Η θεμελιώδης πλάνη της αναδιανομής

Η θεμελιώδης πλάνη της αναδιανομής

Του Alan Reynolds*

Η ιδέα ότι το κράτος μπορεί να αναδιανείμει εισοδήματα κατά βούληση και ατιμωρητί δεν προήθλε από τον γερουσιαστή Bernie Sanders. Αντιθέτως, μπορεί να ξεκίνησε με δύο από τους διασημότερους οικονομολόγους του 19ου αιώνα, τον David Ricardo και τον John Stuart Mill. Από την άλλη πλευρά, ο Marx θεωρούσε αυτή την ιδέα εξωφρενική και την χαρακτήριζε “χυδαίο σοσιαλισμό”.

Ο Mill έγραφε: “Οι νόμοι και οι συνθήκες της παραγωγής πλούτου μετέχουν στον χαρακτήρα των φυσικών αληθειών. Δεν υπάρχει τίποτε το υποκειμενικό ή το αυθαίρετο σ' αυτά… . Δεν συμβαίνει το ίδιο με την Κατανομή του Πλούτου. Αυτό είναι ένα ζήτημα αποκλειστικά ανθρώπινων θεσμών. Εφόσον τα πράγματα υπάρχουν, η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει ατομικά με αυτά ό,τι επιθυμεί” [1]

Η διάκριση του Mill ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανομή φαίνεται να ενθαρρύνει την άποψη ότι η κάθε είδους κρατική παρέμβαση στην κατανομή είναι απολύτως ακίνδυνη - ένα δωρεάν γεύμα. Όμως η αναδιανομή έχει ως στόχο να πάρει χρήματα από ανθρώπους του τα έχουν κερδίσει και να τα δώσει σε άλλους που δεν τα έχουν κερδίσει. Κι αυτό, φυσικά, έχει αρνητικές συνέπειες στα κίνητρα εκείνων που λαμβάνουν τα κρατικά ωφελήματα καθώς και στους φορολογούμενους που τα χρηματοδοτούν.

Ο David Ricardo είχε προηγουμένως κάνει το ίδιο ακριβώς λάθος. Ο Walter Lippman στο βιβλίο του The Good Society του 1936 (σ. 196) ασκεί κριτική στον Ricardo ότι “δεν ενδιαφέρεται με την αύξηση του πλούτου, καθώς ο πλούτος τότε αυξανόταν και οι οικονομολόγοι δεν χρειαζόταν να ανησυχούν γι' αυτό”. Ο Ricardo όμως είδε την κατανομή του πλούτου ως ένα ενδιαφέρον ζήτημα πολιτικής οικονομίας και “επιχείρησε να εξακριβώσει 'τους νόμους που καθορίζουν την κατανομή του προϊόντος της παραγωγής μεταξύ των τάξεων που συμβάλλουν στη διαμόρφωσή του”.

Ο Lippmann υποστήριξε σοφά ότι “η διάκριση της παραγωγής του πλούτου από την κατανομή του” ήταν “σχεδόν σίγουρα λάθος, καθώς το ποσό του πλούτου που είναι διαθέσιμο προς κατανομή δεν μπορεί στην πραγματικότητα να διαχωριστεί από τα ποσοστά στα οποία κατανέμεται… Επιπλέον, το ποσοστό στο οποίο κατανέμεται ο πλούτος επιδρά αναγκαστικά ως προς το παραγόμενο ποσό”.

Ο τρίτος κλασικός οικονομολόγος που ασχολήθηκε με αυτό το ζήτημα ήταν ο Karl Marx. Υπάρχουν πολλά μοιραία σφάλματα στον Mαρξισμό, ανάμεσα στα οποία και η ιδέα ότι μια κοινωνία χωρίζεται σε δύο στρατούς - τους εργάτες και τους καπιταλιστές. [2] Αργότερα πάντως ο Marx έγραψε μια συναρπαστική επιστολή στους συμμάχους του στο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό Κίνημα όπου ασκούσε κριτική σε ένα αναδιανεμητικό σχήμα το οποίο θεωρούσε μη λειτουργικό. Στην περίφημη “Κριτική του Προγράμματος της Γκόθα”, ο Marx ασκεί δριμεία κριτική στον “χυδαίο σοσιαλισμό” και θεωρεί την όλοι έννοια της “δίκαιης κατανομής” μια “παρωχημένη ρητορική ανοησία”. Απαντώντας στην αξίωση του προγράμματος της Γκόθα ότι η παραγωγή της κοινωνίας θα πρέπει να κατανέμεται εξίσου σε όλους, ο Marx ρώτησε “Ακόμη και σε εκείνους που δεν δουλεύουν;... Μα ο ένας άνθρωπος είναι ανώτερος του άλλου σωματικά ή πνευματικά και συνεπώς συνεισφέρει περισσότερη εργασία την ίδια ώρα, ή μπορεί να εργαστεί περισσότερη ώρα… . Αυτό το ίσο δικαίωμα είναι ένα άνισο δικαίωμα για άνιση εργασία… Είναι συνεπώς ένα δικαίωμα στην ανισότητα…”

