Το κουπόνι εκπαίδευσης, μια πρόταση αριστείας

Το κουπόνι εκπαίδευσης, μια πρόταση αριστείας

Του Álvaro Martín

Η ιδέα πίσω από τα εκπαιδευτικά κουπόνια έχει ισχυρή ακαδημαϊκή και ερευνητική υποστήριξη. Αυτό πιθανότατα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 όταν ο νομπελίστας Μίλτον Φρίντμαν πρότεινε διάφορα μοντέλα για τη συνεργασία του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα ώστε να διασφαλιστεί ότι βασικές υπηρεσίες παρέχονται αποτελεσματικότερα και με μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής. Σ’ αυτό το πλαίσιο διατυπώθηκε η ιδέα για τα εκπαιδευτικά κουπόνια. Ο Φρίντμαν ήθελε όλες οι οικογένειες, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους, να μπορούν να παίρνουν ελεύθερα αποφάσεις σε τομείς όπως η υγεία ή η εκπαίδευση.

Το σύστημα λειτουργεί ως εξής: Το κράτος διανέμει ένα μηνιαίο ή ετήσιο κουπόνι σε οικογένειες (είτε σε όλες, είτε μόνο σε εκείνες που βρίσκονται κάτω από ένα ορισμό επίπεδο εισοδήματος) ώστε αυτές να μπορούν οι ίδιες να αποφασίσουν σε ποιο σχολείο να στείλουν τα παιδιά τους και τι εκπαίδευση να πάρουν αυτά. Έτσι, θα υπάρχει εγγυημένη πρόσβαση τόσο στην κρατική όσο και στην ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς τα διανεμόμενα ποσά θα υπολογίζονται βάση του μέσου κόστους ανά μαθητή στα δύο αυτά συστήματα.

Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι με το να συμπεριλαμβάνονται τα κρατικά σχολεία πέφτει η αξία της συνεισφοράς του κουπονιού, αλλά αυτό απλά δεν ισχύει. Στην Ισπανία, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το μέσο κόστος ανά μαθητή στην κρατική εκπαίδευση υπερβαίνει το αντίστοιχο όσων λαμβάνουν ιδιωτική εκπαίδευση. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση “Δεδομένα και Γραφήματα για το Σχολικό Έτος” που αντλεί τα στοιχεία της από διάφορους εθνικούς φορείς, η ετήσια δαπάνη στην Ισπανία ανά μαθητή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ανέρχεται σε 7.861 ευρώ, έναντι του μέσου όρου της ΕΕ των 6.071 ευρώ. Στο μεταξύ το κόστος των ετήσιων διδάκτρων για πολλά ιδιωτικά σχολεία, μεταξύ των οποίων και πολλά περίβλεπτα διεθνή σχολεία όπως το Γαλλικό Λύκειο ή η Γερμανική Σχολή, κυμαίνεται μεταξύ 3.000 και 5.000 ευρώ τον χρόνο.

Αυτοί οι υπολογισμοί καταδεικνύουν ότι τα σχολικά κουπόνια δεν είναι απλώς μια δημοσιονομικά βιώσιμη επιλογή, αλλά και ότι θα αυξήσουν την αποτελεσματικότητα της δημόσιας επένδυσης στην εκπαίδευση και θα προσφέρουν στους γονείς μια σχεδόν πλήρη ελευθερία επιλογής. Αυτό είναι ένα βασικό δικαίωμα σε μια ελεύθερη κοινωνία - η εκπαίδευση δεν πρέπει να είναι μια συγκεντρωτική πολιτική που θα διευθύνεται από γραφειοκράτες. Άραγε οι πολιτικοί γνωρίζουν όλες τις διαφορετικές ανάγκες ή τα ενδιαφέροντα των οικογενειών;

Για παράδειγμα, φανταστείτε μια οικογένεια Κινέζων μεταναστών που θέλουν τα παιδιά τους να μάθουν Μανδαρινικά, αλλά δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τα δίδακτρα ενός ιδιωτικού σχολείου όπου είναι διαθέσιμα αυτά τα μαθήματα. Υπό το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, η οικογένεια αυτή δεν έχει άλλη επιλογή πέρα από το να αποδεχθεί την κατάσταση.

Με ένα εκπαιδευτικό κουπόνι όμως, θα μπορούν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο που προτιμούν.

Ομοίως, αν οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να λάβουν μια πιο εντατική εκπαίδευση είτε στους τομείς των STEM είτε στις ανθρωπιστικές σπουδές, θα μπορούν να αποφασίσουν να τα εγγράψουν σε εξειδικευμένα κέντρα, μια επιλογή που σήμερα δεν είναι εφικτή για οικογένειες με περιορισμένους πόρους. Συνεπώς, τα εκπαιδευτικά κουπόνια είναι μια πιο περιληπτική πολιτική. Συμβάλει στη εγγύηση ενός ασφαλούς ελάχιστου για όλους, ενώ παρέχει στα παιδιά μια ευκαιρία να μάθουν και να ευημερήσουν, τη βάση της κοινωνικοοικονομικής προόδου της κοινωνίας.

