Του Matus Posvanc*
Ενώ πολλές χώρες στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έχουν πρόσφατη την εμπειρία ενός επιτυχημένου οικονομικού μετασχηματισμού, λίγες από αυτές κάνουν μεγάλα βήματα σε ό,τι αφορά την προετοιμασία τους για το νέο κύμα της βιομηχανικής επανάστασης. Αυτό το κύμα θα έχει ως καθοριστικό του παράγοντα τη χρήση των τεχνολογικών εξελίξεων όπως η τεχνητή νοημοσύνη ή το διαδίκτυο των πραγμάτων, καθώς και την ευελιξία και την προετοιμασία του καταρτισμένου εργασιακού δυναμικού.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Κατάταξη Ψηφιακής Ανταγωνιστικότητας του διακεκριμένου ελβετικού Ινστιτούτου για την Ανάπτυξη της Διοικητικής Επιστήμης σε συνεργασία με το σλοβακικό Ίδρυμα Φ.Α. Χάγιεκ της Μπρατισλάβα (www.hayek.sk) και άλλους συνεργαζόμενους οργανισμούς ανά τον κόσμο, πρόκειται ακριβώς για ένα πεδίο όπου η περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης βρίσκεται πολύ πίσω από τις ανεπτυγμένες χώρες της δύσης.
Αυτός ο δείκτης συγκρίνει την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα 63 χωρών του κόσμου. Αποτιμά τον βαθμό ετοιμότητας του επιχειρηματικού περιβάλλοντος σε ό,τι αφορά την έλευση της ψηφιακής οικονομίας.
Οι τρεις κομβικές παράμετροι για την επιτυχία του ψηφιακού μετασχηματισμού είναι: 1) Η γνώση - η ικανότητα κατανόησης και μάθησης νέων τεχνολογιών, 2) Η τεχνολογία - η ικανότητα ανάπτυξης νέων ψηφιακών καινοτομιών, 3) Η ετοιμότητα για το μέλλον - η προετοιμασία για περαιτέρω εξελίξεις.
Η εκτίμηση της ικανότητας και της ετοιμότητας των χωρών να προσαρμοστούν και να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητες των ψηφιακών τεχνολογιών είναι κάτι το αναγκαίο. Ο κομβικός παράγοντας είναι ο ρυθμός υιοθέτησης αυτών των τεχνολογιών που καθίστανται ένας κομβικός μοχλός του οικονομικού μετασχηματισμού και της αποτελεσματικότητας του επιχειρηματικού τομέα, της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνίας συνολικά.
Σήμερα, οι τεχνολογίες επηρεάζουν άμεσα την αποτελεσματικότητα της οικονομίας και τη διαμόρφωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος σε ό,τι αφορά την προετοιμασία του να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μέλλοντος καθώς και τον ανταγωνισμό από τρίτες χώρες. Αρκετές εθνικές οικονομίες και οι αντίστοιχες κυβερνήσεις ήδη επενδύουν πλήρως στην ψηφιακή οικονομία για να αυξήσουν την παραγωγικότητα, την προστιθέμενη αξία της παραγωγής και τη συνολική ευημερία της εκάστοτε χώρας.
Ποιοι είναι οι πρωτοπόροι σήμερα;
Τις θέσεις του πρωτοπόρου σε ό,τι αφορά την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα τις έχουν κατακτήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σιγκαπούρη. Τα αποτελέσματα για το 2020 επισημαίνουν τρεις σαφείς τάσεις μεταξύ των χωρών που έχουν πετύχει υψηλή κατάταξη: την αποτελεσματική χρήση του ψηφιακού ταλέντου, την επιτυχία εφαρμογής των τεχνολογικών υποδομών και την αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων τεχνολογιών.
Ακόμη, οι καλύτερες δέκα οικονομίες έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ένα αποτελεσματικό ρυθμιστικό πλαίσιο και υψηλή ταχύτητα υιοθέτησης νέων τεχνολογιών (ή “ετοιμότητας για το μέλλον”). Ο τελευταίος αυτός παράγοντας είναι ένας από αυτούς που συνθέτουν την επίδοση της εκάστοτε χώρας και αφορά την στάση των ατόμων έναντι της τεχνολογίας και την ευελιξία των επιχειρηματιών, καθώς και την ενσωμάτωση της τεχνολογίας της πληροφορίας στις κοινωνικές διαδικασίες.
Στην περίπτωση των ΗΠΑ, η εκπαίδευση καθώς και η έρευνα και ανάπτυξη είναι οι βασικοί μοχλοί της ψηφιακής ανάπτυξης, με τη ρομποτική να κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ακόμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν και μία αύξηση της ηλεκτρονικής συμμετοχής του πολίτη στη δημόσια ζωή φέτος.
