Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος του Ρικάρντο

Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος του Ρικάρντο

Του Gary M. Galles*

Οι αντίπαλοι όσων υποστηρίζουν τα ιδιωτικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τις ελεύθερες αγορές τους χαρακτηρίζουν συχνά “κοινωνικούς δαρβινιστές” που θέλουν να εξολοθρεύσουν τους αδυνάμους προς όφελος των ισχυρών. Υπό τον καπιταλισμό όμως και οι δύο ομάδες κερδίζουν και σχεδόν όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των πλέον αδυνάμων, επιβιώνουν καλύτερα χωρίς να παραβιάζεται η ατομική ελευθερία, κάτι που καθιστά την πρόταση αυτή δραματικά αντιδαρβινιστική.

Οι αντίπαλοι όμως αυτοί δεν βλέπουν ότι οι εθελούσιες διαρρυθμίσεις της αγοράς αντικαθιστούν τη ζούγκλα. Ο ανταγωνισμός για τη δημιουργία προστιθέμενου πλούτου δεν παράγει στην πραγματικότητα μακροπρόθεσμες απώλειες. Υπάρχουν μόνο ωφελούμενοι. Όμως η αδυσώπητη ρητορική του κοινωνικού δαρβινισμού περί της “επιβίωσης του προσαρμοστικότερου” παραβλέπει το γιατί ισχύει αυτό. Και ένα σημαντικό μέρος αυτού του φαινομένου αφορά την παρανόηση των εννοιών τόσο του απόλυτου, όσο και του συγκριτικού πλεονεκτήματος.

Το απόλυτο και το συγκριτικό πλεονέκτημα

Τι θα συνέβαινε αν οι εργάτες της ομάδας Β ήταν ακριβώς κατά το ήμισυ καλοί στην παραγωγή τόσο του αγαθού Χ όσο και του αγαθού Υ σε σύγκριση με τους εργάτες της ομάδας Α; Στην περίπτωση αυτή, οι εργάτες της ομάδας Β υποτίθεται ότι δεν θα συγκαταλέγονταν μεταξύ των “προσαρμοστικότερων”. Θα σήμαινε όμως αυτό ότι, λόγω του απόλυτου πλεονεκτήματος των εργατών της ομάδας Α, οι εργάτες της ομάδας Β θα λιμοκτονήσουν; Όχι. Όταν οι μισθοί δεν εμποδίζονται να προσαρμοστούν, θα επιτρέψουν και στις δύο ομάδες να απασχοληθούν παραγωγικά.

Ακόμη και αν η παραγωγικότητά μου είναι η μισή της δικής σας σε οτιδήποτε, θα μπορέσω να επιβιώσω στην αγορά γιατί με τον μισό από το δικό σας μισθό, το κόστος παραγωγής με τη δική μου εργασία θα είναι το ίδιο με το κόστος παραγωγής με τη δική σας. Εκεί όπου οι μισθοί εμποδίζεται να ανταποκριθούν σε τέτοιου είδους διαφορές στις δεξιότητες, μπορεί να ανακύψουν κάποια αρνητικά αποτελέσματα (όπως με τους νόμους περί κατώτατου μισθού των 15 δολαρίων, που μπορεί να οδηγήσουν στην υπερτίμηση της εργασίας χαμηλών δεξιοτήτων και στη μείωση της απασχόλησης αυτών των εργαζομένων), αλλά αυτό είναι ένα αποτέλεσμα του παραμερισμού της αγοράς, όχι της ελεύθερης λειτουργίας της.

Αν αλλάξουμε το παράδειγμα ώστε η παραγωγικότητα των εργατών της ομάδας Β να είναι μισή των εργατών της ομάδας Α σε ό,τι αφορά την παραγωγή του αγαθού Χ, αλλά μόλις το ένα τρίτο στην παραγωγή του αγαθού Υ, τότε οι εργάτες Β συνεχίζουν σε πρώτη ανάγνωση να μην συγκαταλέγονται μεταξύ των προσαρμοστικότερων, καθώς οι εργάτες Α συνεχίζουν να έχουν ένα απόλυτο πλεονέκτημα στην παραγωγή και των δύο αγαθών. Τώρα όμως οι εργάτες Β έχουν ένα συγκριτικό (ή σχετικό) πλεονέκτημα στην παραγωγή του αγαθού Χ σε σχέση με τους εργάτες Α καθώς εγκαταλείπουν μόνο τα ? του αγαθού Υ ανά μονάδα του αγαθού Χ που παράγουν σε σύγκριση με τους εργάτες Α.

