Ενώπιον των συγκλονιστικά βίαιων επιθέσεων στην ελεύθερη έκφραση απόψεων, όπως η σφαγή στο Charlie Hebdo ή ο αποκεφαλισμός του καθηγητή Paty στη Γαλλία, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος με έστω και μια σταγόνα φιλελευθερισμού στο αίμα του θα συντρέξει στην υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου και του τύπου. Όλοι θα πρέπει να μπορούν να λένε πράγματα με τα οποία οι άλλοι δεν συμφωνούν αναγκαστικά, που από κάποιους θα θεωρούνται άσεμνα, ή που η πλειονότητα μπορεί να θεωρεί άκομψα. Βεβαίως, οι άλλοι άνθρωποι μπορεί να αποφασίσουν να μην αγοράσουν την εφημερίδα σου, να μην γευματίσουν στο τραπέζι σου (εκεί όπου το τίμημα είναι να υποστούν τις βλακείες σου), να σταματήσουν να σε ακολουθούν στο Twitter. Το δικαίωμά μου να μην σε ακούω διαφέρει θεμελιωδώς από την αξίωσή μου να καταστήσω αδύνατο να σε ακούσουν οι άλλοι εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν.
Στην τεκμηριωμένη και εμβριθή ανάρτησή της στο μπλογκ του Centre Walras Pareto, η Biancamaria Fontana δεν αμφισβητεί αυτό το θεμελιώδες αξίωμα της φιλελεύθερης σκέψης. Θέτει όμως ένα σχετικό ερώτημα: ποια είναι η επίδραση των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης στην ποιότητα του πολιτικού διαλόγου; Η διεύρυνση των ακροατηρίων είναι άραγε πάντα καλή για τη σύγχρονη κοινή γνώμη;
Όπως υπενθυμίζει η Φοντάνα, η Γαλλική Επανάσταση ήρε την προληπτική λογοκρισία του Παλαιού Καθεστώτος. Τις αξίζουν έπαινοι. Ας αναλογιστούμε όμως τις σκέψεις του (κατά τη γνώμη μου) μεγαλύτερου φιλελεύθερου στοχαστή της εποχής εκείνης, της Germaine de Staël. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα κοινωνικά μέσα: η εμφάνισή τους “έφερε την υπόσχεση μιας ευκολότερης, αμεσότερης και πιο διαφανούς ενημέρωσης των πολιτών, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή τους σε συζητήσεις και διαβουλεύσεις”. Συχνά όμως ο ρόλος τους θεωρείται κομβικός στην ανάδυση του σύγχρονου λαϊκισμού. Η Φοντάνα αναφέρει το Κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, αλλά είμαι σίγουρος ότι μπορεί κανείς και σκεφτεί και άλλα παραδείγματα. Οι δημαγωγοί είναι πολύ καλοί στη χειραγώγηση των μέσων. Αναλογιστείτε τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος εξάλλου ήταν δημοσιογράφος και καταλάβαινε ένα ή δύο πράγματα ως προς το πώς μπορούν να θαμπωθούν οι μάζες μέσω της χωρίς προηγούμενο εκείνη την εποχή ροής πληροφόρησης και απόψεων.
Το 1800, στην αρχή της περιόδου της Υπατείας, η Germaine de Staël εξέδωσε ένα έργο με τίτλο “De la littérature, considérée dans ses relations avec les institutions sociales” (Περί λογοτεχνίας, εξεταζόμενης εντός του πλαισίου των σχέσεών της με τους κοινωνικούς θεσμούς). Επρόκειτο γι μια πρωτοπόρα συγκριτική ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, υπό το πρίσμα των διάφορων εθνικών παραδόσεων. Στο δεύτερο μέρος, που αφιερώνεται στις τότε σύγχρονες και τις μελλοντικές προοπτικές του Διαφωτισμού, το κεφάλαιο “Περί ευγλωττίας” προσέφερε μια αναδρομική αποτίμηση του πολιτικού διαλόγου κατά τη διάρκεια της Επανάστασης - ένα αντικείμενο που η συγγραφέας είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει πολύ στενά.