Παρ' όλα αυτά, ο Marx προσέφερε μια ακτίνα ουτοπικής ελπίδας για το μέλλον στο οποίο τα πράγματα θα γίνονταν τόσο άφθονα που η κατανομή δεν θα συνιστούσε πια θέμα ανησυχίας: “Σε μια υψηλότερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας… αφού οι παραγωγικές δυνάμεις θα έχουν ενισχυθεί με την ολόπλευρη ανάπτυξη του ατόμου και όλες οι πηγές του συνεργατικού πλούτου θα ρέουν με μεγαλύτερη αφθονία - μόνο τότε θα μπορέσουμε να διαβούμε πλήρως τον στενό ορίζοντα του αστικού δικαιώματος και η κοινωνία να γράψει στο λάβαρό της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!”

Αυτό δεν ήταν μια συνταγή, αλλά μια προειδοποίηση: Ο Marx γνώριζε ότι για το προβλεπτό μέλλον τίποτε δεν θα λειτουργούσε χωρίς εργασιακά κίνητρα. Αν το εισόδημα κατανέμονταν εξίσου σε “όσους δεν δουλεύουν”, γιατί να δουλεύει κανείς;

Τα σύγχρονα δημόσια οικονομικά - η “θεωρία της βέλτιστης φορολόγησης” και τα πλέον σύγχρονα “νέα οικονομικά της πρόνοιας” - διδάσκουν επίσης ότι με το να φορολογείται κανείς “ανάλογα με τις ικανότητές του” έχει ένα πολύ ισχυρό κίνητρο να χρησιμοποιήσει τις δεξιότητές του για να αποκρύψει τα κέρδη του (και συνεπώς τις ικανότητές του) από τους φοροσυλλέκτες. Αυτή η προβλέψιμη αντίδραση στις φορολογικές ποινές επί των υψηλών κερδών επιβεβαιώνεται από την οικονομική έρευνα πάνω στην ελαστικότητα του φορολογήσιμου εισοδήματος.

Η κατανομή των κρατικών δαπανών “στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του” ομοίως δίνει στους πιθανούς ωφελούμενους ένα ισχυρό κίνητρο να υπερβάλουν ως προς τις ανάγκες τους. Οι άνθρωποι που συλλαμβάνονται να το κάνουν αυτό ονομάζονταν παλαιότερα “απατεώνες της πρόνοιας” (welfare cheats) και σημαντικός βαθμός απάτης ακόμη συμβαίνει στα κουπόνια τροφίμων, το Medicaid κλπ. H Πίστωση Φόρου Κερδισμένου Εισοδήματος για παράδειγμα, δίνει στους εργασόμενους με χαμηλό εισόδημα ένα επιπλέον κίνητρο να μη δηλώνουν εισόδημα από φιλοδωρήματα, περιστασιακή εργασία ή παράνομες δραστηριότητες.

Στο έργο του Undercover Economist, ο Tim Harford ορθά επισημαίνει ότι “όταν οι οικονομολόγοι λένε ότι η οικονομία είναι αναποτελεσματική, εννοούν ότι υπάρχει κάποιος τρόπος να βελτιωθεί η κατάσταση κάποιου χωρίς να υποστεί βλάβη κανείς άλλος” (το λεγόμενο “κατά Παρέτο βέλτιστο”). Υποστηρίζει όμως ότι ο νομπελίστας Kenneth Arrow ανακάλυψε έναν τρόπο να αναδιανέμει αποτελεσματικά το εισόδημα με “κατάλληλους φόρους σωρευτικών ποσών που δεν επηρεάζουν τη συμπεριφορά κανενός καθώς δεν υπάρχει τίποτε που μπορεί να κάνει κανείς για να τους αποφύγει”.

