Του Stephen Davies
Ο καπιταλισμός ως οικονομικό σύστημα είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό της οικονομικής νεοτερικότητας. Κανένας άλλος τρόπος οργάνωσης μιας σύγχρονης οικονομίας δεν αποδείχθηκε επιτυχημένος. Οι φιλελεύθεροι σε μεγάλο βαθμό υποστηρίζουν και υπερασπίζονται τον καπιταλισμό έναντι των επικριτών του, ενώ επιχειρηματολογούν υπέρ μιας καθαρότερης και λιγότερο συμβιβαστικής εκδοχής του.
Ο όρος καπιταλισμός χρησιμοποιείται ευρέως στον σύγχρονο οικονομικό και πολιτικό διάλογο. Ενώ αρχικά είχε υποτιμητική χροιά, από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα απέκτησε ουδέτερο περιεχόμενο και χρησιμοποιείται πλέον τόσο από τους υποστηρικτές όσο και από τους επικριτές του φαινομένου που περιγράφει. Σε γενικές γραμμές ο καπιταλισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει το οικονομικό σύστημα στο οποίο τα μέσα παραγωγής (τα συσσωρευμένα ιδιοκτησιακά στοιχεία ή το κεφάλαιο) ανήκουν σε ιδιώτες και η χρήση αυτών των ιδιοκτησιακών στοιχείων στην παραγωγική διαδικασία καθορίζεται από τις αποφάσεις των ιδιοκτητών τους. Ένα δεύτερο μέρος του ορισμού του καπιταλισμού, που χρησιμοποιείται περισσότερο από τους υποστηρικτές απ' ό,τι από τους επικριτές του, είναι ότι οι αποφάσεις πρέπει να είναι εθελούσιες, όπως αυτό αντανακλάται στις συναλλαγές και τις συμφωνίες που κάνει κανείς ελεύθερα. Αν υποθέσουμε ότι οι ιδιοκτήτες (αυτοί που προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες σε άλλους) κατά κανόνα επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τις αποδόσεις των ιδιοκτησιακών τους στοιχείων, τότε η οικονομική δραστηριότητα σε μεγάλο βαθμό θα καθοδηγείται από την αγορά, δηλαδή θα καθορίζεται από τις επιλογές των καταναλωτών και των παραγωγών σε ένα σύστημα ελεύθερων συναλλαγών ή “σχέσεων αγοράς”. Αυτές οι σχέσεις παράγουν τις τιμές, οι οποίες λειτουργούν ως σήματα, και οι αποφάσεις των ιδιοκτητών σε μεγάλο βαθμό θα αποτελούν απαντήσεις σ' αυτού του είδους τα σήματα.
Αυτός ο ευρέως χρησιμοποιούμενος και κατανοητός ορισμός παρουσιάζει όμως και κάποια προβλήματα. Πρόκειται ως έναν βαθμό για έναν “ιδεατό τύπο” που δεν αντανακλά την περισσότερο ακατάστατη και περίπλοκη πραγματικότητα. Ακόμη σοβαρότερα, καθιστά τον καπιταλισμό σχεδόν συνώνυμο με την οικονομία της αγοράς - δηλαδή του οποιουδήποτε οικονομικού συστήματος που βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία και τη συναλλαγή. Αυτή η σχεδόν ταύτιση μπορεί να είναι παραπλανητική και καταδεικνύει μια έλλειψη κατανόησης της ιστορικότητας τόσο του όρου, όσο και του φαινομένου, καθώς η λέξη αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε ευρέως παρά μόνο από τον ύστερο 19ο αιώνα και μετά. Ο καπιταλισμός ως οικονομικό σύστημα είναι μια ειδική μορφή της οικονομίας της αγοράς, με κάποια διακριτά χαρακτηριστικά, που εμφανίστηκε κατά τον 19ο αιώνα και, όπως πολλοί υποστηρίζουν, δεν πραγματώθηκε πλήρως μέχρι τη δεκαετία του 1920.