Όταν οι τιμές επιτρέπεται να προσαρμοστούν και δεν περιορίζεται τεχνητά το εμπόριο, κανείς εργάτης δεν καθίσταται μη απασχολήσιμος. Αντιθέτως, και οι δύο ομάδες εργατών μπορούν να κερδίσουν αν οι εργάτες Β εξειδικευτούν στην παραγωγή του Χ (στην οποία είναι σχετικώς καλύτεροι), και να ανταλλάξουν ένα μέρος του με την ομάδα Α έναντι της παραγωγής του Υ (στο οποίο είναι εκείνοι σχετικώς καλύτεροι). Μάλιστα, σ' αυτή την περίπτωση οι εργάτες Β είναι σχετικά προσαρμοστικότεροι για την παραγωγή του Χ στην αγορά, μολονότι είναι με απόλυτους όρους λιγότεροι προσαρμοστικοί από τους εργάτες Α.

Αυτό στην ουσία του κατέδειξε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο με τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος που διατύπωσε το 1817. Ακόμη κι αν οι εργάτες μιας χώρας είναι λιγότερο αποτελεσματικοί στην παραγωγή όλων των αγαθών από τους εργάτες μιας άλλης χώρας, η εξειδίκευση σύμφωνα προς το συγκριτικό πλεονέκτημα σε συνδυασμό με το διεθνές εμπόριο μπορεί να ωφελήσει τους εργάτες και των δύο χωρών.

Αληθές και μη προφανές

Είναι σημαντικό να συλλάβουμε αυτή την ιδέα. Σύμφωνα με την Deirdre McCloskey, όταν ο μαθηματικός Stanislav Ulam προκάλεσε τον νομπελίστα Paul Samuelson να κατονομάσει μια αρχή στις κοινωνικές επιστήμες που να είναι ταυτόχρονα αληθής και μη προφανής, η απάντησή του ήταν “η θεωρία του Ρικάρντο για το συγκριτικό πλεονέκτημα”. Και συνέχισε “Το γεγονός ότι η ιδέα αυτή δεν είναι ασήμαντη καταδεικνύεται από τους χιλιάδες σημαντικούς και ευφυείς άνδρες και γυναίκες που ποτέ δεν κατάφεραν να συλλάβουν αυτή την αρχή οι ίδιοι ή να την πιστέψουν όταν τους παρουσιάστηκε”.

Η κριτική του κοινωνικού δαρβινισμού πηγάζει από την ιδέα ότι μόνο εκείνοι που είναι οι απολύτως καλύτεροι στο να κάνουν κάτι επιβιώνουν, και οι υπόλοιποι απλώς αποτυγχάνουν. Δεν είναι όμως αυτή η πραγματικότητα του ανταγωνισμού στην αγορά. Εφόσον οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να επιδιώκουν τα δικά τους συμφέροντα, θα τείνουν να επιλέγουν να εξειδικεύονται εκεί όπου έχουν έχουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, ακόμη κι αν είναι με απόλυτους όρους χειρότεροι στην παραγωγή κάθε αγαθού και δεν μπορούν να αξιώσουν σε τίποτα κάποιο απόλυτο πλεονέκτημα.

Οι προσαρμογές των τιμών στις αγορές επιτρέπουν ακόμη σε εκείνους που είναι λιγότεροι ικανοί με απόλυτους όρους να επιβιώνουν αντί να εκριζώνονται. Και όπως είπε ο Sheldon Richman “στην αγορά, οι λιγότερο 'προσαρμοστικοί' δεν χάνονται. Απλώς κερδίζουν λιγότερα χρήματα. Κι αυτό δεν είναι κάτι το ασήμαντο αν συγκρίνουμε τον καπιταλισμό με άλλες κοινωνικές διαρρυθμίσεις”.

 

*Ο Garry M. Galles είναι καθηγητής οικονομικών στο Pepperdine University. Ανάμεσα στα βιβλία του είναι το Faulty Premises, Faulty Policies (2014), και το Apostle of Peace (2013). Είναι μέλος του Faculty Network του FEE.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Οκτωβρίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.