Κριτική βιβλίου: «Οι πλούσιοι στην κοινή γνώμη» του Rainer Zitelmann

Κριτική βιβλίου: «Οι πλούσιοι στην κοινή γνώμη» του Rainer Zitelmann

Του Kristian Niemietz

Μια συχνή παρανόηση σχετικά με τη δήθεν “αφυπνισμένη” στάση είναι ότι δεν αφορά τη λογοκρισία ή τη φίμωση απόψεων που δεν ανήκουν στον συρμό, αλλά απλά τους καλούς τρόπους. Οι “αφυπνισμένοι”, σύμφωνα με αυτήν την αφελή ερμηνεία δεν προσπαθούν να επιβάλουν μια συγκεκριμένη ιδεολογία σε κάποιους. Δεν προσπαθούν να “ακυρώσουν” ανθρώπους με τους οποίους διαφωνούν. Απλώς θέλουν να μας κάνουν να σταματήσουμε να κάνουμε δυσφημιστικές, γενικευτικές δηλώσεις για ολόκληρες ομάδες ανθρώπων. Το να είναι κανείς “αφυπνισμένος” σημαίνει απλώς το να αντιτίθεται στα αρνητικά στερεότυπα.

Αυτή η ιδέα είναι εσφαλμένη σε πολλά επίπεδα. Εν πρώτοις, υπάρχουν βεβαίως ομάδες στην κοινωνία που μπορεί κανείς πολύ εύκολα να δυσφημίσει χωρίς να χάσει “πόντους αφύπνισης”. Αυτό καταδεικνύεται στο βιβλίο The Rich in Public Opinion (Οι πλούσιοι στην κοινή γνώμη) του Rainer Zitelmann, ιστορικού και κοινωνιολόγου με έδρα το Βερολίνο. Ο Ζίτελμαν καταδεικνύει ότι ο “ανωφερής ταξισμός” είναι διαδεδομένος στα μέσα ενημέρωσης, στη λαϊκή κουλτούρα και διασκέδαση, και ευρύτερα στον δημόσιο διάλογο. 

Ο Ζίτελμαν δεν επιχειρεί να παίξει σε ένα δικό του παιχνίδι “πολιτικής ταυτοτήτων”. Το επιχείρημά του δεν είναι ότι οι πλούσιοι αποτελούν μια καταπιεσμένη μειονότητα στην οποία θα πρέπει να αναγνωριστεί η ιδιότητα του θύματος. Αντιθέτως, απλά αναλύει την υφιστάμενη έρευνα που αφορά τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα (σε αντικείμενα όπως η κοινωνιολογία και η ψυχολογία) και εντοπίζει ένα κενό σ’ αυτή τη βιβλιογραφία. Ο ταξισμός, όπως επισημαίνει, είναι ένα πεδίο που δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς και στο βαθμό που έχει ερευνηθεί, η εστίαση είναι σχεδόν αποκλειστικά στον κατωφερή ταξισμό. Στη συνέχεια καλύπτει αυτό το κενό με δική του εμπειρική έρευνα, συγκρίνοντας τέσσερις μεγάλες δυτικές χώρες: το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία.

Και στις τέσσερις αυτές χώρες οι πλούσιοι αντιμετωπίζονται ευρέως με ένα μείγμα θαυμασμού και καχυποψίας. Στη λαϊκή φαντασία ο “τυπικός” εκατομμυριούχος μοιάζει κάπως με κακό του Τζέημς Μποντ: έξυπνος και ικανός, αλλά και σκληρόκαρδος και ανελέητος.