Η Σιγκαπούρη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή στους δείκτες που αφορούν την εκτίμηση των ταλέντων και το ρυθμιστικό πλαίσιο. Η Σουηδία και η Δανία έχουν πολύ καλές επιδόσεις στην οικοδόμηση δυναμικού γνώσης που καθιστά τις οικονομίες παραγωγικές και αποτελεσματικές σε ό,τι αφορά τις ανάγκες των πολιτών.
Η σύγκριση ανά τον πλανήτη τοποθετεί την Ανατολική Ασία, τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική μεταξύ των πιο προηγμένων περιοχών σε ό,τι αφορά την ψηφιακή ικανότητα. Αντιθέτως, οι περιοχές της Λατινικής Αμερικής, της Κεντρικής Ασίας και της Ανατολικής Ευρώπης έχουν τα μεγαλύτερα περιθώρια βελτίωσης.
Η επίδραση του COVID-19 στην ανάγκη ενός ψηφιακού μετασχηματισμού
Η κοινωνική και οικονομική επίπτωση του κορονοϊού έχει αποκαλύψει ότι υπάρχει σήμερα μια σχεδόν απόλυτη εξάρτηση από τις ψηφιακές τεχνολογίες για την παροχή των εμπορικών υπηρεσιών, καθώς και δημόσιων υπηρεσιών όπως η εκπαίδευση και οι υπηρεσίες προς τους πολίτες.
Όλα αυτά καθιστούν την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα απολύτως κρίσιμη για την ανάκαμψη της οικονομίας και επιταχύνουν διαδικασίες που διαφορετικά θα απαιτούσαν περισσότερο χρόνο. Τα σημερινά αποτελέσματα διαμορφώνονται από ένα μείγμα σκληρών δεδομένων και απαντήσεων σε έρευνες.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το έργο της ανάλυσης της επίδρασης του κορονοϊού να αποτελεί μια μακρά διαδικασία και η εκτίμηση για το επόμενο έτος να θεωρείται πιθανό ότι θα φωτίσει περαιτέρω την επίδραση της ψηφιακής ανταγωνιστικότητας κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας.
Οι προβλέψεις μιλούν για μια ανάκαμψη σχήματος Κ με μια θετικότερη τάση για κάποιες χώρες και μια λιγότερο θετική για κάποιες άλλες. Η ανάκαμψη μπορεί να έχει ως μοχλό πολλές παραδοσιακές πτυχές, όπως η δημοσιονομική υπευθυνότητα, όμως τα θεμέλια της ψηφιοποιημένης οικονομίας στην οποία ζούμε σήμερα μπορούν να προετοιμάσουν το έδαφος για τη γρήγορη υιοθέτηση των νέων οργανωτικών και επιχειρηματικών πρακτικών, που μπορούν να οδηγήσουν σε εξοικονόμηση κόστους και στη δημιουργία αποτελεσματικών καναλιών για τη γρηγορότερη ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
Η ποιότητα των ψηφιακών υποδομών, οι δυνατότητες έρευνας και ανάπτυξης καθώς και ο βαθμός της κατάρτισης του εργατικού δυναμικού θα παίξουν τεράστιο ρόλο σε αυτή την ανάκαμψη.
Η καθυστέρηση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης
Φέτος, η Σλοβακία κατατάχθηκε 50 μεταξύ των 63 χωρών που συμμετείχαν στον δείκτη. Σε σύγκριση με πέρυσι, έπεσε 3 θέσεις. Σε σύγκριση με τους κοντινότερους γείτονές της, η Σλοβακία υστερεί της Τσεχίας (35η θέση), η οποία παρά το γεγονός ότι κέρδισε 2 θέσεις δεν κατέλαβε την κορυφαία θέση στην περιοχή των V4.
Τη θέση αυτή καταλαμβάνει η Πολωνία, που κατατάσσεται στην 32η θέση, σημειώνοντας βελτίωση μίας θέσης. Φέτος, η Σλοβακία βρέθηκε πίσω και από την Ουγγαρία, ενώ η τελευταία κατατάσσεται στη 47η θέση, σημειώνοντας πτώση 4 θέσεων.
Η διαφορά στην ανταγωνιστική ισχύ μεταξύ των μετακομμουνιστικών και των δυτικών χωρών καταδεικνύεται στην περίπτωση της Αυστρίας, η οποία παρά το γεγονός ότι γειτνιάζει με τη Σλοβακία καταλαμβάνει φέτος την 17η θέση (έναντι της 20ης πέρυσι).
Από τις μετακομμουνιστικές χώρες, τις χειρότερες κατατάξεις σημειώνουν η Ουκρανία (58η θέση), η Κροατία (52η θέση) και η Σλοβακία (50η θέση). Η Ρουμανία και η Βουλγαρία καταλαμβάνουν αντιστοίχως την 49η και την 45η θέση.
--
Ο Matus Posvanc είναι διευθυντής του σλοβακικού Ιδρύματος Φ.Α. Χάγιεκ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Οκτωβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.