Η ίδια η λέξη καπιταλισμός έχει σχετικά πρόσφατη προέλευση. Ίσως προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Μαρξ δεν τη χρησιμοποίησε σε κανένα από τα δημοσιευμένα έργα του, παρά μόνο σε κάποια από την αλληλογραφία του προς το τέλος της ζωής του. (Βεβαίως, χρησιμοποίησε τον όρο κεφάλαιο για να αναφερθεί στους παραγωγικούς πόρους, και μερικές φορές αναφέρθηκε στους καπιταλιστές, αν και συχνότερα αναφερόταν στην αστική τάξη). Σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης σε έντυπο ήταν από τον William Makepeace Thackeray, στο σατιρικό του μυθιστόρημα The Newcomes το 1854. Ο όρος όμως δεν χρησιμοποιήθηκε ευρέως μέχρι και τη δεκαετία του 1890, και η πρώτη εκτεταμένη χρήση του ως περιγραφικός και περιγραφικός όρος έγινε το 1902 στο έργο του Werner Sombart Der Moderne Kapitalismus. Σύντομα υιοθετήθηκε ευρέως, και μέχρι τη δεκαετία του 1920 είχε γίνει ο συνήθης όρος για την καθεστηκυία κατάσταση την οποία αμφισβητούσε το νέο σοσιαλιστικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης και τα σοσιαλιστικά κόμματα ανά τον κόσμο. Μέχρι την δεκαετία του 1920, οι περισσότεροι από τους επικριτές του σοσιαλισμού ή των προτάσεων για κρατική παρέμβαση δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη καπιταλισμός για να περιγράψουν το είδος του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος που υποστήριζαν.
Αντίθετα, ο όρος που προτιμούσαν ήταν συνήθως ο ατομικισμός (individualism). Ο καπιταλισμός, για συγγραφείς όπως ο Sombart ήταν υβριστικός όρος αλλά, όπως συμβαίνει συχνά, σύντομα υιοθετήθηκε ως έμβλημα τιμής από τους ανθρώπους εναντίον των οποίων στόχευε. Ένα από τα πρώτα παραδείγματα αυτής της χρήσης, είναι το βιβλίο Confessions of a Capitalist (Εξομολογήσεις ενός καπιταλιστή), του Άγγλου εκδότη και διανοητικού ακτιβιστή Sir Ernest Benn το 1925. Σύντομα ακολούθησαν και άλλοι. Ακόμη κι έτσι, πολλοί προτιμούσαν να χρησιμοποιούν όρους όπως η ελεύθερη επιχειρηματικότητα ή το ανταγωνιστικό σύστημα. Μόνο κατά την δεκαετία του 1960 άρχισε ο όρος να χρησιμοποιείται και από τις δύο πλευρές. Κομβικό ρόλο σ' αυτή τη διαδικασία είχε η έκδοση το 1962 του βιβλίου του Milton Friedman Capitalism and Freedom (Καπιταλισμός και Ελευθερία), ενός από τα πρώτα εκλαϊκευτικά βιβλία που χρησιμοποίησε τον όρο με ξεκάθαρη θετική χροιά. Ένα άλλο σημαντικό ορόσημο ήταν η συλλογή δοκιμίων της Ayn Rand και άλλων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και ο Alan Greenspan, με τίτλο Capitalism: The Unknown Ideal.
