Γράφει ο David Henig
Με την ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα τον τελευταίο μήνα, μια πλήρης ανάλυση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων που θα έχει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στην παγκόσμια πολιτική ή την οικονομία φαίνεται πρόωρη, ιδιαίτερα δεδομένου του σχετικού σοκ.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να ξεκινήσουμε από τη βάση της ήδη προηγουμένως διαφαινόμενης εποχής αλλαγών. Υπάρχει επίσης ανάγκη να αντισταθούμε στη δημοφιλή δήλωση ότι η παγκοσμιοποίηση πέθανε, καθώς αυτή η απλούστευση συσκοτίζει τον τρόπο με τον οποίο οι νέες πραγματικότητες θα επηρεάσουν τις ευρείες συζητήσεις σχετικά με τις επιμέρους πολιτικές της ΕΕ που συζητούνται τώρα, ιδίως σε ό,τι αφορά τη στάθμιση ανάμεσα στον ανοιχτό χαρακτήρα και την αυτονομία της.
Μια τρίτη οικονομική εποχή μετά το 1945
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιτείνει την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής για την παγκόσμια οικονομία. Αυτό σε γενικές γραμμές μοιάζει με ένα τρίτο στάδιο μετά το τέλος του παγκοσμίου πολέμου το 1945, την ίδρυση παγκόσμιων θεσμών, τον κορπορατισμό και την ανάκαμψη και, στη συνέχεια, το ολοένα και μεγαλύτερο οικονομικό άνοιγμα που ενισχύθηκε από την τεχνολογία και περιορίζεται από τις αυξανόμενες ρυθμιστικές διαφορές.
Η σχέση μεταξύ αυτού που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «παλαιά δύση» και της Κίνας μπορεί να έχει κεντρική σημασία, αλλά υπάρχουν πολλά άλλα πιθανά θέματα που αναδύονται, όπως η βιωσιμότητα, η διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας που διευθύνεται από το κράτος και η εξισορρόπηση της οικονομικής πολυπλοκότητας έναντι της πολιτικής απλούστευσης.
Με βάση το παρελθόν, μπορεί να χρειαστεί κάποιος χρόνος ώστε για να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε πλήρως το πώς θα μοιάζει η νέα κατάσταση, και τα χρονοδιαγράμματα αυτού του μετασχηματισμού θα διαφέρουν μεταξύ των οικονομιών.
Το σίγουρο είναι πως, η αντίδραση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση φαίνεται να είναι βαθιά ριζωμένη. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ταχύτητα ανάπτυξης του εμβολίου κατά του Covid ήταν ένας μεγάλος θρίαμβος της διεθνούς συνεργασίας, αλλά το κύριο δίδαγμα που εξήγαγαν οι κυβερνήσεις ήταν αντιθέτως η ανάγκη για ανθεκτικότητα και παρέμβαση στις αλυσίδες εφοδιασμού, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν εύλογα στοιχεία ότι αυτό θα είχε αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα.
Τα σημάδια της αλλαγής μοιάζουν με αυτά που καταγράφηκαν κατά τη δεκαετία του 1970, όταν οι ιδέες της ελεύθερης αγοράς άρχισαν να επηρεάζουν έντονα τη συζήτηση. Τώρα το ιδανικό της ελεύθερης αγοράς είναι αυτό που βρίσκεται σε υποχώρηση, η σημασία των αξιών που αποκαλύπτονται από τη δύναμη των καταναλωτών να επιβάλλουν επιχειρηματικές αποφάσεις έναντι της Ρωσίας.
Η εμπορική πολιτική της ΕΕ είχε ήδη αρχίσει να αντικατοπτρίζει αυτή την υποχώρηση, και στοιχεία αυτής της αλλαγής μπορούμε επίσης να δούμε στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Κίνα. Εκεί που κάποτε προτεραιότητα ήταν η διαπραγμάτευση στενότερων εμπορικών εταιρικών σχέσεων, τώρα στη θέση της είναι η νατιβιστική θεώρηση της οικονομίας με διαφορετικά προσχήματα όπως η αυτονομία, το Brexit, η επιστροφή θέσεων εργασίας, τα οποία ιδίως στην ΕΕ συνδυάζονται με εξωεδαφικές ρυθμίσεις που επικεντρώνονται ιδιαίτερα στον περιβαλλοντισμό. Οι υφιστάμενοι παγκόσμιοι θεσμοί και κανόνες έχουν ταυτόχρονα υποβαθμιστεί σε σημασία, χωρίς ακόμη να υπάρχει μια σαφής αίσθηση ως προς το τι τυχόν θα τους αντικαταστήσει.
