Της Julia Pieza*
Η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης έχει ως στόχο να αντιμετωπίσει τη μακρά κριτική περί “δημοκρατικού ελλείμματος” της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δίνοντας έμφαση στη συμμετοχή των πολιτών και τη διαβούλευση μέσω μιας ψηφιακής πλατφόρμας που ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Απρίλιο του 2021. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η πλατφόρμα έχει πάνω από 14.000 συμμετέχοντες που μοιράζονται τις ιδέες τους για εννέα πεδία πολιτικής που κυμαίνονται από την κλιματική αλλαγή μέχρι τη νεολαία και τον πολιτισμό. Αυτό όμως το πρόχειρα σχεδιασμένο πείραμα μιας “από κάτω προς τα πάνω” δημοκρατίας δεν είναι το πλέον κατάλληλο για να δημιουργήσει πανευρωπαϊκές πολιτικές.
Το “δημοκρατικό έλλειμμα” της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται καλύτερα κατανοητό στο πλαίσιο της ιστορίας της ΕΕ. Από τις συνθήκες του Μάαστριχτ (1992) και της Λισαβόνας (2009), τα πεδία στα οποία ασκεί επιρροή η ΕΕ έχουν αυξηθεί μέσω του πλαισίου αποκλειστικών και από κοινού αρμοδιοτήτων που πλέον περιλαμβάνει και πτυχές κοινωνικής πολιτικής όπως η δημόσια υγεία. Κάποιοι όμως υποστηρίζουν ότι αυτή η μεταβίβαση της εξουσίας σχεδιασμού της πολιτικής από τις εθνικές κυβερνήσεις στην ΕΕ δεν έχει οδηγήσει σε μια ανάλογη αύξηση της άμεσης δημοκρατίας στο ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργώντας έτσι ένα δημοκρατικό έλλειμμα για τους Ευρωπαίους πολίτες. Αυτή η κριτική συνήθως διατυπώνεται έναντι της μη εκλεγμένης Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δεν λογοδοτεί στον μέσο Ευρωπαίο πολίτη παρά το γεγονός ότι είναι ο μόνος θεσμός της ΕΕ που μπορεί να προτείνει νομοθεσία.
Σε ένα πρόσφατο διάλογο του ΙΕΑ με θέμα τη δημοκρατία, ο Garrett Jones εξέτασε τους λόγους για τους οποίους η μεγαλύτερη απόσταση του ευρωπαϊκού νομοθέτη, της Επιτροπής, από τους ψηφοφόρους μπορεί να προάγει καλύτερα απότελέσματα. Η “10% λιγότερη δημοκρατία” κατά τα λόγια του, επιτρέπει καλύτερη διακυβέρνηση απομακρυσμένη από τους εκλογικούς κύκλους που προσφέρουν έδαφος σε λαϊκιστές οι οποίοι υπόσχονται γρήγορες λύσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, τα κράτη μέλη είναι ικανότερα να παραγάγουν αποτελέσματα σε κοινωνικές πολιτικές όπως η δημόσια υγεία ή η εκπαίδευση που περιλαμβάνουν τοπικές δυναμικές και λεπτομέρειες διατηρώντας μια σαφή εντολή από τους εθνικούς ψηφοφόρους.
Υπάρχουν πολλά μειονεκτήματα στον σχεδιασμό της ψηφιακής πλατφόρμας ως μιας βάσης για πανευρωπαϊκές πολιτικές. Πρώτον, μέχρι και την εκκίνησή της, η Διάσκεψη σημαδεύτηκε από εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και των ηγετών ως προς την Προεδρία, καθώς και ως προς τα τελικά αποτελέσματα της ψηφιακής πλατφόρμας. Το 2020, η Επιτροπή είχε επίσης αφαιρέσει αναφορές σε πιθανές αλλαγές στις Συνθήκες από τα σχέδια της Διάσκεψης, γεγονός που περιορίζει την πιθανότατα οι πολίτες να πετύχουν σημαντικές αλλαγές στις πολιτικές της ΕΕ. Το Politico είχε ήδη ζητήση από τους Ευρωπαίους Πολίτες να “καταλάβουν” την Διάσκεψη ώστε να μην καταλήξει ένας “αντιπαραγωγικός διάλογος κωφών”. Ακόμη, οι δημοσιογράφοι εξέφρασαν προβληματισμός ως προς το πώς θα διευθύνεται η ψηφιακή πλατφόρμα ώστε να μην καταληφθεί από ΜΚΟ και να μη μετατραπεί σε “μύλο ψηφιακής παραπληροφόρησης”.
