Του Álvaro Martín
Τον Φεβρουάριο, η Τράπεζα της Ισπανίας δημοσίευσε τα στατιστικά της στοιχεία για το δημόσιο χρέος της χώρας, τα οποία καταδεικνύουν ότι οι κρατικές υποχρεώσεις έφτασαν στο τέλος του 2020 το 117,08% του ΑΕΠ. Στις αρχές του Ιανουαρίου, ο Υπουργός Οικονομικών María Jesús Montero ανακοίνωσε ότι η Ισπανία στο τέλος του 2020 κατέγραφε έλλειμμα 11,3% του ΑΕΠ. Ενόψει της μετακίνησης προς τις δημόσιες δαπάνες κατά τα τελευταία τρίμηνα, αυτοί οι αριθμοί δεν εκπλήσσουν. Ακόμη, πολλοί αναλυτές προέβλεπαν ότι το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2020 θα ήταν υψηλότερο απ’ ό,τι τελικά ήταν. Η ισπανική οικονομία επλήγη έντονα από την κρίση του 2008 και χωρίς αμφιβολία είναι μια από τις χώρες που υποφέρει περισσότερο από την τρέχουσα ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία - τουλάχιστον με όρους του ΑΕΠ, το οποίο μειώθηκε κατά 9% έως 11%. Επιπροσθέτως, η απασχόληση μειώθηκε κατά 2,9% έως 3,1% (αναλόγως της υπολογιστικής μεθόδου).
Παρά την προφανή τραγωδία που καταδεικνύουν αυτοί οι αριθμοί, δίνεται η ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την προσέγγιση της Ισπανίας έναντι της φορολογικής πολιτικής. Οι αναλυτές εντόπισαν στην αδυναμία φορολογικής δυνατότητας της Ισπανίας την αιτία της άτολμης ανταπόκρισης του κράτους σε ό,τι αφορά τις άμεσες επιδοτήσεις στους πληττόμενους κλάδους της οικονομίας. Η Ανεξάρτητη Αρχή Ισπανικής Φορολογικής Υπευθυνότητας επιβεβαίωσε ότι περίπου το 50% του δημόσιου ελλείμματος για το 2020 οφείλεται σε ευχερειακές αυξήσεις των δαπανών σε πολιτικές για την στήριξη επιχειρήσεων και οικογενειών, καθώς και σε επιδόματα του προγράμματος εθελουσίας εξόδου του ERTE, σε επιδόματα για ελεύθερους επαγγελματίες που διέκοψαν τη δραστηριότητά τους, και ούτω καθεξής. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι τα έκτακτα χρηματοδοτικά προγράμματα του Επίσημου Πιστωτικού Ινστιτούτου της Ισπανίας (ICO) στηρίζονται από μια κρατική δέσμευση 85 δισ ευρώ τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση χρεοκοπίας επιχειρήσεων. Παρ’ όλα αυτά, το Δημοσιονομικό Παρατηρητήριο του ΔΝΤ τον Οκτώβριο του 2020 αναλύοντας την αντίδραση των χωρών έναντι της ύφεσης, συμπεριέλαβε την Ισπανία μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών με τη χαμηλότερη χρηματοπιστωτική αρωγή σε πολίτες και επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Καθώς η οικονομική ανάκαμψη καθίσταται το κεντρικό ζήτημα του 2021, οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να προσαρμοστούν αναλόγως.
Διάφορες προτάσεις που διατυπώθηκαν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020 προέβλεπαν χρηματοδότηση μέσω ελλειμμάτων καθώς η δημοσιονομική στήριξη χρειάζεται να αναλάβει το μέγιστο ποσό δραστηριότητας και απασχόλησης όταν “ξεπαγώσει” η οικονομία. Αυτή την στρατηγική ακολούθησαν οι περισσότερες χώρες με κατά κανόνα επιτυχία. Τα εισοδήματα των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 4,3% το 2020 στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά 6,5% στις ΗΠΑ, και κατά περίπου 2,3% στη Γερμανία. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και στην Ισπανία, όπου το εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 1,1% το 2020, κυρίως λόγω της δομής της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας και της απουσίας φορολογικής ικανότητας.