Πρέπει άραγε αυτό να μας αφορά ως φιλελεύθερους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς; Υπερασπιζόμαστε τη διαδικασία της αγοράς, και στο πλαίσιο αυτής και το δικαίωμα να πλουτίζει κανείς μέσα από συναλλαγές στην αγορά - αλλά δεν υπερασπιζόμαστε τους “πλουσίους” καθαυτούς. Γιατί λοιπόν έχει σημασία αν οι πλούσιοι αντιμετωπίζονται με αντιπάθεια ως καρικατούρες;

Η απάντηση είναι ότι η προκατάληψη εναντίον των πλουσίων συνδέεται πολύ στενά με κακά οικονομικά. Το πιο σαφές παράδειγμα είναι η σκέψη μηδενικού αθροίσματος. Το εμπειρικό κομμάτι του βιβλίου βασίζεται σε μια εκτεταμένη έρευνα, στην οποία μια ερώτηση ξεχωρίζει ως η κρισιμότερη: πρόκειται για την ερώτηση αν κάποιος συμφωνεί με την πρόταση “όσα περισσότερα έχουν οι πλούσιοι, τόσα λιγότερα υπάρχουν για τους φτωχούς”. Ο τρόπος που απαντά κανείς σ’ αυτή την απλή ερώτηση είναι ένας απίστευτα καλός δείκτης για το πώς θα απαντήσει τις περισσότερες από τις υπόλοιπες. Είναι μια από αυτές τις ερωτήσεις που συνοψίζουν μια ολόκληρη κοσμοθεωρία.

Στους αναγνώστες αυτής της στήλης, είναι απολύτως σαφές ότι αυτή η πρόταση είναι εσφαλμένη, ακόμη και υπό μια στατική οπτική. Αν η J.K. Rowling δεν είχε γράψει ποτέ τον Χάρι Πόττερ, σήμερα μάλλον δεν θα ήταν πλούσια. Θα ήταν όμως παράλογο να υποστηρίξει κανείς ότι απέκτησε τον πλούτο της κατά κάποιον τρόπο εις βάρος των φτωχών ανθρώπων. Κι αυτό είναι ακόμη πιο προφανές υπό μία δυναμική οπτική. Πριν από μία γενιά, δεν υπήρχε σχεδόν κανείς “Κινέζος εκατομμυριούχος”. Σήμερα υπάρχουν πολλοί - και στο μεταξύ σχεδόν ολόκληρος ο κινεζικός πληθυσμός έχει βγει από την ακραία φτώχεια.

Παρ’ όλα αυτά, η νοοτροπία του μηδενικού αθροίσματος παραμένει διαδεδομένη. Ο Ζίτελμαν καταδεικνύει ότι οι υποστηρικτές της είναι πολύ πιο πιθανό να τρέφουν αισθήματα εναντίον των πλουσίων. Είναι πολύ πιο πιθανό να αποδίδουν αρνητικά στοιχεία χαρακτήρα στους πλουσίους, και είναι πολύ πιο απρόθυμοι να συνδέσουν τον πλούτο με την ατομική προσπάθεια και την επιτυχία. Είναι επίσης λιγότερο πιθανό να αποδεχθούν ότι οι δραστηριότητες που έκαναν κάποιους ανθρώπους πλούσιους μπορεί να είναι επωφελείς για άλλους ανθρώπους.

Η νοοτροπία του μηδενικού αθροίσματος είναι επίσης η παράμετρος που προβλέπει αποτελεσματικότερα τον φθόνο, μια έννοια που ο Ζίτελμαν επιχειρεί να μετρήσει εμπειρικά. Ρωτά τους συμμετέχοντες να εκτιμήσουν τρία υποθετικά σενάρια, στα οποία πλούσιοι άνθρωποι χάνουν χρήματα, χωρίς κάποιος να ωφελείται προφανώς από αυτό. Στη συνέχεια μετατρέπει τις απαντήσεις σε μια “επίδοση φθόνου”. Όπως θα περίμενε κανείς, οι άνθρωποι με μεγαλύτερες επιδόσεις σ’ αυτόν τον δείκτη του φθόνου είναι πολύ πιθανότερο να είναι εναντίον των πλουσίων. Σε μια ανάλυση παλινδρόμησης που εξετάζει τις προσδιοριστικές παραμέτρους του φθόνου, η νοοτροπία του μηδενικού αθροίσματος αναδεικνύεται στη σημαντικότερη εξηγητική μεταβλητή και στις τέσσερις χώρες - πολύ περισσότερο απ’ ό,τι, για παράδειγμα, το εισόδημα των απαντησάντων.

