Το Oxfam δημοσίευσε την ετήσια ανάλυσή του για την παγκόσμια ανισότητα πλούτου με τίτλο “Ο Ιός της Ανισότητας” (The Inequality Virus), προσθέτοντας αυτή τη φορά και τον κορονοϊό.
Μολονότι οι θέσεις και οι λύσεις που περιέχει είναι τόσο αβάσιμες όσο μας έχει πλέον συνηθίσει, αυτή η έκθεση έχει επιπροσθέτως και τον πλέον ριζοσπαστικό χαρακτήρα από όσες έχει δημοσιεύσει ο φιλανθρωπικός αυτός οργανισμός, με δραματικού χαρακτήρα ισχυρισμούς ως προς τις συνέπειες της πανδημίας στην ανισότητα.
Μαθαίνουμε για παράδειγμα ότι η μακρά λίστα όσων πλήττονται περιλαμβάνει:
“Τους ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, τις γυναίκες, τις ομάδες στις οποίες αποδίδονται φυλετικά χαρακτηριστικά… τους μαύρους, τους καταγόμενους από την Αφρική, τους ιθαγενείς, και τις ιστορικά περιθωριοποιημένες και καταπιεσμένες κοινότητες, και.. τους άτυπους εργάτες, τους μετανάστες… τις κοινότητες LGBTQIA+”.
Υπόλογο γι’ αυτό είναι ένα “οικονομικό σύστημα εκμετάλλευσης που έχει σχεδιαστεί ώστε να ευνοεί λίγους πλούσιους και ισχυρούς”. Ή, αν προτιμάτε, “ο νεοφιλελευθερισμός, η πατριαρχία και ο δομικός ρατσισμός που έχουν τη ρίζα τους στις ιδέες περί λευκής κυριαρχίας”.
Αυτή η “οικονομία με σημαδεμένα χαρτιά” επιτρέπει στην “ελίτ των υπερπλουσίων να συσσωρεύει πλούτο” ακόμη και εν μέσω της πανδημίας. Αυτή η ελίτ αποτελείται “κυρίως από λευκούς άνδρες”, εκ των οποίων οι δέκα πλουσιότεροι θα μπορούσαν να πληρώσουν ώστε να εμβολιαστεί ολόκληρος ο πλανήτης από τον επιπλέον πλούτο που συσσώρευσαν τον τελευταίο χρόνο.
Αυτή η υποτιθέμενη ανάλυση θεμελιώνεται σε αναφορές σε αμφισβητήσιμους ισχυρισμούς ως προς τις επιπτώσεις της πανδημίας (για παράδειγμα, ότι οι γυναίκες πλήττονται περισσότερο ως προς την απώλεια θέσεων εργασίας, κάτι που δεν ισχύει, τουλάχιστον στο Ηνωμένο Βασίλειο) και στις απόψεις περίπου 295 αριστερών οικονομολόγων.
Φυσικά, τα πράγματα δεν χρειάζεται να είναι έτσι. Η Oxfam προσφέρει ένα ελκυστικά ασαφές όραμα “ενός κόσμου βαθιά πιο ίσου που μετρά ό,τι όντως έχει σημασία… όπου οι ανθρώπινες οικονομίες νοιάζονται για τους ανθρώπους… χωρίς εκμετάλλευση και με ασφάλεια εισοδήματος… όπου οι πλούσιοι πληρώνουν το δίκαιο μερίδιό τους σε φόρους… ενός κόσμου κλιματικής ασφάλειας”.
Τα μέσα όμως για την επίτευξη αυτής της νιρβάνας φαίνονται ξεκάθαρα μη ρεαλιστικά και δεν είναι απολύτως σαφές πού στοχεύει αυτή η πολεμική. Η πρόταση που πιθανότατα τραβάει περισσότερο την προσοχή είναι το αίτημα για προσωρινή αύξηση του φόρου επί των κερδών για τις 32 επιχειρήσεις που έχουν κερδίσει περισσότερο στην πανδημία παγκοσμίως. Το πώς αυτό θα μπορούσε να γίνει, και από ποιον, δεν διευκρινίζεται. Ακόμη, οι συγγραφείς της έκθεσης φαίνεται να μη συνειδητοποιούν ότι οι φόροι επί των κερδών σπανίως έχουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, και συνήθως καταλήγουν να σημαίνουν υψηλότερες τιμές και χαμηλότερους μισθούς για τους εργαζόμενους. Όσο για την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής, προσφέρονται μόνο γενικολογίες για την ανάγκη οι κυβερνήσεις να προσπαθήσουν περισσότερο να κλείσουν τα “παραθυράκια”.
Υπάρχει ακόμη μια πρόταση για τη θέσπιση ανώτατου μισθού, που θα είχε πιθανότατα την παρενέργεια να μειώσει τα έσοδα από φόρους εισοδήματος που οι συγγραφείς της μελέτης ελπίζουν να αυξήσουν. Πέρα απ’ αυτό, προτείνεται η θέσπιση εγγυημένου εισοδήματος, πιθανότατα κάποια παραλλαγή του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος, με όλα τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται.