Δυστυχώς, λέει ο Harford “ένα παράδειγμα αναδιανομής σωρευτικών πόρων θα ήταν να δώσουμε οχτακόσια δολάρια σε όλους όσοι το όνομά τους αρχίζει από Η”. Αυτό δείχνει απλώς ότι αν οι επιδοτήσεις δεν είναι γελοία τυχαίες, τότε θα επηρεάσουν την συμπεριφορά και δεν θα είναι σωρευτικό ποσό. Το κράτος θα μπορούσε να συλλέξει έναν φόρο σωρευτικού ποσού οχτακοσίων δολαρίων από κάθε ενήλικα και στη συνέχεια να δώσει ένα επίδομα σωρευτικού ποσού οχτακοσίων δολαρίων σε κάθε ενήλικα χωρίς καθαρές συνέπειες, για παράδειγμα - αλλά γιατί να το κάνει αυτό; Αν το κράτος προσπαθούσε να φορολογήσει τους ανθρώπους επί τη βάσει των ικανοτήτων τους ή να τους επιδοτήσει βάσει των αναγκών τους, ακόμη και ο Marx ήξερε ότι αυτό θα είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στα κίνητρα.

Η όλη ιδέα απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από έναν άλλο νομπελίστα, τον Joseph Stiglitz στο βιβλίο του Whither Socialism? του 1994 (σ. 46): “τα 'παλιά νέα οικονομικά της πρόνοιας' υπέθεταν ότι οι αναδιανομές σωρευτικών ποσών είναι εφικτές” έγραφε ο Stiglitz. “Τα 'νέα νέα οικονομικά της πρόνοιας' αναγνωρίζουν τους περιορισμούς στην πληροφορία που διαθέτει το κράτος”.

Ο λόγος που οι κυβερνήσεις δεν μπορούν απλώς να πάρουν χρήματα από κάποιους ανθρώπους βάσει του πόσο ικανοί είναι και να τα δώσουν σε άλλους ανθρώπους ανάλογα με το πόσες ανάγκες έχουν, είναι γιατί οι άνθρωποι που γνωρίζουν αυτό το σχέδιο δεν θα ήταν τόσο ανόητοι ώστε να αποκαλύψουν επακριβώς τις ικανότητες και τις ανάγκες τους. Οι πραγματικοί φόροι και οι μεταβιβαστικές πληρωμές διαστρεβλώνουν την συμπεριφορά κατά τρόπους που υπονομεύουν την οικονομική πρόοδο και παράγουν συχνά αποτελέσματα (όπως το να παγιδεύουν τους ανθρώπους στη φτώχεια) που είναι τα αντίθετα από τα διακηρυγμένα.

[1] Στην εισαγωγή του On Socialism του John Stuart Mill από τον Lewis S. Feurer, Buffalo, Prometheus Books, 1987, π. 22.

[2] “Θα ήταν βολικό αν οι 'εργάτες' και οι 'καπιταλιστές' αποτελούσαν δύο διακριτές ομάδες. Στην πράξη όμως υπάρχει σημαντική αλληλεπικάλυψη της ομάδας των εργατών και της ομάδας των ιδιοκτητών του κεφαλαιακού εξοπλισμού και άλλης ιδιοκτησίας… . Παρ' όλα αυτά, οι θεωρητικοί έχουν αφιερώσει πολλή προσοχή στα μοντέλα φανταστικών οικονομικών με μόλις δύο συντελεστές παραγωγής, την εργασία και το κεφάλαιο, για να εξαγάγουν συμπεράσματα ως προς τα ποσοστά του συνολικού εισοδήματος που θα κατευθυνθούν προς καθέναν από τους δύο αυτούς συντελεστές και τα μέλη τους”. D.G. Champernowne & F.A. Cowell, Economic Inequality and Income Distribution, Cambridge UK: Cambridge University Press, 1998, π. 123.

--

Ο Alan Reynolds είναι ερευνητής στο Cato Institute και πρώην διευθυντής οικονομικών ερευνών στο Hudson Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Φεβρουαρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.