Η Ζανγκ Ζαν και ο Βάσλαβ Χάβελ

Η Ζανγκ Ζαν και ο Βάσλαβ Χάβελ

Της Elisabeth Braw

Αυτή την εβδομάδα η Κινέζα πολίτης-δημοσιογράφος Ζανγκ Ζαν καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση μετά τη σύλληψή της τον Μάιο με την κατηγορία της «πρόκλησης φιλονικιών και αναταραχής». Το έγκλημα της Ζανγκ; Ήταν μία από τους πολύ λίγους δημοσιογράφους που τόλμησαν να αναφέρουν χωρίς φίλτρο τα γεγονότα από τη Γουχάν κατά τα πρώτα στάδια της πανδημίας του COVID. Οι κινεζικές αρχές, θέλοντας να προβάλλουν την εικόνα ότι ελέγχουν την κατάσταση, φυλάκισαν τη Ζαν και πολλούς άλλους πολίτες-δημοσιογράφους και ακτιβιστές βάσει του ελαστικού αυτού νόμου. Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που η «πρόκληση φιλονικιών» χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο καταστολής.

Ο Βάσλαβ Χάβελ κατέγραψε την ίδια αυτή πραγματικότητα στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία που είχε έναν παρόμοιο νόμο με τη σημερινή Κίνα. Στην Τσεχοσλοβακία επρόκειτο για το Άρθρο 202, για το οποίο ο Χάβελ έγραψε το 1978 ένα δοκίμιο στο οποίο υπογράμμιζε ότι «δημιουργήθηκε ως ένα από τα αμέτρητα μέσα με τα οποία οι κεντρικές αρχές κρατούν τους πολίτες τους υπό διαρκή έλεγχο». Οι άνθρωποι μπορεί να μη γνωρίζουν πολλά πράγματα γι’ αυτό το άρθρο, αλλά δεν μπορούν παρά να το αισθάνονται στην ατμόσφαιρα. Το Άρθρο 202, προσέθετε ο Χάβελ, ήταν «μια εξουσία που βλέπει την κοινωνία ως ένα υπάκουο κοπάδι, καθήκον του οποίου είναι να αισθάνεται διαρκώς ευγνωμοσύνη που έχει όσα έχει». Και αν ένας πολίτης τολμούσε, έστω και στιγμιαία, να απομακρυνθεί από το υπάκουο αυτό κοπάδι, υπήρχε η δυνατότητα άλλοι να αναφέρουν ότι διαταράσσει την κοινή ησυχία. «Ουσιαστικά τα πάντα μπορούν να χαρακτηριστούν διατάραξη της κοινής ησυχίας αν κάποιος δηλώσει ότι προβλήθηκε», παρατηρούσε ο Χάβελ.

Η κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία είχε ένα παρόμοιο άρθρο, το Άρθρο 203, σύμφωνα με το οποίο μπορούσε κανείς να κατηγορηθεί για παρασιτισμό. Παρασιτισμός βεβαίως μπορεί να είναι το οτιδήποτε. Η Ζανγκ, αναφέροντας τις εξελίξεις από τη Γουχάν χωρίς να απασχολείται σε κάποια επίσημη εφημερίδα, εύκολα μπορούσε να χαρακτηριστεί παράσιτο. Στη φυλακή, ο Χάβελ αξιοποίησε την ευκαιρία να διεξαγάγει εμπειρική έρευνα, ρωτώντας τους συγκρατουμένους του για ποιο αδίκημα είχαν καταδικαστεί. Σχεδόν οι μισοί, όπως αναφέρει στο δοκίμιό του «Άρθρο 203» είχαν καταδικαστεί για παρασιτισμό. Το Άρθρο 203 του ποινικού κώδικα της Τσεχοσλοβακικής Σοσιαλιστική Δημοκρατίας όριζε ότι όποιος αποφεύγει ενεργά την τίμια εργασία ή κερδίζει τα προς το ζην με παράνομο τρόπο μπορεί να τιμωρηθεί με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. «Σε μια χώρα που αυτοχαρακτηρίζεται εργατικό κράτος, οι φυλακές είναι γεμάτες εργάτες» έγραφε ο Χάβελ.