Χονδρικά από την δεκαετία του 1920, ο καπιταλισμός απέκτησε σε γενικές γραμμές το περιεχόμενο ενός συστήματος που συνδυάζει την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής με τη διαμόρφωση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω των συναλλαγών της αγοράς. Αυτή η χρήση έχει τις απαρχές της στη διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών των διάφορων ειδών σοσιαλισμού (που υποστήριζαν την απαλλαγή μας από ένα ή και τα δύο αυτά στοιχεία) και όσων διαφωνούσαν με τον σοσιαλισμό για διάφορους λόγους. Η χρήση αυτή όμως είναι βαθιά προβληματική. Όταν δεν χρησιμοποιείται απλώς με την έννοια του “πώς είναι σήμερα τα πράγματα”, ταυτίζει τον καπιταλισμό με την οικονομία της αγοράς, και πράγματι πολλοί συγγραφείς αντιμετωπίζουν τους δύο αυτούς όρους ως συνώνυμους. Υπάρχουν δύο προβλήματα μ' αυτή την πρακτική: Το πρώτο και συγκριτικά λιγότερο σημαντικό, είναι ότι ο προηγούμενος ορισμός δεν αντιστοιχεί στη σημερινή ακατάστατη πραγματικότητα της τρέχουσας, σύγχρονης οικονομικής ζωής. Κυρίως, παραγνωρίζει τον συχνά εξέχοντα ρόλο του κράτους και τους τρόπους με τους οποίους οι ιδιοκτήτες τω πόρων αποκτούν και χρησιμοποιούν πολιτική ισχύ προς το συμφέρον τους, ανταποκρινόμενοι συχνά στα πολιτικά σήματα εξίσου με τα αντίστοιχα σήματα της αγοράς. Αυτό ισχύει, αλλά δεν θέτει σε αμφισβήτηση τη συχνή χρήση του όρου ως βεμπεριανού ιδεατού τύπου, σε αντιδιαστολή με τον εξίσου αφηρημένο ιδεατό τύπο του σοσιαλισμού ή της οικονομίας των εντολών.
Το πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα αφορά το γεγονός ότι η τρέχουσα χρήση του όρου καπιταλισμός είναι σε μεγάλο βαθμό ανιστορική. Αυτό το σχόλιο μπορεί να ακούγεται περίεργο δεδομένης της εκτεταμένης πλέον ιστοριογραφίας, αλλά σε μεγάλο βαθμό ισχύει. Αν ο καπιταλισμός είναι ο συνδυασμός της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της κατανομής από την αγορά, δηλαδή λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα με την οικονομία της αγοράς, τότε το πρόβλημα είναι να τον εντοπίσουμε ιστορικά. Τόσο η ιδιωτική ιδιοκτησία, όσο και οι αγορές υπήρξαν σχεδόν σε κάθε περίοδο της καταγεγραμμένης ιστορίας - οι περιστάσεις μάλιστα όπου ένα, ή και τα δύο απ' αυτά τα φαινόμενα απουσίαζαν, είναι σπάνιες. Η δυσκολία έγκειται στο ότι οι διαφορές μεταξύ, για παράδειγμα, της μεσαιωνικής ή της πρώιμης νεότερης ευρωπαϊκής οικονομίας και της αντίστοιχης σημερινής είναι τόσο μεγάλες, ώστε το να χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος για να τις περιγράψει και τις δύο αφαιρεί το όποιο περιεχόμενο από τη λέξη. Οι μαρξιστές προσπαθούν να αποφύγουν αυτό το πρόβλημα χρησιμοποιώντας τον καπιταλισμό ως την ονομασία ενός από τα διαδοχικά στάδια της οικονομικής εξέλιξης στο ιστορικό σχήμα του Μαρξ. Υποστηρίζουν ότι ο πρωτόγονος κομμουνισμός ακολουθείται από τις αρχαίες οικονομίες που βασίζονται στη δουλεία, μετά από τον φεουδαλισμό που βασίζεται σε σχέσεις υποτέλειας, ο οποίος στη συνέχεια δίνει τη θέση του στον καπιταλισμό, που βασίζεται στις σχέσεις αγοράς. Σε κάθε στάδιο, υπάρχει μια κυρίαρχη τάξη που ελέγχει τον βασικό συντελεστή της παραγωγής (δηλαδή οι δουλοκτήτες / γαιοκτήμονες / καπιταλιστές). Αυτό το σχήμα καθιστά τον καπιταλισμό ένα διακριτό στάδιο στην οικονομική ιστορία.