Μια ακόμη εύλογη ανησυχία είναι το αν οι συμμετέχοντες στις συζητήσεις της ψηφιακής πλατφόρμας να αντανακλούν και θα αντιπροσωπεύουν επαρκώς όλους τους πληθυσμούς στην ΕΕ. Είναι πιθανόν ότι οι συμμετέχοντες που γνωρίζουν την ύπαρξη της πλατφόρμας είναι πιθανότερο να επιθυμουν μεγαλύτερη εμβάθυνση, καθώς και ότι θα έχουν τον χρόνο και τα μέσα να μπουν στην πλατφόρμα και να διατυπώσουν τις ιδέες τους για την πολιτική. Έτσι, ενώ η προαγωγή μιας τέτοιας πολυεθνικής πολιτικής συμμετοχής είναι ένας αξιοθαύμαστος στόχος, δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό ότι θα αντανακλά επαρκώς ένα σημαντικό ποσοστό των ποικιλόμορφων πληθυσμών της ΕΕ.
Η δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων πολιτών με τον βαθμό ισχύος που αισθάνονται πως έχουν επί των αποτελεσμάτων των πολιτικών της ΕΕ δεν μπορεί να αγνοηθεί, αλλά και καταδεικνύει μια ευρύτερη δημοκρατική κρίση. Τον Νοέμβριο του 2020 μια έρευνα του Ευρωβαρόμετρου αποκάλυψε ότι το 92% των συμμετεχόντων πιστεύει ότι οι φωνές των πολιτών της ΕΕ πρέπει να λαμβάνονται περισσότερο υπόψη, και αυτό το αίσθημα έγινε η κινητήρια δύναμη της Διάσκεψης. Η εμπιστοσύνη όμως των Ευρωπαίων στις εθνικές κυβερνήσεις παίζει επίσεις ρόλο σ’ αυτό το στατιστικό μέγεθος. Σύμφωνα με πορίσματα της Pew Research από το 2020, το 58% των Γάλλων απαντησάντων πιστεύει ότι οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι τους δεν ενδιαφέρονται για το τι σκέφτονται οι καθημερινοί άνθρωποι, με την γενική ικανοποίηση από τη δημοκρατία να ποικίλει δραματικά μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό καταδεικνύει ότι οι απόψεις των Ευρωπαίων πολιτών πλαισιώνονται τόσο από τη δυσαρέσκειά τους έναντι των εθνικών πολιτών όσο και από τις κατευθυνόμενες ερωτήσεις του Ευρωβαρομέτρου.
Η ΕΕ δεν θα πρέπει να εγκαταλείψει την ψηφιακή πλατφόρμα, αλλά να ενισχύσει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που ήδη ενυπάρχει στους θεσμούς της. Αυτό μπορεί να γίνει ενισχύοντας τις εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ώστε να του επιτραπεί να εισάγει νομοθεσία αν αυτή υποστηρίζεται από μια μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών ομάδων, ή αντιμετωπίζοντας τη χαμηλή συμμετοχή στις εκλογές αξιοποιώντας καινοτομίες όπως η διαδικτυακή ψήφος ή οι διεθνικές εκλογικές λίστες που θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τη πανευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία. Εντέλει, η αντιμετώπιση του ζητήματος της εμπιστοσύνης στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία πρέπει να αποτελέσει μεγαλύτερη προτεραιότητα τόσο για την ΕΕ, όσο και για τις εθνικές κυβερνήσεις.
--
*Η Julia Pieza είναι αρθρογράφος στο δίκτυο Epicenter.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 10 Ιουνίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.