Και τα ευχολόγια δεν σταματούν εδώ. Οι επιχειρήσεις πρέπει να “σχεδιαστούν εκ νέου ώστε να ιεραρχούν κατά προτεραιότητα τις ανάγκες της κοινωνίας” μολονότι δεν διευκρινίζεται ποιος και πώς θα τις ξανασχεδιάσει. Αν η ιστορία μάς διδάσκει κάτι, αυτό είναι πως οι βιώσιμοι, καθολικοί θεσμοί εξελίσσονται και δεν “σχεδιάζονται” από κάποιον. Οι προσπάθειες να επιβληθούν νέοι σχεδιασμοί στις οικονομίες και τις οικονομίες απέδωσαν φρικτά αποτελέσματα κατά τον προηγούμενο αιώνα, κι όμως ακόμη κάποιοι επηρμένοι ριζοσπάστες νομίζουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα της πανδημίας, οι συγγραφείς της μελέτης επιμένουν ότι “πρέπει να υπάρχει ανοιχτή πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πατέντες και την τεχνολογία” ώστε να μπορούν να παραχθούν φθηνά εμβόλια. Δεν διευκρινίζεται όμως τι είναι αυτό που θα αντικαταστήσει τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες, οι οποίες δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς πατέντες που δίνουν κίνητρα για την καινοτομία.
Ακόμη “οι κυβερνήσεις πρέπει να αναγνωρίσουν, να μειώσουν και να αναδιανείμουν την υποπληρωμένη και απλήρωτη εργασία φροντίδας που επιτελείται κυρίως από γυναίκες και ιδίως από γυναίκες στις οποίες αποδίδονται φυλετικά χαρακτηριστικά”. Ξανά, ο σκοπός ακούγεται αρκετά ευγενής, αλλά τα μέσα εκνευριστικά ασαφή.
Με όλα αυτά, δεν θέλω να υποβαθμίσω τη σοβαρότητα των προβλημάτων που υπογραμμίζει η Oxfam. Αλλά μια παγκοσμίου φήμης φιλανθρωπική οργάνωση, στην οποία συνεχίζουν να συνεισφέρουν χιλιάδες Βρετανοί (πολλοί από τους οποίους σίγουρα μισητοί λευκοί άνδρες πατριάρχες), θα έπρεπε να προσφέρει μια πολύ πιο ώριμη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο παράγεται ο πλούτος μέσω της δημιουργίας αγαθών και υπηρεσιών που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά και της ανάγκης της ενθάρρυνσης και της αξιοποίησης των επιχειρηματικών δυνατοτήτων για καινοτομία.
Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς μια οργάνωση που έχει κάνει τόσο πολύ καλό στο παρελθόν να αναθεματίζει σήμερα την οικονομία της αγοράς που έχει βγάλει αμέτρητα εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια και που εμμέσως στηρίζει όλες τις προσπάθειες της Oxfam. Το κλείσιμο των αγορών δεν θα μειώσει τη φτώχεια - κάτι που σίγουρα όλοι θέλουμε να δούμε να συμβαίνει.
Τέλος, η Oxfam δεν προτείνει κάτι σχετικά με το πώς τα έσοδα από την αύξηση των φόρων θα πρέπει να κατανεμηθούν από τις κυβερνήσεις. Η εμπειρία των τελευταίων 50 ετών στη διεθνή κρατική βοήθεια καταδεικνύει ότι μεγάλο μέρος θα σπαταληθεί ή θα κλαπεί, πράγμα που είναι και ένας από τους λόγους που η δική μας κυβέρνηση ευλόγως περιορίζει τον στόχο των δαπανών του 0,7%.
Η Oxfam είχε να αντιμετωπίσει τα δικά της σκάνδαλα τα τελευταία χρόνια, αλλά οι επιδόσεις της σε ό,τι αφορά τη βοήθεια για την αντιμετώπιση της πείνας και τη χρήση αναπτυξιακών κονδυλίων σε μεσαίου μεγέθους προγράμματα για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής παραμένουν καλύτερες από τις αντίστοιχες των περισσότερων άλλων κυβερνήσεων.
Θα ήταν καλύτερο να επικεντρωθεί στην συγκέντρωση δωρεών (οι οποίες σταθερά μειώνονται, εξέλιξη που ωθεί ομάδες οπως η Oxfam να πιέζουν τις κυβερνήσεις για επιπλέον χρηματοδότηση με χρήματα των φορολογουμένων) και να πάψει να χρησιμοποιεί αυτή την αντικαπιταλιστική ρητορική που ταιριάζει περισσότερο σε κάποιον ρητορικό όμιλο φοιτητών παρά στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της φτώχειας στον πλανήτη μας.
* * *
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο CapX.
Ο Len Shackleton είναι μέλος της εκδοτικής και ερευνητικής ομάδας του Institute of Economic Affairs και καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπάκινγκχαμ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 26 Ιανουαρίου 2021 και παρουσιάζεται στα αγγλικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs (IEA) και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.