Το καθολικό βασικό εισόδημα δεν αντιμετωπίζει την αιτία της αστικής φτώχειας

Το καθολικό βασικό εισόδημα δεν αντιμετωπίζει την αιτία της αστικής φτώχειας

Σε μια προσπάθεια να μειωθεί η φτώχεια στις πόλεις τους, 11 δήμαρχοι υπέγραψαν ένα έγγραφο που ζητά την εγγύηση ενός βασικού εισοδήματος για τα περισσότερα από 5 εκατομμύρια ανθρώπων που συλλογικά αυτοί εκπροσωπούν.

Η πρώτη πόλη των ΗΠΑ που προχώρησε σ’ αυτή την πρωτοβουλία ήταν το Στόκτον της Καλιφόρνιας, αλλά η προσπάθεια απέκτησε δυναμική δεδομένης της αύξησης της ανεργίας λόγω των περιοριστικών μέτρων στον ιδιωτικό τομέα από την κυβέρνηση.

Ενώ η πολιτική αυτή έχει καλές προθέσεις, δεν είναι σε καμία περίπτωση ο αποτελεσματικότερος τρόπος να εξαλειφθεί η φτώχεια από τις αμερικανικές πόλεις, και μακροπρόθεσμα μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες για τους ανθρώπους εκείνους που ελπίζουν οι δήμαρχοι να βοηθήσουν.

Καθώς ο COVID-19 άρχισε να σπέρνει τον όλεθρο στη χώρα, οι πολιτειακές κυβερνήσεις και οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης ξεκίνησαν να κλείνουν τις επιχειρήσεις εντός των συνόρων τους και οι οικονομολόγοι προέβλεψαν μια μαζική αύξηση της ανεργίας και κατά συνέπεια των ποσοστών φτώχειας.

Η ανεργία όντως αυξήθηκε, όμως λόγω της εισροής κρατικής βοήθειας ακόμη δεν είδαμε μια αντίστοιχη αύξηση στα ποσοστά φτώχειας. Πρόκειται όμως απλώς για μια καθυστέρηση και όχι για θεραπεία, καθώς τα ποσοστά αυτά θα αυξηθούν όταν η κρατική βοήθεια αρχίσει να αποσύρεται. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η εξέλιξη, μια ομάδα δημάρχων ξεκίνησε να ζητά την εφαρμογή εγγυημένου εισοδήματος στις πόλεις τους.

Αυτή η προσπάθεια έχει επικεφαλής τον δήμαρχο του Στόκτον, Michael Stubbs που εφάρμοσε το πρόγραμμα το 2019.

Το πρόγραμμα του Στόκτον παρέχει σε περίπου 130 κατοίκους της πόλης που βρίσκονται κάτω από το διάμεσο εισόδημα, ένα μηναίο επίδομα 500 δολαρίων χωρίς περαιτέρω όρους. Οι αρχικές έρευνες καταδεικνύουν ότι όσοι έλαβαν αυτά τα χρήματα τα δαπάνησαν σε καθημερινά έξοδα όπως οι μετακινήσεις, τα είδη πρώτης ανάγκης, η υγεία και το χρέος.

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Σταμπς, οι δήμαρχοι του Νιούαρκ στο Νιου Τζέρσι, της Κολούμπια στη Νότια Καρολίνα, της Ατλάντας στη Τζώρτζια, του Κόμπτον στην Καλιφόρνια, του Σαιντ Πωλ στη Μινεσότα, του Λος Άντζελες, του Τζάκσον στον Μισισιπή, του Σρέβεπορτ στη Λουιζιάνα και της Τακόμα στη Ουάσινγκτον συγκρότησαν τη συμμαχία των Δημάρχων υπέρ του Εγγυημένου Εισοδήματος.

Το Σικάγο, το Νιούαρκ και η Ατλάντα είχαν στο παρελθόν συγκροτήσει ειδικές ομάδες για τη διερεύνηση του ζητήματος και το δημοτικό συμβούλιο του Μιλγουόκι ενέκρινε ένα πιλοτικό πρόγραμμα εγγυημένου εισοδήματος.

Ένα εξέχον πρόβλημα που θα δημιουργήσει η λειτουργία αυτού του προγράμματος για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο είναι ότι, εκτός κι αν χρηματοδοτηθεί με ιδιωτικούς πόρους, η διατήρησή του θα αποδειχθεί εξαιρετικά ακριβή και θα απαιτήσει σημαντικές οριζόντιες αυξήσεις φόρων.