Μ' αυτό τον τρόπο όμως, ξεφεύγουμε από το πρόβλημα μόνο φαινομενικά. Η εμπειρική έρευνα αποκαλύπτει ότι οι αγορές και η συσσώρευση παραγωγικών ιδιοκτησιακών στοιχείων (κεφαλαίου) από ιδιώτες ιδιοκτήτες μπορούν να εντοπιστούν στις περισσότερες εποχές και τοποθεσίες, και καθίσταται σχεδόν αδύνατο να χρονολογηθεί αυτή η περιοδολόγηση. Οι μαρξιστές ιστορικοί, ακολουθώντας τον Μαρξ, έχουν κατά καιρούς εντοπίσει τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στον 14ο, τον 17ο, και τον 18ο αιώνα Οι μη μαρξιστές ιστορικοί έχουν προσπαθήσει να διακρίνουν μεταξύ του βιομηχανικού καπιταλισμού του σύγχρονου κόσμου και των προηγούμενων εκδοχών του, τις οποίες περιγράφουν ως αγροτικό ή εμπορικό καπιταλισμό. Ξανά, αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν αυτά χρονολογικά, κι αυτή η ασάφεια μειώνει τον καπιταλισμό σε έναν ακόμη όρο για την οικονομική δραστηριότητα που βασίζεται στη συναλλαγή.
Η λύση σ' αυτό τον γρίφο, που δίνει στον όρο του καπιταλισμού μια πιο ακριβή σημασία και εμπλουτίζει έτσι την κατανόησή μας για τον σύγχρονο κόσμο, βρίσκεται στη διάκριση ανάμεσα στις κατηγορίες της αγοράς, της οικονομίας της αγοράς, και του καπιταλισμού. Το καλύτερο παράδειγμα της ανάλυσης αυτού του τύπου βρίσκεται στο μνημειώδες τρίτομο έργο του Fernand Braudel Υλικός Πολιτισμός και Καπιταλισμός. Οι οικονομικές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν εμπόριο και συναλλαγές υπήρχαν σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Παρ' όλα αυτά δεν είναι το μόνο είδος οικονομικής δραστηριότητας. Υπάρχει ακόμη το εύρος των φαινομένων που είναι οικονομικά εφόσον αφορούν τον χειρισμό σπάνιων πόρων για την αύξηση του πλούτου, αλλά δεν αφορούν εμπόριο, συναλλαγή, ή χρήμα. Αυτού του είδους η δραστηριότητα ανήκει στη οικιακή ή καθημερινή ζωή και είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της οικονομίας της επιβίωσης, όπως για παράδειγμα στην Ευρώπη της εποχής του Καρλομάγνου.
Μια οικονομία όπου οι σχέσεις εμπορίου είναι ευρέως διαδεδομένες ή ακόμη και κυρίαρχες είναι οικονομία της αγοράς. Η τάξη όμως των οικονομιών της αγοράς ή, για να το πούμε αλλιώς, των οικονομικών συστημάτων που βασίζονται στην αγορά, είναι μεγάλη και ποικιλόμορφη, τόσο στην θεωρία όσο και ως προς τα πραγματικά ιστορικά της παραδείγματα. Έτσι, η μερκαντιλιστική οικονομία της αγοράς του κλασικού ισλαμικού κόσμου είναι διαφορετική τόσο από τον αρχαίο προκάτοχό της, όσο και από το σύγχρονο είδος της οικονομίας της αγοράς. Σ' αυτό το πλαίσιο της σκέψης, ο καπιταλισμός είναι μια ειδική μορφή της οικονομίας της αγοράς με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Επίσης, εντοπίζεται ιστορικά καθώς εμφανίστηκε σε έναν συγκεκριμένο και εντοπίσιμο χρόνο και τόπο.