Ωστόσο, παρά την υποχώρηση αυτή, η παγκοσμιοποίηση δεν έχει πεθάνει. Η τεχνολογία που ήταν ο κύριος μοχλός της, η δυνατότητα που έχει μια εταιρείας παροχής υπηρεσιών σε άλλο μέρος του κόσμου να σας πουλά την εφαρμογή ή το παιχνίδι της, ή η δυνατότητα που έχουν κατασκευαστές εξιδικευμένων εξαρτημάτων για να αναπτύσσουν παγκόσμιες βάσεις πελατών, δεν έχει εξαφανιστεί. Η ατζέντα εμπορικής πολιτικής της ΕΕ θα έχει παγκόσμιο αντίκτυπο. Χρειάζεται αναθεώρηση ιδιαίτερα υπό το πρίσμα ενός νέου και δυνητικά διχασμένου κόσμου, στον οποίο οι φιλικές σχέσεις αποκτούν νέα σημασία.
Η επανεξέταση του ανοιχτού χαρακτήρα και της αυτονομίας στην εμπορική πολιτική της ΕΕ
Πολλοί στην ΕΕ θα υποστηρίξουν ότι η απάντησή της Ένωσης στην υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, οι μηχανισμοί που προτείνονται όπως τα μέσα κατά του καταναγκασμού και τα διεθνή μέσα προμηθειών, θα αρχίσουν να παρέχουν επίσης και τα εργαλεία που θα χρειαστούν για την ευημερία σ’ έναν κόσμο προφανώς πιο διχασμένο πλέον μετά τη ρωσική εισβολή.
Το αντεπιχείρημα είναι ότι η ανάγκη να επιδείξουμε αξίες που καταδεικνύουν στους υπάρχοντες και δυνητικούς νέους συμμάχους τη δική μας πλευρα σ’ αυτό το νέο χάσμα, την πλευρά ίσως ενός σύγχρονου φιλελευθερισμού, θα χρειαστεί την επανεξέταση της αμυντικότητας που χαρακτηρίζει αυτές τις πρωτοβουλίες, που συνεπάγεται την ανάγκη η πρόσβαση στην αγορά να είναι κατ’ ελάχιστον διαθέσιμη σε άλλους σε δίκαιη βάση. Χρειάζεται λοιπόν να συζητήσουμε υπό το πρίσμα των γεγονότων μια νέα ισορροπία μεταξύ του ανοιχτού χαρακτήρα και της αυτονομίας.
Η ΕΕ ξεκινά από ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο ανοιχτού χαρακτήρα και παγκόσμιας ολοκλήρωσης συγκριτικά με τις άλλες μεγάλες εμπορικές δυνάμεις. Έτσι, τα ρυθμιστικά μέτρα με εξωτερικές συνέπειες, όπως η συνοριακή προσαρμογή άνθρακα, η καταπολέμηση του καταναγκασμού, η αποψίλωση των δασών, η βιωσιμότητα και οι ξένες επιδοτήσεις μερικές φορές θεωρούνται απλώς ως κινήσεις νέας εξισορρόπησης.
Ενώ ο κατάλογος αυτός παρουσιάζει την Ευρώπη ως την ήπειρο με μακράν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη βιωσιμότητα, περιέχει ωστόσο και μια αντίφαση. Η αντιμετώπιση της έκτακτης κλιματικής ανάγκης απαιτεί διεθνή συνεργασία, όπως ακριβώς και οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Η ανάγκη εξεύρεσης ισορροπίας μεταξύ της εταιρικής σχέσης και των ανεξάρτητων μέτρων ήδη υπήρχε, αν και τώρα έχει ίσως ενισχυθεί. Είναι επίσης δύσκολο η ΕΕ να ενθαρρύνει βαθιές και εκτεταμένες παγκόσμιες συμμαχίες, ενώ ταυτόχρονα θέλει να συντάξει τους κανόνες προς όφελός της.
Υπάρχει η εύλογη ανησυχία ότι η ρυθμιστική ατζέντα της ΕΕ έχει προστατευτικές αποχρώσεις, ότι είναι ένας βολικός τρόπος για να εμποδίσει την είσοδο στην αγορά ενώ ταυτόχρονα να φαίνεται πως είναι με την πλευρά των καλών. Αυτό δεν θα βοηθήσει στη δημιουργία συμμαχιών. Χρειαζόμαστε μια διεθνή συνεργασία ως προς τις αξίες και τις ρυθμιστικές ατζέντες.
Η φαινομενικά μη συμβατή με τον ΠΟΕ συμφωνία χάλυβα και αλουμινίου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, πέρα από την υπονόμευση αυτού του παγκόσμιου θεσμού από τις ΗΠΑ, δεν βοηθά. Ακόμη περισσότερο μετά τις ενέργειες της Ρωσίας, δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε παγκόσμιους πολυμερείς θεσμούς που παρέχουν ένα βασικό θεμέλιο.
