Του Philip Booth
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Πάπας Φραγκίσκος μίλησε για την διανεμητική δικαιοσύνη σε ένα διαγενεακό πλαίσιο σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Το επιχείρημα είναι απλό. Η διανεμητική δικαιοσύνη είναι εκείνη η μορφή της δικαιοσύνης σύμφωνα με την οποία τα αγαθά αυτού του κόσμου διανέμονται βάσει κατάλληλων κριτηρίων. Και σε ό,τι αφορά τα κατάλληλα αυτά κριτήρια, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι μια γενιά δεν θα πρέπει να πλουτίζει συστηματικά με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβάλει κόστη σε μελλοντικές γενιές χωρίς να τους αποφέρει κάποιο ισοδύναμο όφελος. Ή αλλιώς, κατά τα λόγια του Laudato Si: “Η διαγενεακή δικαιοσύνη δεν είναι προαιρετική, αλλά ένα βασικό ζήτημα δικαιοσύνης, καθώς ο κόσμος που έχουμε λάβει ανήκει επίσης σε εκείνους που θα μας ακολουθήσουν” (159).
Αν τα κράτη δανείζονται χρήματα, κατά κανόνα οι μελλοντικές γενιές των φορολογουμένων είτε θα πρέπει να καταβάλουν τόκους (μέσα υψηλότερων φόρων ή μειωμένων κρατικών υπηρεσιών) είτε να αποπληρώσουν το χρέος. Εναλλακτικά, το χρέος μπορεί να μεγενθυθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε οι οφειλέτες, και άλλοι να υποφέρουν. Ή μπορεί το κράτος να χρεοκοπήσει, προκαλώντας έτσι κάθε είδους προβλήματα στους κατόχους κρατικών ομολόγων οι οποίοι μπορεί για παράδειγμα να δουν τις συντάξεις τους να μειώνονται. Το επιχείρημα μοιάζει πολύ με αυτό που χρησιμοποιείται για την κλιματική αλλαγή.
Σε μια ομιλία που έδωσε ο πρώην Πρωθυπουργός της Ιρλανδίας John Bruton στο St. Mary’s University, έκανε επίσης αυτή τη σύνδεση του κρατικού χρέους και της κλιματικής αλλαγής. Ο John Bruton περιέλαβε στον ορισμό του για το κρατικό χρέος και τις μελλοντικές υποχρεώσεις καταβολής συντάξεων. Το επιχείρημά του ήταν ότι τα δυτικά κράτη έχουν δημιουργήσει συνταξιοδοτικά συστήματα που υπόσχονται να καταβάλλουν στο μέλλον συντάξεις στη σημερινή εργαζόμενη γενιά. Αυτές οι υποσχέσεις θα υποχρεώσουν τις μελλοντικές εργαζόμενες γενιές να καταβάλλουν φόρους για τη χρηματοδότηση αυτών των συντάξεων. Οι συντάξεις για τις μελλοντικές μεγαλύτερες γενιές δεν χρηματοδοτούνται από τις αποταμιεύσεις τους αλλά από τους φόρους των μελλοντικών εργαζόμενων γενεών. Με τη μείωση του ποσοστού των γεννήσεων, αυτό αφήνει μια υποχρέωση που μπορεί να είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί από τις μελλοντικές γενιές των φορολογούμενων. Αυτή η συνθήκη είναι παρόμοια με το κρατικό χρέος.
Αν δούμε το κρατικό χρέος ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος επί μίας μακράς περιόδου, μπορούμε να δούμε πολύ υψηλές κορυφώσεις μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους και μετά τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μείωση του χρέους μετά τα γεγονότα αυτά προκάλεσε πόνο στις επόμενες γενιές και χρειάστηκε αρκετή καλή τύχη. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε τη βιομηχανική σύγκρουση στις δεκαετίες του 1960 και 1970, όταν οι εργαζόμενοι απεργούσαν για υψηλότερους μισθούς καθώς οι μισθοί μειώνονταν λόγω του ραγδαίου πληθωρισμού (ο οποίος επίσης μείωνε την πραγματική αξία του κρατικού χρέους και τις μικρές αποταμιεύσεις των ανθρώπων που υπήρξαν συνετοί κατά την εργασιακή τους ζωή).
Η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα ήδη έχει φτάσει το κρατικό χρέος σε επίπεδα άνω του 100% του εθνικού εισοδήματος και ο αριθμός αυτός είναι σχεδόν απολύτως βέβαιο ότι θα ξεπεράσει το 130%. Ακόμη και πριν την τρέχουσα κρίση, το Γραφείο Υπευθυνότητας του Προϋπολογισμού εξέφρασε τη θέση ότι το κρατικό χρέος θα υπερβεί το 250% του εθνικού εισοδήματος μέσα στα επόμενα 50 χρόνια αν ακολουθήσουμε τη σημερινή πολιτική, λόγω των υποσχέσεων που έχουν αναληφθεί έναντι των μελλοντικών συνταξιούχων.