Αν όλα τα είδη της οικονομίας της αγοράς χαρακτηρίζονται από την ιδιωτική ιδιοκτησία και τη συναλλαγή, ποια είναι τότε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής εκδοχής; Αν κοιτάξουμε το πώς εξελίχθηκε η σύγχρονη οικονομία, αρχικά στην βορειοδυτική Ευρώπη και αργότερα ευρύτερα, κάποιοι θεσμοί ξεχωρίζουν. Αυτοί οι διακριτοί και ιστορικά συγκεκριμένοι θεσμοί είναι που ορίζουν το είδος της οικονομίας της αγοράς που εντέλει ονομάστηκε καπιταλισμός. Ο πιο σημαντικός απ' αυτούς είναι η ύπαρξη μιας αγοράς για επενδύσεις. Είναι ιστορικά κοινό φαινόμενο να υπάρχουν θεσμοί που επιτρέπουν στα άτομα να επενδύουν σε μια επιχείρηση και έτσι να κατοχυρώνουν μια αξίωση σε ένα μέρος του πλούτου ή του εισοδήματος που δημιουργείται από αυτή. Στον καπιταλισμό αυτές οι αξιώσεις (μετοχές ή συμμετοχές) είναι πλήρως εμπορεύσιμες, μπορούν να αγοραστούν και να πωληθούν όπως το οποιοδήποτε άλλο εμπορικό προϊόν και συναλλάσσονται σε περίπλοκες αγορές. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί μια αγορά επενδύσεων που ιστορικά οδήγησε σε πολύ μεγαλύτερα επίπεδα επενδύσεων και συσσώρευσης κεφαλαίου απ' ό,τι σε άλλες μορφές της οικονομίας της αγοράς. Στενά συνδεδεμένο μ' αυτό είναι ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, η οργάνωση της πολύ μεγάλης κλίμακας παραγωγής μέσω μεγάλων εταιριών, η οποία βασίζεται στις δύο αρχές της περιορισμένης ευθύνης και της αέναης διαδοχής. Κι εδώ είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε τον καπιταλισμό με τον εμπορικό τύπο της οικονομίας της αγοράς που κυριαρχούσε πριν από τα μέσα του 18ου αιώνα.
Μεγάλες εταιρίες υπήρχαν στη μεσαιωνική και την πρώιμη νεοτερική Ευρώπη (όπως αυτές των οικογενειών των Μεδίκων και των Fugger), αλλά επρόκειτο κατ' ουσίαν για μεγάλες οικογενειακές επιχειρήσεις οικοδομημένες γύρω από σχέσεις συγγένειας και συμμαχίες μεταξύ εμπόρων. Στον καπιταλισμό, η εταιρία γίνεται ολοένα και περισσότερο μια δομημένη και απρόσωπη οργάνωση της μορφής που περιγράφουν διάφοροι συγγραφείς όπως ο Peter Drucker και ο Alfred Chandler. Αυτές οι οργανώσεις μπορεί να διοικούνται από επαγγελματίες της διοίκησης, που επιτελούν αυτή τη λειτουργία. Η κεντρική μορφή στον καπιταλισμό, είτε ως μέλος της διοίκησης είτε ως ιδιοκτήτης/επενδυτής, είναι ο επιχειρηματίας, που εντοπίζει κενά στην αγορά και εκμεταλλευόμενος αυτά συντονίζει την προσφορά και τη ζήτηση, και, πράγμα ακόμη σημαντικότερο, ηγείται της διαδικασίας της “δημιουργικής καταστροφής” ή της διαρκούς καινοτομίας που αποτελεί επίσης ένα εξέχον χαρακτηριστικό του καπιταλισμού.
Το τέταρτο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι η μαζική κατανάλωση και παραγωγή, που γίνεται εφικτή εν μέρει από την αύξηση της αποδοτικότητας η οποία οφείλεται στα δύο πρώτα χαρακτηριστικά. Τέλος, τεράστια σημασία, μολονότι δεν της δίνεται συχνά η σημασία που της αρμόζει, έχει ο κυρίαρχος ρόλος που διαδραματίζει η μισθωτή εργασία στις αγορές εργασίας του καπιταλισμού. Ιστορικά, ενώ η αμειβόμενη εργασία, σε αντιδιαστολή προς τη δουλεία, τη φεουδαλική δουλοπαροικία και άλλες μορφές απλήρωτης εργασίας, ήταν κοινή, συνήθως έπαιρνε τη μορφή δεσμευμένης εργασίας (indentured labor) με μακροχρόνια και ιδιαίτερα περιοριστικά συμβόλαια μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου. Σήμερα, μόνο οι υψηλόμισθοι επαγγελματίες αθλητές και διασκεδαστές εργάζονται με αυτού του είδους την οργάνωση - με εξέχοντα παραδείγματα τους Ευρωπαίους ποδοσφαιριστές και τους Αμερικανούς ηθοποιούς του κινηματογράφου.
