί μετά να κάνει πράξη την απειλή του να επιβάλει δασμό 25% στις εισαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων τον Νοέμβριο.
Ας ελπίσουμε ότι η κυβέρνηση Τραμπ παρατηρεί με προσοχή τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ιταλία και προετοιμάζει μια απάντηση στην κρίση σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους ομολόγους της. Αν αυτό δεν συμβαίνει, θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για ένα πολύ δύσκολο φθινόπωρο στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.
--
Ο Desmond Lachman είναι μέλος του American Enterprise Institute. Έχει διατελέσει υποδιευθυντής στο Τμήμα Πολιτικής και το Τμήμα Αναθεώρησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Επικεφαλής Σύμβουλος Στρατηγικής για τις αναδυόμενες αγορές στη Salomon Smith Barney.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 12 Αυγούστου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.