Υπάρχουν τρέχουσες πρωτοβουλίες μεταξύ κρατών με παρόμοιες αντιλήψεις, όπως το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΗΠΑ-ΕΕ και οι κοινές θέσεις με την Ιαπωνία σχετικά με τις κινεζικές επιδοτήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μια χρήσιμη αρχή για βαθύτερες εταιρικές σχέσεις. Ωστόσο, αυτά περιέχουν και αντιφάσεις, καθώς η ΕΕ και οι ΗΠΑ επιδιώκουν όλο και περισσότερο να χρησιμοποιήσουν ακριβώς το ίδιο είδος δημόσιων δαπανών που αποτέλεσε ζήτημα στην περίπτωση της Κίνας.
Τα γεγονότα του τελευταίου μήνα θα προκαλέσουν αναπόφευκτα περαιτέρω προβληματισμό σχετικά με αυτή τη σχέση με την Κίνα. Η άνοδός της ήταν ήδη ένας παράγοντας της υποχώρησης, ακόμα κι αν η τεχνολογία και η εγχώρια κατανομή μπορεί να έπαιξαν σημαντικότερο ρόλο. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μιλούν τώρα για άνευ προηγουμένου πιέσεις για να απομακρύνουν την παραγωγή από την Κίνα, αν όχι να επιστρέψουν πλήρως στις χώρες προέλευσής τους.
Αλλά η εξ ολοκλήρου εστίαση στην Κίνα ενέχει τον κίνδυνο να μετακινήσει υπερβολικά την ατζέντα της εμπορικής πολιτικής, μακριά από τις συμμαχίες γενικά και στην κατεύθυνση των αυτόνομων ενεργειών. Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες στις διάφορες στρατηγικές του Ινδο-Ειρηνικού που προωθήθηκαν από την ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια ήταν το πόσο λίγο αυτές φαινόταν να περιλαμβάνουν μια πραγματική αμφίδρομη συνεργασία με την περιοχή. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Χρειαζόμαστε συνεργάτες.
Ο ρόλος της ΕΕ στον ορισμό του περιεχομένου της παγκοσμιοποίησης
Η σκέψη του ρόλου που θα έχει η ΕΕ σ’ αυτό το διαφαινόμενο νέο στάδιο της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας σημαίνει επίσης την επανεξέταση της τωρινής της θέσης. Οι ΗΠΑ έχουν το δολάριο, τις στρατιωτικές δαπάνες που τους επέτρεπαν στο παρελθόν να λειτουργούν ως παγκόσμιος αστυνομός, μια κυρίαρχη πολιτιστική επιρροή και κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας, ενώ η Κίνα έχει τεράστιο πληθυσμό, παραγωγή υψηλής τεχνολογίας σε μεγάλη κλίμακα και παγκόσμια προγράμματα υποδομών.
Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, η ΕΕ έχει τον ρόλο του χώρου όπου βρίσκεται η μεγαλύτερη ομάδα πλούσιων χωρών και καταναλωτών, ενός ελκυστικού προορισμού για την παγκόσμια μεσαία τάξη και, ενδεχομένως κατ' επέκταση, της κορυφαίας ρυθμιστικής αρχής στον κόσμο.
Συνήθως υποτιμάται το πόσο συνέβαλε θετικά η θέση στην τοποθέτηση και των εταιριών και των καταναλωτών της ΕΕ ώστε να ωφεληθούν από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, και συνεπώς υποτιμώνται ταυτόχρονα και οι κίνδυνοι από το ενδεχόμενο κλείσιμο των αγορών. Η ΕΕ έχει έχει ωφεληθεί όσο και η Κίνα είτε πρόκειται για τις τεράστιες επιλογές των καταναλωτών είτε για την παγκόσμια καθιέρωση εμπορικών σημάτων. Αυτό της παρέχει επίσης και μια ισχυρή θέση για να επηρεάσει το μέλλον.
Η ανάγκη να ενισχύσει η ΕΕ την ελκυστικότητα της προσφοράς της σε αντίθεση με τις απολυταρχίες που φαίνεται να φέρουν μαζί τους δώρα σημαίνει αναγκαστικά κάποια μορφή ανοιχτού χαρακτήρα της οικονομίας, μια βάση για την συμμετοχή και άλλων χωρών. Οι νέες διεθνείς εταιρικές σχέσεις πρέπει να προχωρήσουν πέρα από το μάλλον κουρασμένο μοντέλο των Συμφωνιών Ελεύθερων Συναλλαγών προς την κατεύθυνση μιας ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης που στηρίζεται σε ένα ευρύ φάσμα συνεργασίας.