Η κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία δεν ήταν -βάσει του ορισμού του απολυταρχισμού της Χάννα Άρεντ- μια ολοκληρωτική χώρα, αλλά σίγουρα ήταν δικτατορική. Το 1978, φαινόταν αδύνατο ότι αυτό το εργατικό κράτος με τα απίστευτα ελαστικά άρθρα περί παρασιτισμού και διατάραξης της κοινής ησυχίας θα κατέρρεε. Ποιος εκτός από λίγους ιδεαλιστές όπως ο Χάβελ (και αυτός, όπως ο ίδιος επεσήμανε, είχε κάποια προστασία χάρη στο διεθνές ακροατήριό του), θα τολμούσε να πει κάτι που θα μπορούσε να διαταράξει την κοινή ησυχία ή να θεωρηθεί παρασιτισμός; Έντεκα χρόνια μετά, αυτή την εβδομάδα το 1989, ο Χάβελ έγινε πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας.

Σε όλες τις αυταρχικές, δικτατορικές και απολυταρχικές χώρες, η διαφωνία σπανίζει καθώς το κόστος είναι υπερβολικά μεγάλο. Κι όμως, κάποιοι γενναίοι άνθρωποι το τολμούν, ακόμη και αν υποστούν τις συνέπειες. Τολμούν μολονότι είναι λίγο πιθανό να ανταμειφθούν με ευγνωμοσύνη ή με αξιώματα αν συμβεί κάποτε η αλλαγή. Το γεγονός ότι ο Χάβελ έγινε πρόεδρος ήταν μια εξαίρεση. Όπως επισημαίνει η Άρεντ στο έργο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ «υπό συνθήκες τρομοκρατίας οι περισσότεροι άνθρωποι θα συμμορφωθούν, αλλά κάποιοι δεν θα συμμορφωθούν».

Η Άρεντ αναφέρει το παράδειγμα του λοχία της Βέρμαχτ Άντον Σμιτ, ο οποίος θαρραλέα παρείχε σε Εβραίους αντιστασιακούς πλαστά έγγραφα και φορτηγά της Βέρμαχτ. Άλλοι θαραλλέοι Γερμανοί που δεν συμμορφώθηκαν ήταν ο Hans και η Sophie Scholl, ο Helmuth James von Moltke, ο Dietrich Bonhoeffer, ο Hans Oster και ο Ulrich von Hassell. Όπως και ο λοχίας Σμιτ, όλοι το πλήρωσαν με τις ζωές τους. Προσπαθώντας να ανατρέψουν τον Χίτλερ, κάποιοι από αυτούς έκαναν σίγουρα περισσότερα από το να διαταράξουν την κοινή ησυχία - όμως η κοινή ησυχία στις απολυταρχικές χώρες είναι Friedshofsruhe - η ησυχία του νεκροταφείου. Αλλά και πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, λίγοι τολμηροί άνθρωποι τόλμησαν να μη συμμορφωθούν. Τιμωρήθηκαν με φυλάκιση και ταπεινές θέσεις εργασίας (ο Χάβελ για ένα διάστημα εργάστηκε σε ένα ζυθοποιείο). Κάποιοι όπως ο ιερέας Jerzy Popiełuszko στην Πολωνία πλήρωσαν με τη ζωή τους.

Και η Ζανγκ σήμερα βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου ως αποτέλεσμα της απεργίας πείνας που κάνει. Οι κινεζικές αρχές δεν την αφήνουν να πεθάνει για να μην διαταράξει την κοινή ησυχία και της παρέχουν τροφή μέσω ενός σωλήνα κρατώντας την διαρκώς υπό δεσμά. Πολλοί από μας μπορεί να μην ενδιαφέρονται για μια δίκη σε μια μακρινή κινεζική πόλη με μια κατηγορούμενη της οποίας το όνομα μάς ακούγεται ξένο. Έχουμε την τύχη να ζούμε σε χώρες όπου μας επιτρέπεται να διαταράσσουμε την κοινή ησυχία. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για την Ζανγκ, και για άλλους Κινέζους ακτιβιστές που συνελήφθησαν για διατάραξη της κοινής ησυχίας, είναι να διατηρούμε τα ονόματά τους στην επικαιρότητα. Όπως η διεθνής υποστήριξη κράτησε τον Χάβελ λίγο ασφαλέστερο από άλλους Τσεχοσλοβάκους διαταραχτές της κοινής ησυχίας, το ίδιο μπορεί να έχει κάποιο αποτέλεσμα στην τύχη της Ζανγκ - ή ακόμη και στην επεκτεινόμενη ησυχία του νεκροταφείου της Κίνας.

--

Η Elisabeth Braw είναι επισκέπτρια ερευνήτρια στο American Enterprise Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 30 Δεκεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.