Ποιες είναι οι επιλογές της Ισπανίας ώστε να ξεφύγει από αυτό τον φαύλο κύκλο; Η λύση θα πρέπει να επικεντρώνεται στην ενίσχυση των ωφελημάτων προς τους πιο ευάλωτους και τη συγκέντρωση των διαθέσιμων δημόσιων πόρων σε προγράμματα που χαρακτηρίζονται από υψηλές επενδυτικές αποδόσεις και μπορούν να γίνουν αυτοχρηματοδοτούμενα. Ένα παράδειγμα σ’ αυτή την “παγωμένη” οικονομία είναι το μαζικό πρόγραμμα εμβολιασμού για τον κορονοϊό. Το κόστος του, μολονότι πολύ υψηλό, είναι ασήμαντο σε σύγκριση με τα οικονομικά οφέλη ενός γρήγορου εμβολιασμού. Μάλιστα, θα επιτάχυνε την οικονομική ανάκαμψη (ιδίως στους κλάδους της εστίασης, του τουρισμού και της αναψυχής). Αυτό θα δημιουργήσει μια ταχύτερη ανάκαμψη όχι μονο με όρους οικονομικής ανάπτυξης αλλά και φορολογικών εσόδων. Το πρόγραμμα ουσιαστικά θα αυτοχρηματοδοτηθεί, καθώς επιτρέπει την ανάκαμψη των δύο τρίτων των δραστηριοτήτων στους περισσότερο πληγέντες κλάδους. Κατά το επόμενο φορολογικό έτος θα εκδηλωθούν οι πιο άμεσες συνέπειες της κρίσης στον πληθυσμό, γεγονός που θα υπογραμμίσει ακόμη περισσότερο την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις. Ακόμη, θα καταδείξει τη σημασία της δημιουργίας αυτόματων σταθεροποιητών που θα αποτρέψουν την επέκταση ευχερειακών προγραμμάτων δαπανών, φέροντας έτσι περισσότερη ασφάλεια και σταθερότητα στον πληθυσμό και την ισπανική οικονομία συνολικά.
Ακόμη, οι πόροι του προγράμματος Next Generation EU (NGEU), με την κατάλληλη διαχείριση θα προκαλέσουν μια επανάσταση στη δημοσιονομική πολιτική της Ισπανίας και μπορούν να αποτελέσουν τον μοχλό για τις υπερώριμες μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα (στην κατάρτιση, την επένδυση στην τεχνολογία, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, τις εργασιακές ρυθμίσεις στον 21ο αιώνα). Το ποσό των πόρων του NGEU για την Ισπανία είναι υπεραρκετό για τις μεταρρυθμίσεις, αλλά το πραγματικό ζήτημα είναι η εφαρμογή τους. Η βιώσιμη ανάπτυξη της ισπανικής οικονομίας πρέπει να συμβαδίσει με μια δημοσιονομική επέκταση προκειμένου να στηριχθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες στη χώρα. Αλλά η νέα δημοσιονομική πολιτική δεν πρέπει να σταματήσει σ’ αυτό.
Από την στιγμή που η οικονομία της Ισπανίας μπει στο μονοπάτι της βιώσιμης ανάπτυξης, χρειάζεται ένα μεσο-μακροπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικών ελεγχών και περιορισμού του δημόσιου ελλείμματος. Οι προοπτικές όμως γι’ αυτό δεν είναι ιδιαίτερα καλές, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιμένει ότι το δομικό έλλειμμα θα φτάσει το 7,2% το 2021 όπως και το 2022. Το ανταποδοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα και η φυσική εξέλιξη του κόστους του στα επόμενα χρόνια δεν θα βοηθήσει στην ανακούφιση της πίεσης στα δημόσια οικονομικά.
Η Ισπανία ανακοίνωσε ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 117% του ΑΕΠ της στο τέλος του 2020, μολονότι οι δαπάνες τόκων σε πραγματικούς όρους ήταν μικρότερες από το 2% του ΑΕΠ. Αυτό είναι θετικό, καθώς δεν επιβαρύνει ιδιαίτερα τα δημόσια οικονομικά και απομακρύνει το φάσμα της χρεοκοπίας που πρόσφατα στοίχειωνε την οικονομία. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει η πολυτέλεια να αφεθεί το χρέος να δημιουργεί ένα πρωτογενές έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση μέχρι το 2025 (όπως προβλέπουν διάφορες προβολές).
Η κατάσταση στα δημόσια οικονομικά της Ισπανίας παραμένει περίπλοκη, όμως δεν συγκρίνεται με την κρίση του ευρώ. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ συμβάνει έντονα σε μια μείωση του επιτοκίου του χρέους, ανακουφίζοντας το βάρος των κρατών-μελών. Χώρες όπως η Ισπανία πρέπει να αξιοποιήσουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο κάθε ευκαιρία που θα τους παρουσιαστεί, όπως οι έκτακτες χρηματοδοτικές συνθήκες των πόρων του NGEU, για να αναλάβουν μια σειρά από υπερώριμες μεταρρυθμίσεις, η σημασία των οποίων έγινε ακόμη πιο προφανής υπό το πρίσμα της πανδημίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα ισπανικά στην ιστοσελίδα του Civismo.
--
O Álvaro Martín είναι ερευνητής του Fundación Civismo και συγγραφέας μεταξύ άλλων του βιβλίου In Defense of Freedom (2017).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 26 Απριλίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.