Ακόμη ένα παράδειγμα κακών οικονομικών και συναισθήματος εναντίον των πλουσίων είναι η ερώτηση στην έρευνα για το αν είναι “λάθος” τα υψηλόβαθμα στελέχη να κερδίζουν 100 φορές το εισόδημα των υπαλλήλων τους, δεδομένου του ότι δεν δουλεύουν 100 φορές περισσότερο ή σκληρότερα. Το ένα τρίτο των απαντησάντων στο Ηνωμένο Βασίλειο, και σχεδόν τα δύο τρίτα των Γερμανών απαντησάντων συμφωνούν με την πρόταση αυτή. Οι αναγνώστες αυτής της στήλης βεβαίως συνειδητοποιούν ότι οι μισθοί δεν καθορίζονται έτσι. Πρόκειται για μια λαϊκή εκδοχή της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας. Ο Ρόμπι Γουίλιαμς δεν βάζει εκατό φορές περισσότερη προσπάθεια στο τραγούδι του απ’ ό,τι κάποιος άλλος επαγγελματίας τραγουδιστής - αλλά το σημαντικό είναι ότι πολλοί άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν πολλά χρήματα για να τον ακούσουν να τραγουδά.

Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ των τεσσάρων χωρών, αλλά κάποιες διαφορές μεταξύ τους ξεχωρίζουν. Η Γαλλία είναι με διαφορά η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων με υψηλή επίδοση στον δείκτη φθόνου, ενώ οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί είναι, σύμφωνα με τη μέτρηση αυτή, οι λιγότερο φθονεροί. Ο Peter Mandelson δέχθηκε έντονη κριτική όταν είπε ότι “είμαι πάρα πολύ άνετος με το να πλουτίζουν υπερβολικά οι άνθρωποι”. Τα πορίσματα όμως του Ζίτελμαν καταδεικνύουν ότι οι απόψεις του δεν είναι εντελώς ξένες προς τη διάθεση του κοινού. 

Στη Γαλλία και τη Γερμανία, οι νέοι άνθρωποι είναι λιγότεροι επιρρεπείς στο φθόνο απ’ ό,τι οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας. Στις ΗΠΑ ισχύει το αντίστροφο: οι νέοι Αμερικανοί είναι “Γάλλοι” ως προς τις στάσεις τους. Αυτό μπορεί ως ένα βαθμό να εξηγεί το έντονο χάσμα μεταξύ των γενεών σε ό,τι αφορά τις πολιτικές στάσεις: περισσότεροι από ένας στους τρεις Αμερικανοί μέλη της γενιάς των Μιλένιαλ έχουν θετικές απόψεις για τους όρους “κομμουνισμός” και “μαρξισμός” έναντι μόλις ενός στους δεκατρείς απαντήσαντες μέλη της γενιάς των Baby Boomers. (Παραμένει ανοιχτό ερώτημα το γιατί οι περισσότεροι Βρετανοί Μιλένιαλ είναι “Μαντελσονιανοί” στις στάσεις τους, αλλά “Κορμπινιστές” στις πολιτικές τους απόψεις).

Το βιβλίο περιέχει έναν πλούτο πρωτότυπης έρευνας σε ένα μέχρι σήμερα λίγο μελετημένο αντικείμενο, βασισμένο σε ένα στέρεο θεωρητικό πλαίσιο. Δεδομένης της αντίδρασης εναντίον των “Μαντελσονιανών” στάσεων σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, και την ανάδυση του “σικ της γκιλοτίνας” στην Αριστερά, το βιβλίο αυτό ήρθε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή.

--

Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής θεμάτων Πολιτικής Οικονομίας στο Institute of Economic Affairs.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.