Η καπιταλιστική μορφή της οικονομίας της αγοράς αναπτύχθηκε αρχικά στη βορειοδυτική Ευρώπη στο διάστημα μεταξύ του 1720 και του 1860. Υπήρξε εξέλιξη της προϋπάρχουσας εμπορικής οικονομίας της αγοράς, που βρισκόταν σε μια διαδικασία σταδιακής αλλαγής, αλλά εντέλει οδηγήθηκε σε έναν ριζικό μετασχηματισμό διάφορων υφιστάμενων οικονομικών θεσμών. Δύο κομβικές πτυχές αυτής της μετεξέλιξης ήταν η εμφάνιση των κεφαλαιακών αγορών από το 1690 και έπειτα, και η εμφάνιση της σύγχρονης εταιρίας μετά τη δεκαετία του 1690 και ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του βρετανικού νόμου περί εταιριών (British Companies Act) το 1862. Αυτές οι αλλαγές έγιναν εφικτές λόγω της προηγούμενης ιστορικής περιόδου της Ευρώπης, οπότε παρήχθη ένα εύρος θεσμών που ευνόησαν την οικονομική καινοτομία, την αποταμίευση, την επένδυση και πάνω απ' όλα, τα ασφαλή και εφαμόσιμα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, καθώς και μια νομοκρατία που οριοθετούσε και περιόριζε την πολιτική εξουσία.
Η μετάβαση όμως από μια εμπορική οικονομία της αγοράς σε μια καπιταλιστική δεν ήταν αναπόφευκτη, και δεν πρέπει να θεωρούμε την σύγχρονη οικονομία ως έναν στόχο προς τον οποίο κατευθυνόταν όλη η προηγούμενη ευρωπαϊκή ιστορία. Ένας τέτοιος μετασχηματισμός δεν είχε συμβεί σε άλλες οικονομίες που βασίζονταν στην αγορά όπως η κινεζική, και ένας κρίσιμος παράγοντας γι' αυτό φαίνεται πως ήταν η διαρκής πολιτική διαίρεση της Ευρώπης καθώς τα επιμέρους κράτη προσπαθούσαν να εμπεδώσουν τη θέση τους ως η κυρίαρχη δύναμη. Αυτή η πολιτική διαίρεση οδήγησε σε ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών, ο οποίος περιελάμβανε και τους θεσμούς, και εμπόδισε την όποια δύναμη να σταματήσει την οικονομική αλλαγή, όπως συνέβη στην Κίνα.
Μια θέση που πρόσφατα έγινε εκ νέου δημοφιλής, υποστηρίζει ότι η εμφάνιση του καπιταλισμού συνιστούσε μια πραγματικά ριζοσπαστική ρήξη με όλα τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα. Αυτό το επιχείρημα, που εντέλει πηγάζει από το έργο του Karl Polanyi The Great Transformation, αποτελείται από δύο στοιχεία. Το πρώτο από αυτά είναι ο ισχυρισμός ότι, πριν από τα τέλη του 18ου αιώνα ο ρόλος των εμπορικών ή συναλλακτικών σχέσεων (δηλαδή των αγορών) ήταν περιορισμένος, με το σύνολο των συναλλαγών στις αγορές να “ενσωματώνεται” (δηλαδή να υπάγεται) σε άλλα είδη κοινωνικών σχέσεων. Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ιδιαίτερα ότι η γη και η εργασία δεν ήταν ελεύθερα εμπορεύσιμα αγαθά. Η εμπειρική έρευνα καταδεικνύει ότι αυτή η υπόθεση είναι ξεκάθαρα εσφαλμένη. Όπως ήδη επεσήμανα, οι αγορές και οι συναλλακτικές σχέσεις υπήρξαν κεντρικό χαρακτηριστικό των περισσότερων πολιτισμών στον κόσμο για το μεγαλύτερο μέρος της καταγεγραμμένης ιστορίας.