Όπως πολλοί διανοούμενοι, η Σταέλ πίστευε αρχικά ότι η ελευθερία του τύπου θα ευνοούσε την κυκλοφορία της πληροφόρησης, φέρνοντας τα πολιτικά ζητήματα κοντύτερα στο γενικό κοινό. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Η Σταέλ υπογράμμισε ιδιαίτερα δύο ζοφερά αποτελέσματα του νέου “απελευθερωμένου” τύπου. Το πρώτο ήταν η ταπείνωση του επιπέδου της πολιτικής ρητορικής, μέσω της ατέρμονης επανάληψης φράσεων κενών νοημάτων, και κομματικών συνθημάτων: “Ο καιρός έχει έρθει να σας αποκαλύψω την πλήρη αλήθεια… ο Λαός έχει εγερθεί… Το Έθνος έχει καταβυθιστεί σε έναν θανατηφόρο λήθαργο… κλπ”. Το δεύτερο ήταν η κλιμάκωση της βίας στη γλώσσα: Ενώπιον ενός κοινού που είχε συνηθίσει στους πιο εξωφρενικούς ισχυρισμούς, οι ομιλητές ανταγωνίζοντας μεταξύ τους ως προς την υιοθέτηση ολοένα και πιο άγριων διατυπώσεων προκειμένου να αποσπάσουν την προσοχή του ακροατηρίου. Το αποτέλεσμα εντέλει δεν είχε καμία απολύτως πολιτική η ιδεολογική σηματοδότηση, αλλά έφερε το επικίνδυνο δυναμικό του μίσους και της επιθετικότητας.
“Οι λέξεις - έγραφε η Σταέλ - διατηρούν την ισχύ ενός θανατηφόρου όπλου χωρίς να έχουν κάποια διανοητική ισχύ που να παραμένει”.
Η Φοντάνα και η Σταέλ γνωρίζουν καλά ότι “τα μέσα (η “ευγλωττία”) μπορούν μόνο να επαναλαμβάνουν, να απηχούν, και να ενισχύουν τις πεποιθήσεις και τα πάθη, τις αρετές και τα ελαττώματα που ήδη υπάρχουν εντός της κοινωνίας”. Θα συμφωνούσαν επίσης ότι η λογοκρισία δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα αυτό. Δεν είναι όμως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η μεγέθυνση του ακροατηρίου των πολιτικών μέσων τείνει να χαμηλώσει τον πήχη; Μπορούμε άραγε να πούμε ότι αυτό είναι απλώς ένα είδος σνομπισμού; Ή μήπως, από την άλλη πλευρά, ο εκχυδαϊσμός των πολιτικών ζητημάτων, η μείωση τους σε συνθήματα, η πόλωση του διαλόγου σχετίζεται κάπως με την πτώση των φραγμών και των φίλτρων στον δημόσιο διάλογο; Αναλογιστείτε τι συμβαίνει σήμερα με τον κορονοϊό: τα κοινωνικά μέσα άραγε βοηθούν στον διαμοιρασμό χρήσιμης πληροφορίας και την ένταξη ενδιαφερόντων και τεκμηριωμένων απόψεων στον διάλογο, ή εκτρέφουν την υστερία, προς όφελος εκείνων που θα την εκμεταλλευτούν κυνικά;
Το άρθρο της Φοντάνα είναι συναρπαστικό και εγείρει κάποια άβολα ερωτήματα. Ακόμη, μας προσκαλεί να διαβάσουμε την Σταέλ (εύχομαι περισσότερα γραπτά της να ήταν διαθέσιμα στα αγγλικά, πέρα από την αξιέπαινη μετάφραση των Στοχασμών περί των Κυρίων Γεγονότων της Γαλλικής Επανάστασης που εκδόθηκε από το Liberty Fund) - τι αξιόλογη γυναίκα και στοχάστρια! Σε ό,τι αφορά τις πιθανές απαντήσεις, προσωπικά δεν έχω καμία και ελπίζω να σκοντάψω σε κάποιες πειστικές (και καθησυχαστικές).
--
Ο Alberto Mingardi είναι Γενικός Διευθυντής του Istituto Bruno Leoni και αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Πολιτικής Σκέψης στο πανεπιστήμιο IULM του Μιλάνου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 4 Νοεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.