Μαθήματα οικονομικών για τον Μπέρνι Σάντερς

Μαθήματα οικονομικών για τον Μπέρνι Σάντερς

Των Anthony Davies και James R. Harrigan

Είναι δύσκολο να πει κανείς αυτή την στιγμή αν η προεδρική εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς αποτυγχάνει επειδή οι ιδέες του πάνε από το κακό στο χειρότερο, ή αν συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αν αφήσουμε στην άκρη το ζήτημα της αιτιότητας, και τα δύο σκέλη αναμφισβήτητα ισχύουν.

Μόλις πριν από τρεις μήνες, ο Σάντερς βρισκόταν σταθερά στη δεύτερη θέση με ποσοστό υποστήριξης 24%. Αυτό το ποσοστό έχει πλέον βυθιστεί σε επίπεδα κάτω του 17%. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, η Ελίζαμπεθ Γουόρεν έφτασε από το περίπου 6,5% στο 16%, μόλις μισή ποσοστιαία μονάδα κάτω από τον Σάντερς.

Το παιχνίδι απόδοσης ευθυνών του Μπέρνι

Είναι σαφές ότι η καλύτερη ευκαιρία που είχε ο Σάντερς για να εισέλθει στον Λευκό Οίκο ήταν τέσσερα χρόνια πριν και η εκστρατεία του το 2016 δεν μεταφράζεται αυτή τη φορά σε επιτυχία. Καθώς αυτό γίνεται εμφανές, ο Σάντερς αγωνιά ολοένα και περισσότερο να ανακτήσει την ορμή που κάποτε είχε. Το μόνο που μπορεί να κάνει τώρα όμως, είναι να κουνήσει το δάχτυλο ρίχνοντας το φταίξιμο σε μια ολοένα και μεγαλύτερη λίστα μοχθηρών ανθρώπων.

Αυτή τη φορά, βάζει στο στόχαστρο τα «μεγάλα μέσα ενημέρωσης» - και πιο συγκεκριμένα (και προβλέψιμα), το Google και το Facebook.

Σε ένα άρθρο που δημοσίευσε τα τέλη του Αυγούστου στο Columbia Journalism Review, ο Σάντερς υποστήριξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν «αρκετή πραγματική δημοσιογραφία» γιατί «πολλά μέσα ρημάζονται από τις ίδιες δυνάμεις της απληστίας που λαφυραγωγούν την οικονομία μας».

Το σφάλμα που ελάχιστα κρύβεται κάτω από την επιφάνεια αυτού του ισχυρισμού είναι το ίδιο που προκαλεί τον εκτροχιασμό όλων των προτάσεων του Σάντερς για την οικονομία. Ο Μπέρνι Σάντερς απλά δεν έχει την παραμικρή ιδέα για τον ρόλο που παίζει το κέρδος σε μια οικονομία. Γι' αυτό και εξισώνει αφελώς το «κέρδος» με την «απληστία».

Η αλήθεια για τα κέρδη

Οι επιχειρήσεις βεβαίως επιδιώκουν το κέρδος. Πάντα συνέβαινε αυτό. Το έκαναν αυτό πριν τη σημερινή φούσκα της ανώτατης εκπαίδευσης, πριν την στεγαστική φούσκα της δεκαετίας του 2000, πριν τη φούσκα του χρηματιστηρίου της δεκαετίας του 1990, και πριν τη φούσκα των πολύτιμων μετάλλων της δεκαετίας του 1970. Οι επιχειρήσεις μάλιστα επεδίωκαν κέρδη ακόμη και πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση - σε μια εποχή που μάλλον ο Σάντερς δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι «ρημαζόταν από την απληστία».

Ο Σάντερς χάνει τον ειρμό του όταν δαιμονοποιεί το εκάστοτε άπληστο πρόσωπο, καθώς αγνοεί δύο σημαντικά γεγονότα.

Πρώτον, οι επιχειρήσεις πάντα θα επιδιώκουν το κέρδος γιατί οι άνθρωποι που τις διοικούν θέλουν να αποκτούν πράγματα. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν το πολιτικό σύστημα υιοθετεί τις ελεύθερες αγορές ή προϋποθέτει τον πλήρη σοσιαλισμό. Αυτό συμβαίνει γιατί το να θέλουμε πράγματα είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, και τα κέρδη ανεξάρτητα από το πώς αποκτώνται, καθιστούν εφικτό στους ανθρώπους να αποκτούν αυτά που θέλουν.

Δεύτερον, υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους οι επιχειρήσεις μπορούν να σημειώσουν κέρδος. Ο ένας είναι να προσφέρουν στους καταναλωτές προϊόντα που εκείνοι να τα θέλουν τόσο πολύ που να τους δίνουν πρόθυμα τα χρήματά τους. Ο άλλος, είναι να προσφέρουν στους πολιτικούς χάρες, συνεισφορές και ευκαιρίες που να τους αρέσουν τόσο πολύ ώστε να παίρνουν τα χρήματα των καταναλωτών και να τα παραδίδουν στις επιχειρήσεις που προτιμούν οι πολιτικές. Κατά τρόπο εντυπωσιακό, κάθε μία από τις προτάσεις του Σάντερς για την οικονομία εντάσσεται στη δεύτερη προσέγγιση.

Επιδιώκουν τα μέσα ενημέρωσης το κέρδος; Ναι. Τι άλλο θα έκαναν; Για να έχουν όμως κέρδη, θα πρέπει να δίνουν στους ανθρώπους αυτά που θέλουν. Αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τα μέσα, αυτό δεν ξεκινά από τα μέσα, αλλά στις προτιμήσεις των ανθρώπων.

Ο Σάντερς αναφέρεται στις 1.400 κοινότητες που έχουν χάσει τις τοπικές τους εφημερίδες πιστεύοντας ότι αυτό καταδεικνύει την ανάγκη επέμβασης του κράτους στην ειδησεογραφική αγορά - κάτι που υπόσχεται να κάνει αν εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ. Αυτό που δεν φαίνεται να κατανοεί είναι πως αυτά τα ειδησεογραφικά μέσα έκλεισαν ακριβώς επειδή οι άνθρωποι στις κοινότητες αυτές δεν τα υποστήριξαν. Κι αυτό συνέβη επειδή τα μέσα αυτά πωλούν πράγματα που οι άνθρωποι απλώς δεν ήθελαν να τα αγοράσουν. Ο Μπέρνι Σάντερς λοιπόν θέλει να δαπανήσει δολάρια των φορολογουμένων για να υποστηρίξει αυτές τις εφημερίδες, υποχρεώνοντας τους ανθρώπους να πληρώνουν για ειδησεογραφικά προϊόντα που εκείνοι ήδη έχουν καταδείξει ότι δεν τα θέλουν.

Αυτό που λέει με λίγα λόγια είναι ότι ξέρει καλύτερα από τους ίδιους τους ανθρώπους τι θα πρέπει αυτοί οι άνθρωποι να θέλουν. Αλλά δεν ξέρει καλύτερα, και το αποδεικνύει συχνά, γι' αυτό και η εκστρατεία του αποτυγχάνει.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Newsday.

AP Photo/Charlie Neibergall

--

Ο Antony Davies είναι ο Milton Friedman Distinguished Fellow στο Foundation for Economic Education και αναπληρωτής καθηγητής οικονομικών στο Duquesne University. Ο James R. Harrigan είναι διευθύνων σύμβουλός στο Center for Philosophy of Freedom στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνας, και F.A. Hayek Distinguished Fellow στο Foundation for Economic Education.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Σεπτεμβρίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.