Το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας γίνεται έτσι ένα μοντέλο που πρέπει να διευρυνθεί με πολύ περισσότερες χώρες, ίσως σε έναν ανοιχτό και συντονισμένο πολυμερή χαρακτήρα όπως έχει προτείνει εδώ και καιρό η Νέα Ζηλανδία. Πρέπει να εγκαταλείψουμε παλιές διαφωνίες όπως τίνος τα πρότυπα διατροφής είναι καλύτερα ή χειρότερα. Πάντα θα υπάρχουν τέτοιες διαφορές απόψεων, αλλά δεν πρέπει να είναι σημαντικότερες από τις κοινές δεσμεύσεις.
Ακόμη, η αυξημένη συνειδητοποίηση της παγκόσμιας πραγματικότητας, για παράδειγμα της πολυπλοκότητας των αποφάσεων που αφορούν τις αλυσίδες εφοδιασμού και το ρυθμιστικό κράτος, είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη καλύτερων πολιτικών απαντήσεων.
Θα μπορούσαμε σχεδόν να υποστηρίξουμε ότι η σύγχρονη ανοιχτή οικονομία συνεπάγεται την αλληλεπίδραση της κυβέρνησης, των καταναλωτών, των επιχειρήσεων και άλλων παραγόντων. Οι εταιρείες θα σταθμίζουν διάφορους παράγοντες στη λήψη των αποφάσεών τους, σε ένα είδος σύγχρονου κορπορατισμού που μάλλον χρειάζεται περισσότερη δουλειά προκειμένου να οριστεί το περιεχόμενό του.
Οι δράσεις της κυβέρνησης για την παροχή καλών θέσεων εργασίας και ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου είναι ήδη δύσκολη σε αυτό το περίπλοκο περιβάλλον και θα γίνει ακόμη δυσκολότερη λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού που οφείλεται ως ένα βαθμό στο κλείσιμο των αγορών.
Η επέκταση των τομέων της άμυνας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα έχει κάποιο αποτέλεσμα στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής. Η Πράσινη Συμφωνία, η απομάκρυνση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ιδίως δεδομένης της προέλευσής μεγάλου μέρους αυτών των καυσίμων, αποκτά τώρα μεγαλύτερη επιτακτικότητα.
Είναι σαφές ότι αυξάνονται οι ανησυχίες για τον παγκόσμιο οικονομικό αντίκτυπο από το ενδεχόμενο η Κίνα να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ρωσίας ως προς επιθετικότητα.
Τόσο το δυτικό μπλοκ όσο και η Κίνα σκέφτονται πώς θα μπορούσε να προχωρήσει υλικοτεχνικά η αποσύνδεσή τους, ενώ ταυτόχρονα θέλουν να παραμείνουν στο παγκόσμιο περιβάλλον. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε μια νέα κούρσα επιδοτήσεων, αλλά προς το παρόν οι οικονομίες είναι πιθανό να παραμείνουν αλληλένδετες ενώ σταδιακά να προετοιμάζουν τη δυνατόητα μιας γρήγορης αλλαγής, εάν αυτό χρειαστεί.
Η προσδοκία ενός πιο επίσημου παγκόσμιου χάσματος δεν πρέπει ωστόσο να λειτουργήσει ως αφορμή εγκατάλειψης των παγκόσμιων κανόνων. Πρέπει να υπάρξει ένας τρόπος με τον οποίο οι αγορές να είναι ανοιχτές σε όσους τηρούν τους ευρέως καθορισμένους κανόνες, ιδίως ώστε οι μικρότερες χώρες να μην επηρεαστούν αρνητικά από τέτοιες παγκόσμιες πολιτικές ισχύος. Η ανάγκη αυτή υπογραμμίζει τη διαρκή σημασία του ΠΟΕ, η οποία πρέπει να υπενθυμιστεί ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Συμπέρασμα
Τελικά, η οικονομία δείχνει πάντα στην κατεύθυνση του ανοίγματος του εμπορίου, ενώ η πολιτική κλίνει όλο και περισσότερο στην κατεύθυνση του προστατευτισμού, ιδιαίτερα ως απάντηση στην ιδέα ότι η Κίνα «κέρδισε» το παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης. Η κρίση της Ουκρανίας ενισχύει το αντεπιχείρημα υπέρ του ανοιχτού χαρακτήρα και της οικοδόμησης ευρειών συμμαχιών, ασφάλειας, δημοκρατίας και βιωσιμότητας.
Η ΕΕ πρέπει να κάνει εμπόριο - αυτό δεν πρέπει να θεωρείται εξάρτηση, αλλά επιρροή. Χρειαζόμαστε ακόμα το ανοιχτό μέρος της ανοιχτής στρατηγικής αυτονομίας, και χρειάζεται επίσης να προσέχουμε ώστε το κομμάτι της αυτονομίας να μην έχει ως αποτέλεσμα να χάσουμε πιθανούς φίλους.
--
*O David Henig είναι ο διευθυντής του UK Trade Policy Project.
**Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στις 22 Μαρτίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του ECIPE και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.