Της Madeline Grant
Ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο χρησιμοποιούν τις οικονομικές κυρώσεις ως εργαλείο επιρροής της συμπεριφοράς άλλων χωρών. Η τακτική αυτή δεν είναι καινούργια. Οι κυρώσεις και οι εμπορικοί αποκλεισμοί έχουν μια μακρά και περιπετειώδη ιστορία, καθώς φτάνουν μέχρι την αρχαιότητα, όταν ο Περικλής εξέδωσε το λεγόμενο Μεγαρικό Ψήφισμα ως απάντηση στην απαγωγή τριών γυναικών το 432 πΧ.
Όπως όμως επισημαίνουν οι Gary Hufbauer και Jeffrey Schott στη σχετική μελέτη τους, αντί οι κυρώσεις του Περικλή να αποτρέψουν τη σύγκρουση, επέφεραν μια σειρά απρόβλεπτες συνέπειες συμβάλλοντας εντέλει στην επιμήκυνση και την κλιμάκωση του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Αυτή μπορεί να είναι η πρώτη ιστορική εφαρμογή - και αποτυχία - κυρώσεων, αλλά πλέον έχουμε πολλά πιο πρόσφατα παραδείγματα από τα οποία μπορούμε να επιλέξουμε. Από το μάθημα της ιστορίας θυμόμαστε την Κοινωνία των Εθνών και την αποτυχία της να προστατεύσει μέσω κυρώσεων την Αβυσσηνία από τη φασιστική Ιταλία.
Σήμερα, αυταρχικά καθεστώτα ακόμα υπάρχουν σε χώρες όπως το Ιράν, το οποίο αντιμετωπίζει σε μεγάλο βαθμό τον εμπορικό αποκλεισμό των ΗΠΑ από το 1979 - για να μην αναφέρουμε την Κούβα όπου οι κυρώσεις εφαρμόζονται από το 1962.
Σήμερα, η παγκόσμια όρεξη για επιβολή κυρώσεων φαίνεται μεγαλύτερη από ποτέ, με τον Πρόεδρο Τραμπ να πλησιάζει ολοένα και περισσότερο σε έναν ολομέτωπο εμπορικό πόλεμο με την Κίνα. Σχεδόν κάθε εβδομάδα νέες κυρώσεις εφαρμόζονται εναντίον της Ρωσίας από τον δυτικό κόσμο.
Οι πολίτες που αισθάνονται φρίκη για τις πολιτικές δολοφονίες και τον κυβερνοπόλεμο μπορεί να υποστηρίζουν τέτοιες ποινές. Σε περιόδους αγανάκτησης, μπορεί να φαίνεται καλό οι αρμόδιοι να “κάνουν κάτι”. Έχουμε όμως σκεφτεί αρκετά αν αυτά τα μέτρα όντως αποδίδουν;
Όπως αναφέρει ο Nima Sanandaji σε μια νέα μελέτη του για το ΙΕΑ, οι εμπορικές κυρώσεις κάποιες φορές όντως πετυχαίνουν τους στρατηγικούς τους στόχους. Τις περισσότερες φορές όμως είναι αναποτελεσματικές.
Πρώτον, καθώς τιμωρούν τους καθημερινούς ανθρώπους και τις επιχιερήσεις, οι εμπορικοί πόλεμοι μπορεί να ενισχύουν τα αυταρχικά καθεστώτα. Οι πολίτες των χωρών που δέχονται τις κυρώσεις νιώθουν συχνά προδομένοι και πληγωμένοι, και συντάσσονται με τις κυβερνήσεις τους όταν ο υπόλοιπος κόσμος κόβει τους εμπορικούς δεσμούς μ' αυτές.
Συμβάλλοντας στην συγκέντρωση της εξουσίας και την ενίσχυση των αυταρχικών ηγετών, οι κυρώσεις έχουν συχνά την απρόθετη συνέπεια να μειώνουν τις ατομικές και δημοκρατικές ελευθερίες.
Όπως και με κάθε μορφή “συλλογικής τιμωρίας”, οι κυρώσεις αναπόφευκτα πλήττουν αθώους πολίτες, κι αυτό μπορεί να έχει επίμονες συνέπειες. Μετά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών επέβαλε έναν σχεδόν καθολικό εμπορικό και οικονομικό αποκλεισμό στο Ιράκ.