Δεδομένου όμως ότι ήδη έχουμε εδώ και 300 χρόνια κρατικό χρέος στη σημερινή μορφή του, γιατί η Καθολική κοινωνική διδασκαλία μόλις τώρα ξεκινά να ασχολείται με αυτό; Μια απάντηση είναι ότι τα σημερινά επίπεδα χρέους σε συνδυασμό με τη γήρανση των πληθυσμών μπορεί να προκαλέσουν τη χρεοκοπία μιας σειράς αναπτυγμένων κρατών ή την αδυναμία τους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις σε ό,τι αφορά την παροχή υγείας και συντάξεων στους μελλοντικούς τους πολίτες. Μια δεύτερη απάντηση είναι ότι κατά τη μεταπολεμική περίοδο το κρατικό χρέος συσσωρεύτηκε στη μία χώρα μετά την άλλη για να χρηματοδοτηθούν αυξήσεις στην κατανάλωση αυτή για την αντιμετώπιση έκτακτων σοκ.
Οι δρόμοι που πρέπει να ακολουθήσει η Καθολική κοινωνική διδασκαλία είναι κατά τη γνώμη μου οι εξής:
Η δημιουργία χρέους για τη διεξαγωγή ενός δίκαιου πολέμου όταν διακυβέβευεται η επιβίωση ενός έθνους δεν αντίκειται στη διαγενεακή διανεμητική δικαιοσύνη.
Η αντιμετώπιση έκτακτων σοκ (λιμοί, λοιμοί και ούτω καθεξής) μέσω της αύξησης του δανεισμού ομοίως δεν αντίκειται αναγκαστικά στη διανεμητική δικαιοσύνη - δεν υπάρχει λόγος σύμφωνα με τη διανεμητική δικαιοσύνη η τρέχουσα γενιά να αναλάβει αναγκαστικά το σύνολο του κόστους αυτών των γεγονότων.
Ο δανεισμός για την επένδυση, για παράδειγμα, σε υποδομές ή σε άλλες επενδύσεις δεν αντίκειται καθαυτός στη διανεμητική δικαιοσύνη, αλλά μια κυβέρνηση πρέπει να είναι συνετή ως προς το πώς διεξάγει αυτές τις δραστηριότητες και να διασφαλίζει ότι αυτές δεν αναλαμβάνονται για την εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων.
Η συσσώρευση χρέους επειδή η τρέχουσα γενιά δεν είναι διατεθειμένη να καταβάλλει τους αναγκαίους φόρους για την κρατική κατανάλωση και αναδιανομή αντίκειται στη διανεμητική δικαιοσύνη. Δεν υπάρχουν κριτήρια διανεμητικής δικαιοσύνης βάση των οποίων οι μελλοντικές γενιές θα πρέπει να υποχρεωθούν να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωση της σημερινής γενιάς, παρά μόνο σε ακραίες καταστάσεις. Αυτού του είδους ο δανεισμός και η υπερκατανάλωση αντίκειται στο συλλογικό καλό και με άλλους τρόπους (πράγμα που αποτελεί αντικείμενο μελλοντικών άρθρων).
Πάντως, ο John Bruton έχει σίγουρα κι αυτός δίκιο. Η εγκαθίδρυση συστημάτων για τη συνταξιοδότηση και την παροχή υπηρεσιών υγείας που φορτώνουν με βάρη τις μελλοντικές γενιές όταν δεν γνωρίζουμε αν αυτές θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε αυτά είναι αναγκαστικά προβληματική από την οπτική της διανεμητικής δικαιοσύνης. Οι εναλλακτικές θα περιλάμβαναν περισσότερη ασφάλιση (ίσως μέσω συνεταιριστικών οργανισμών), περισσότερη αποταμίευση και περισσότερη στήριξη των οικογενειών στους ηλικιωμένους - κάτι που κατά κανόνα υποστηρίζει η Καθολική κοινωνική διδασκαλία.
Είναι ανακουφιστικό να φτάνουμε στο ίδιο συμπέρασμα ως προς το πώς πρέπει να φροντίσουμε τους ηλικιωμένους ξεκινώντας από δύο διαφορετικά σημεία αφετηρίας. Όντως, ίσως δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το να αναθέτουμε στο κράτος ευθύνες που ανήκουν φυσικά στην οικογένεια, έχει οδηγήσει σε προβλήματα.
--
Ο Philip Booth είναι καθηγητής χρηματοπιστωτικών, δημόσιας πολιτικής και ηθικής στο St Mary’s University, Twickenham και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Ιουλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.