Η ελεύθερη συναλλαγή τόσο γης, όσο και εργασίας, μπορεί να εντοπιστεί στη μεσαιωνική Αγγλία και τις Κάτω Χώρες, καθώς και σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως την Κίνα της εποχής Σονγκ (960 - 1279 μ.Χ.). Ο δεύτερος ισχυρισμός είναι ότι η ανάδυση της καπιταλιστικής οικονομίας περιλάμβανε την εμφάνιση ενός νέου είδους ανθρώπινης ορθολογικότητας, ενός τρόπου να σκεφτόμαστε και να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο που δεν υπήρχε προηγουμένως. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης, η ευρωπαϊκή κοινωνία πριν από τα τέλη του 18ου αιώνα (και κατ' επέκταση και άλλες κοινωνίες αλλού στον κόσμο) δεν χρησιμοποιούσε “οικονομική ορθολογικότητα), αλλά σκεφτόταν κυρίως με όρους μιας “ηθικής οικονομίας” που διέπετο από μη οικονομικά ενδιαφέροντα. Ξανά, αυτή η ιδέα δεν υποστηρίζεται από την εμπειρική έρευνα, η οποία καταδεικνύει αντίθετα ότι οι άνθρωποι πριν τον 19ο αιώνα ενδιαφέρονταν περισσότερο, και όχι λιγότερο, για τον οικονομικό υπολογισμό. Ο νεωτερισμός του καπιταλιστικού τύπου της οικονομίας της αγοράς δεν πρέπει να μας οδηγεί στο να υπερβάλλουμε για τον νεωτερισμό αυτό, ούτε να πιστεύουμε ότι κατά κάποιον τρόπο εμφανίστηκε ξαφνικά στο προσκήνιο πλήρως διαμορφωμένος.
Κατά κανόνα, οι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν έντονα τον καπιταλισμό. Έχουν αυτή τη θέση εν μέρει διότι βλέπουν τον καπιταλισμό ως ανώτερο έναντι των διαθέσιμων εναλλακτικών, αλλά η υποστήριξή τους έχει πιο θετικό χαρακτήρα απ' ό,τι αν απλώς θεωρούσαν τον καπιταλισμό ως “το χειρότερο σύστημα αν εξαιρέσουμε όλα τα υπόλοιπα”. Οι φιλελεύθεροι βλέπουν τον σύγχρονο καπιταλισμό ως μια ουσιώδη ή αναγκαία συνθήκη τόσο της ελευθερίας, όσο και της καλής ζωής. Υποστηρίζουν επίσης ότι είναι ένα ενάρετο και ηθικώς υπερασπίσιμο οικονομικό σύστημα που διατυπώνει ένα σώμα ηθικών αξιών ή αρετών εξίσου συνεπών και αξιοθαύμαστων όσο και οποιοδήποτε άλλο. Μερικοί φιλελεύθεροι θεωρούν την υποστήριξη του καπιταλιστικού συστήματος ως την αναγκαία συνέπεια κάποιων δεδομένων αξιωματικών πεποιθήσεων, όπως την ύπαρξης ενός συνόλου εγγενών φυσικών δικαιωμάτων. Άλλοι προτιμούν να υπογραμμίζουν τις επωφελείς συνέπειές του. Η πιο προφανής απ' αυτές είναι η σημαντική αύξηση της πρακτικής γνώσης και του πλούτου που σημειώθηκε από την εμφάνισή του.
Πέραν του ότι ο καπιταλισμός οδήγησε σε μια τεράστια βελτίωση της ποιότητας ζωής των καθημερινών ανθρώπων, παρήγαγε και ξεκάθαρα οφέλη σε ό,τι αφορά την ελευθερία. Αυξάνει σημαντικά το δυναμικό των ατόμων, δηλαδή την ικανότητά τους να πραγματοποιούν τους στόχους τους. Μαζί με άλλους παράγοντες, όπως η μεγαλύτερη κινητικότητα και η ευρύτερη διάχυση της γνώσης, αυξάνει και το εύρος των διαθέσιμων επιλογών στους ανθρώπους, οι ζωές των οποίων 300 χρόνια πριν θα προσδιορίζονταν κατά κανόνα τη στιγμή της γέννησής τους. Ο καπιταλισμός σχετίζεται επίσης και με άλλες αλλαγές στον σύγχρονο κόσμο τις οποίες οι φιλελεύθεροι καλοδέχονται, όπως κατεξοχήν την εξάλειψη της δουλείας και των άλλων μορφών ανελεύθερης εργασίας, τη χειραφέτηση των γυναικών και την μεταφορά της θρησκευτικής πίστης στην ιδιωτική σφαίρα.