Πριν τον αποκλεισμό, το Ιράκ διατηρούσε κάποια στοιχεία μιας ανεπτυγμένης οικονομίας, με μια μορφωμένη μεσαία τάξη και μια επιχειρηματική κουλτούρα χιλιετιών που θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε μεγαλύτερη ευημερία. Αντί γι' αυτό, η παγκόσμια απομόνωση οδήγησε την οικονομία της χώρας σε κατάρρευση. Οι Ιρακινοί πολίτες έζησαν εκτεταμένη φτώχεια και υποσιτισμό.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε από τα 3.510 δολάρια το 1989 στα 450 δολάρια το 1996, και μέσα σ' αυτό το διάστημα σημειώθηκε μια μαζική έξοδος μορφωμένων ανθρώπων από τη χώρα καθώς οι ευκαιρίες σταδιοδρομίας έγιναν σπάνιες. Έτσι, ενώ οι κυρώσεις όντως πέτυχαν τον στρατηγικό τους στόχο να περιορίσουν την στρατιωτική επέκταση του Ιράκ, επέφεραν τεράστια ανθρωπιστικά, οικονομικά και κοινωνικοοικονομικά κόστη.
Όπως επισημαίνει επίσης ο Sanandaji, αυτές οι κυρώσεις εμποδίζουν τη λειτουργία των ελεύθερων αγορών, αυξάνοντας έτσι την εξάρτηση των πολιτών από το κεντρικό κράτος για την παροχή ειδών πρώτης ανάγκης. Όταν για παράδειγμα πριν από λίγα χρόνια σταμάτησε η ροή εισαγόμενων προϊόντων στη Ρωσία μέσω του διεθνούς εμπορίου, το κράτος άρχισε να συνάπτει συμφωνίες με τους ολιγάρχες για την παραγωγή αγαθών. Μια χώρα που είχε προηγουμένως κάποιες φιλοδοξίες ελεύθερου εμπορίου (πχ μέσω ενός χαμηλού και ενιαίου φορολογικού συντελεστή), ουσιαστικά ωθήθηκε στην κατεύθυνση ενός πιο κεντρικά σχεδιασμένου μοντέλου του παρεοκρατικού καπιταλισμού.
Οι κυρώσεις συνεπώς ωφέλησαν διπλά την κυβέρνηση Πούτιν - αφενός μέσω της συγκέντρωσης της εξουσίας και αφετέρου συμβάλλοντας στην αποξένωση των πολιτών από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης τους οποίους υποστήριζε η Δύση ή από όσους μπορεί να έβλεπαν τη Δύση ως πρότυπο μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης.
Οι κυρώσεις όχι μόνο υπονομεύουν την ευημερία όσων ζουν στις χώρες που αυτές επιβάλλονται, αλλά έχουν αρνητικά αποτελέσματα για την παγκόσμια οικονομία καθώς βλάπτουν τους πάντες. Η συνολική εμπορική απώλεια που επέφεραν οι δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία έφτασε τα 114 δις δολάρια - με τα 44 δις να τα επωμίζονται όσοι επέβαλαν τις κυρώσεις. Ακόμη και ουδέτερες χώρες, επισημαίνει ο Sanandaji υφίστανται εμπορικές απώλειες λόγω των κυρώσεων, καθώς αυτές διαταράσσουν τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας που συνέχουν τους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις.
Από τη μελέτη ενός αριθμού παραδειγμάτων, η μελέτη συμπεραίνει ότι εντέλει οι κυρώσεις δεν αποδίδουν. Οι απρόθετες συνέπειες και οι αρνητικές εξωτερικότητες είναι απλώς υπερβολικά μεγάλες. Ο Sanandaji υποστηρίζει ότι οι αρμόδιοι θα έπρεπε αντιθέτως να στοχεύουν στην προώθηση του ελεύθερου εμπορίου σε παγκόσμιο επίπεδο για τη διασφάλιση της ειρήνης και της ευημερίας.
Μέσω της ελεύθερης συναλλαγής και των διεθνών αλυσίδων παροχής, οι χώρες συνδέονται με σχέσεις αλληλεξάρτησης (με την καλή έννοια), εξέλιξη που με τη σειρά της διευκολύνει τη μεγαλύτερη συνεργασία και τον πλουτισμό. Αν αφαιρέσουμε αυτές τις σχέσεις, το ενδεχόμενο της σύγκρουσης γίνεται πιθανό.
Δεν είναι συνεπώς τυχαίο το ότι οι εμπορικές κυρώσεις συχνά καταλήγουν σε πολεμικές συγκρούσεις. Ο πόλεμος του 1812 για παράδειγμα προκλήθηκε από την αδυναμία των ΗΠΑ να πετύχουν τους εμπορικούς τους στόχους ως ανεξάρτητη χώρα μετά από χρόνια βρετανικού αποκλεισμού, και τις ανεπιτυχείς ανταποδοτικές κυρώσεις που επέβαλαν Πρόεδροι όπως ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τζέημς Μονρό.
Κατά το περίφημο ρητό του Τσώρτσιλ, όσοι αποτυγχάνουν να διδαχθούν από την ιστορία είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν. Δυστυχώς η μακρά και άκαρπη ιστορία των κυρώσεων αποδεικνύει ότι ελάχιστα διδάγματα έχουμε πάρει.
--
Η Madeline Grant είναι διευθύντρια εκδόσεων στο Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 30 Δεκεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».