Η ιστοσελίδα της ομάδας μάλιστα το παραδέχεται αυτό καθώς αναφέρει ότι «υπάρχουν διάφοροι τρόποι να χρηματοδοτηθεί το εγγυημένο εισόδημα, από ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο όπου οι πολίτες επωφελούνται από κομμάτια εθνικών πόρων όπως το Μόνιμο Ταμείο της Αλάσκας, μέχρι την αύξηση των φορολογικών συντελεστών επί των πλουσιότερων Αμερικανών στα μέσα ιστορικά ποσοστά του 20ου αιώνα».

Η αύξηση των φόρων επί των επιχειρήσεων και των πλούσιων ατόμων μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των επενδύσεων σε άλλα πεδία όπως η κατάρτιση σε δεξιότητες, εξέλιξη που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό όπως επισημαίνει μελέτη του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ.

Το άλλο πρόβλημα είναι ότι ενώ το αρχικό ποσό μπορεί να μειώσει το σημερινό φορτίο που επωμίζονται οι οικογένειες χωρίς επαρκή εισοδήματα, καθώς το κόστος στέγασης συνεχίζει να αυξάνεται σε αυτές τις πόλεις και τις μητροπολιτικές περιοχές, θα αυξάνεται ομοίως και το κόστος διαβίωσης. Έτσι, εκτός και αν το εγγυημένο εισόδημα ακολουθεί το κόστος διαβίωσης, σε λίγα μόλις χρόνια δεν θα βοηθά ιδιαίτερα τις οικογένειες εκείνες που χρειάζονται περισσότερο την στήριξη.

Όπως επισημαίνει ο ετήσιος Δείκτης Επιπέδου Διαβίωσης του Urban Reform Institute, το 80% του κόστους διαβίωσης μπορεί να αποδοθεί στο κόστος στέγασης, και αυτό αυξάνεται λόγω της υπερβολικής ρύθμισης, ιδίως σε μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές.

Το διαρκώς αυξανόμενο κόστος στέγασης συχνά αποδίδεται στην «αγορά», αλλά στις περισσότερες μητροπολιτικές περιοχές στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ελεύθερη αγορά, αλλά μια αγορά που έχει τεχνητώς διογκωθεί από την κρατική παρέμβαση.

Οι πόλεις που εκδίδουν λιγότερες οικοδομικές άδειες περιορίζουν την προσφορά στέγης, η υποχρέωση ελάχιστων χώρων στάθμευσης σε νέες οικοδομές μειώνει το εμβαδόν ενός σπιτιού ή μιας επιχείρησης, και οι περιορισμοί περί ελάχιστης έκτασης οικοπέδου απαγορεύουν την υποδιαίρεση μεγάλων οικοπέδων για την κατασκευή πολλαπλών μονάδων. Όλα αυτά αυξάνουν το κόστος της κατασκευής το οποίο στη συνέχεια μετακυλίεται στον ενοικιαστή ή τον αγοραστή.

Σε πολλές περιοχές της χώρας, όπως στο Σαν Χοσέ, το Σαν Φρανσίσκο, το Σαν Ντιέγκο και το Λος Άντζελες, οι περιορισμοί έχουν οδηγήσει σε τόσο μεγάλη αύξηση το κόστος που λίγα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα πληρούν τα κριτήρια για να πάρουν υποθήκη για ένα σπίτι μέσης τιμής.

Ένα εγγυημένο εισόδημα της τάξης των 500 δολαρίων μηνιαίως δεν μειώνει το κόστος διαβίωσης, αλλά λειτουργεί ως υποκατάστατο που αποπροσανατολίζει από το πραγματικό πρόβλημα.

Οι δήμαρχοι της χώρας έχουν τα εργαλεία να αντιμετωπίσουν το κόστος διαβίωσης και να αυξήσουν το επίπεδο διαβίωσης για τους δημότες τους. Μέχρι να το κάνουν αυτό, κανένα ποσό κρατικής χρηματοδότησης ή επιδοτήσεων δεν θα εξαλείψει τη φτώχεια στις πόλεις τους.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Urban Reform.

--

Ο Charles Blaine είναι ο ιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του Urban Reform, μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης με έδρα το Χιούστον και εστίαση στις λύσεις της ελεύθερης αγοράς στα ζητήματα της αστικότητας.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 29 Δεκεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.