Παρά τις θετικές αυτές αλλαγές, υπάρχει μια μειοψηφική παράδοση εντός της φιλελεύθερης σκέψης η οποία, ενώ προτιμά τον καπιταλισμό έναντι εναλλακτικών όπως ο σοσιαλισμός ή ο φασισμός, ασκεί κριτική σε πολλά χαρακτηριστικά των υφιστάμενων στην πράξη καπιταλιστικών οικονομιών. Σχεδόν όλοι οι φιλελεύθεροι είναι εχθρικοί προς την ιδέα της μεικτής οικονομίας και ασκούν έντονη κριτική στην συχνά αθέμιτη σχέση μεταξύ των μεγάλων εταιριών και της πολιτικής ισχύος. Ο υπαρκτός καπιταλισμός δέχεται κριτική καθώς συγκρίνεται με τον ιδεατό τύπο ενός καθαρού laissez-faire. Μερικοί όμως προχωρούν παραπέρα και ασκούν κριτική σε σημαντικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών οικονομιών τα οποία υποστηρίζουν οι πιο “παραδοσιακοί” φιλελεύθεροι.
Υπάρχει μια επίμονη κριτική της εταιρικής μορφής της επιχειρηματικής οργάνωσης και μερικών από τα κύρια χαρακτηριστικά της όπως η περιορισμένη ευθύνη. Η αυταπασχόληση συχνά θεωρείται ανώτερη της μισθωτής εργασίας, και η αύξηση της τελευταίας θεωρείται αρνητική. Ο θεσμός της πνευματικής ιδιοκτησίας έχει δεχθεί έντονη κριτική από φιλελεύθερους μέσα στα χρόνια ως μια μορφή αδικαιολόγητου μονοπωλίου ή προνομίου, κι αυτό το επιχείρημα κερδίζει έδαφος. Υπάρχει ακόμη ένα ισχυρό υπόγειο ρεύμα εχθρότητας έναντι της τάξης των στελεχών διοίκησης επιχειρήσεων που έχει αναδειχθεί σε ένα βασικό μέρος του καπιταλισμού. Οι ριζοσπάστες φιλελεύθεροι αυτού του είδους τείνουν να προτείνουν μια διαφορετική μορφή οικονομίας της αγοράς που δεν κυριαρχείται από μεγάλες επιχειρηματικές οργανώσεις και με πολύ λιγότερη μισθωτή εργασία.
Προτάσεις περαιτέρω μελέτης:
Bastiat, Frederic. Selected Essays on Political Economy. Irvington-on-Hudson, NY: Foundation for Economic Education, 1995.
Benn, Sir Ernest. Confessions of a Capitalist. London: Hutchinson, 1925.
Braudel, Fernand. Material Civilization and Capitalism. Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1977.
Drucker, Peter F. Concept of the Corporation. New Brunswick, NJ: Transaction, 1993.
Friedman, Milton. Capitalism and Freedom. Chicago: University of Chicago Press, 2002.
Hayek, F. A. The Road to Serfdom. Chicago: University of Chicago Press, 1994.
Keayne, Robert. The Apologia of Robert Keayne. Bernard Bailyn, ed. New York: Harper & Row, 1965.
Polanyi, Karl. The Great Transformation. New York: Octagon Books, 1975.
Rand, Ayn. Capitalism: The Unknown Ideal. New York: Penguin/Putnam, 1986.
Smith, Adam. The Wealth of Nations. Indianapolis, IN: Liberty Fund, 1981.
--
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στην Encyclopedia of Libertarianism και παρουσιάζεται στα ελληνικά με τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.