Ακόμα, η ξαφνική αύξηση του αριθμού των μαθητών που θα εγγραφούν σε ιδιωτικά σχολεία θα λειτουργήσει ως κινητήρια δύναμη για μια σημαντική ενίσχυση της ποιότητας της εκπαίδευσης που λαμβάνεται. Αυτό παρατηρήθηκε στην έκθεση της PISA που συμπέρανε ότι, με την συμπλήρωση της ηλικίας των 15 ετών, οι μαθητές των κρατικών σχολείων έχουν μια μέση επίδοση 489 βαθμών στα τεστ ικανοτήτων, ενώ οι ομόλογοί τους που λαμβάνουν ιδιωτική εκπαίδευση πετυχαίνουν κατά μέσο όρο 517 βαθμούς. Αυτή η διαφορά των 28

βαθμών αντιστοιχεί σε σχεδόν ένα ολόκληρο σχολικό έτος, όπως εξηγεί η UNIR στην έκθεση Beyond PISA.

Τέλος, αν η ζήτηση για θέσεις στα ιδιωτικά σχολεία αρχίσει να αυξάνεται, θα περίμενε κανείς ότι το ίδιο θα συμβεί και στον αριθμό και την ποικιλία της προσφερόμενης ιδιωτικής εκπαίδευσης. Προκειμένου να προσελκύσουν αυτούς τους πελάτες τα σχολεία θα προσπαθήσουν να διαφοροποιηθούν ώστε να διατηρήσουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, εξειδικευόμενα σε συγκεκριμένα πεδία ή αντικείμενα, εξέλιξη που θα αυξήσει δραστικά το επίπεδο της διαθέσιμης εκπαίδευσης και την ποικιλία των επιλογών.

Ομοίως, οι γονείς που θα προτιμήσουν να κρατήσουν τα παιδιά τους στο κρατικό σύστημα θα μπορούν να το κάνουν, εξαργυρώνοντας το κουπόνι τους στο σχολείο της επιλογής τους.

Φυσικά αυτά τα κέντρα δεν θα λαμβάνουν κάποια άλλη επιχορήγηση πέρα από το εισόδημα που θα αποκτάται από τα κουπόνια. Με άλλα λόγια, τα σχολεία με χαμηλές επιδόσεις που αποτυγχάνουν να προσελκύσουν αρκετή ζήτηση εντέλει θα κλείσουν - κάτι λογικό και φυσιολογικό.

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να εξεταστεί είναι η πρόταση η παραπάνω συνθήκη να μην ισχύει για τις αγροτικές περιοχές και άλλες περιοχές με μικρή πυκνότητα πληθυσμού. Τα κρατικά σχολεία σε αυτές τις τοποθεσίες θα λαμβάνουν επιπρόσθετους πόρους ώστε να διασφαλιστεί ότι τα παιδιά που ζουν εκεί θα έχουν σχολική εκπαίδευση. Ομοίως, όλοι οι σχολικοί θεσμοί θα υποχρεώνονται να ακολουθούν έναν πυρήνα διδακτέας ύλης, ανεξάρτητα από το αν είναι κρατικοί ή ιδιωτικοί. Μολονότι αυτό ήδη συμβαίνει σήμερα, η διαφορά είναι ότι θα δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία εξειδίκευσης.

Σε όσους αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τα εκπαιδευτικά κουπόνια, αρκεί να αναφερθεί ότι αυτά έχουν ήδη δοκιμαστεί με επιτυχία σε πολλές χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων η Νέα Ζηλανδία, η Αυστραλία, περιοχές της Ιταλίας, κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ και η Σουηδία.

Τα αποτελέσματα ήταν χαμηλότερες δημόσιες δαπάνες και υψηλότερη ακαδημαϊκή ποιότητα, που με τη σειρά τους ενίσχυσαν την ισότητα ως προς τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα μεταξύ των περιοχών.

Ιδιαίτερα αξιοσημείωτες είναι οι μεταρρυθμίσεις της Σουηδίας που ξεκίνησαν το 1992, όταν ψηφίστηκε ένας νόμος που διασφάλιζε την ελευθερία επιλογής μεταξύ των κρατικών και των ανεξάρτητων σχολείων. Το 1993, αυτό επεκτάθηκε ώστε να περιλαμβάνει και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μειώνοντας τον κρατικό έλεγχο επί της εκπαίδευσης, αλλά παρέχοντας εγγυήσεις σε ό,τι αφορά την ποιότητά της και την καθολικότητα της πρόσβασης. Η μεταρρύθμιση αυτή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από γονείς, εκπαιδευτικούς και μαθητές. Η επιτυχία της οφείλεται στο ότι τα ιδιωτικά σχολεία (πολλά από τα οποία είναι διεθνή, για παράδειγμα γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά ή γαλλικά) επέλεξαν να συμμετέχουν στο σύστημα των εκπαιδευτικών κουπονιών. Αυτοί που ωφελήθηκαν περισσότερο είναι οι μαθητές από λιγότερο εύπορες οικογένειες, οι οποίοι χωρίς την εφαρμογή αυτού του μοντέλου δεν θα είχαν τη δυνατότητα της πρόσβασης σε ιδιωτική εκπαίδευση υψηλού επιπέδου.

Συμπερασματικά, ένα σύστημα που αξιοποιεί τα εκπαιδευτικά κουπόνια διασφαλίζει τον υγιή ανταγωνισμό στον εκπαιδευτικό κλάδο, προάγει την μεγαλύτερη αποτελεσματικότερα των δαπανών και ενθαρρύνει τη μεγαλύτερη και καλύτερη εξειδίκευση.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα ισπανικά στο μπλογκ του Civismo.

--
Ο Álvaro Martín είναι ερευνητής του Fundación Civismo.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Μαρτίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.