Γράφει η Angela Rachdi*
Τα τελευταία χρόνια, διεξάγεται μια έντονη συζήτηση σχετικά με τον καλύτερο τρόπο μείωσης της παιδικής φτώχειας στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με μια θεώρηση η φτώχεια είναι ουσιαστικά πρόβλημα περιορισμένου εισοδήματος. Ως εκ τούτου, ο καλύτερος τρόπος για τη μείωση της φτώχειας είναι η αναδιανομή του εισοδήματος μέσω κυβερνητικών προγραμμάτων. Η άλλη θεώρηση υποστηρίζει ότι, ενώ το περιορισμένο εισόδημα είναι σίγουρα ένα βασικό χαρακτηριστικό, η φτώχεια είναι το αποτέλεσμα άλλων προβλημάτων, όπως η ανεπαρκής εκπαίδευση, η οικογενειακή δομή και η απομάκρυνση από το εργατικό δυναμικό.
Η πρώτη άποψη - ότι η φτώχεια απλώς αντανακλά περιορισμένο εισόδημα - ήταν το επιχείρημα πίσω από το σχέδιο του Προέδρου Τζο Μπάιντεν και των Δημοκρατικών του Κογκρέσου να επεκτείνουν την πίστωση φόρου για τα παιδιά, πρώτα ως μια προσωρινή ανακούφιση από την πανδημία το 2021 (την οποία πέρασαν με επιτυχία) και στη συνέχεια μόνιμα (κάτι που δεν πέρασε). Σύμφωνα με το σχέδιο των Δημοκρατικών, οι περισσότερες οικογένειες ανεξάρτητα από τις υποχρεώσεις τους ως προς τη φορολογία εισοδήματος θα λάμβαναν έως και 300$ το μήνα για κάθε παιδί κάτω των 18 ετών – πράγμα που σημαίνει ότι μια μη εργαζόμενη οικογένεια με δύο μικρά παιδιά θα λάμβανε 7.200$ από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση κάθε χρόνο .
Σε σύγκριση με άλλες πολιτικές, η ιδέα της αποστολής χρημάτων στις φτωχές οικογένειες από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι σχετικά απλή. Και τουλάχιστον στα χαρτιά, θα μείωνε τα ποσοστά φτώχειας βραχυπρόθεσμα. Αλλά επειδή αυτή η προσέγγιση υποθέτει ότι η φτώχεια είναι αποκλειστικά έλλειψη εισοδήματος, απαλλάσσει επίσης τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής από την ευθύνη να δημιουργήσουν πολιτικές που θα επιτρέψουν στα αμερικανικά νοικοκυριά να ευδοκιμήσουν. Εάν μπορούν να «λύσουν» τη φτώχεια αναδιανέμοντας αρκετά χρήματα για να ωθήσουν εκείνους που βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα πάνω από το όριο της φτώχειας, τότε οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να επικεντρωθούν λιγότερο στα προβλήματα που καταρχάς προκαλούν τη φτώχεια.
Μια εναλλακτική άποψη πιστεύει ότι οι οικογένειες έχουν καλύτερες πιθανότητες να ξεφύγουν από τη φτώχεια μακροπρόθεσμα, όταν οι κυβερνητικές πολιτικές όντως αντιμετωπίζουν τους βαθύτερους παράγοντες που συνδέονται με τη φτώχεια. Από αυτή την άποψη, η εστίαση δεν πρέπει να είναι μόνο βραχυπρόθεσμη - λιγότεροι άνθρωποι κάτω από το όριο της φτώχειας σήμερα - αλλά και μακροπρόθεσμη - περισσότερες οικογένειες και παιδιά εξοπλισμένα με τις δεξιότητες και τους πόρους που χρειάζονται για να ανθίσουν.
Ένα νέο κείμενο εργασίας του NBER από τους Jorge Luis García και James Heckman επεξεργάζεται περαιτέρω αυτήν την άποψη και προσφέρει στους διαμορφωτές πολιτικής που ενδιαφέρονται να στηρίξουν την ανοδική κινητικότητα ένα χρήσιμο πλαίσιο αναφοράς. Βασιζόμενοι στην έρευνά τους για τα προγράμματα Perry Preschool και Carolina Abecedarian, κατέδειξαν ότι η ποιότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος (και πιο συγκεκριμένα, οι αλληλεπιδράσεις γονέα-παιδιού) κατά την παιδική ηλικία ήταν μεταξύ των πιο σημαντικών παραγόντων που μακροπρόθεσμα παράγουν θετικά αποτελέσματα για τα παιδιά, συμπεριλαμβανομένων υψηλότερων εισοδημάτων, μεγαλύτερων ποσοστών έγγαμης ζωής και αυξημένης σταθερότητας κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής.
Αν και αυτή η συνεισφορά τους είναι καθαυτή σημαντική, οι συγγραφείς της μελέτης διατύπωσαν επίσης τον σκεπτικισμό τους ως προς τις πολιτικές που εστιάζουν μόνο στο εισόδημα. Γράφουν:
«Το εισόδημα έχει πολλές ανταγωνιστικές χρήσεις. Η ενίσχυσή του πιθανότατα έχει μικρότερο αντίκτυπο στην ανάπτυξη του παιδιού απ’ ό,τι εξίσου δαπανηρές παρεμβάσεις που στοχεύουν σε συγκεκριμένες πτυχές της παιδικής ανάπτυξης (Del Boca et al., 2014)».
Επιπλέον, επέκριναν την τρέχουσα προσέγγιση χάραξης πολιτικής, την οποία περιέγραψαν ως προώθηση προγραμμάτων «από το ράφι» σε βάρος της κατανόησης των συγκεκριμένων μηχανισμών που οδηγούν στην επιτυχία.
Επειδή η έρευνά τους διαπίστωσε ότι η βελτίωση του οικογενειακού περιβάλλοντος έχει ζωτική σημασία για την εξήγηση της μακροπρόθεσμης επιτυχίας του των προγραμμάτων Perry Preschool και Abecedarian Project, δεν φάνηκαν πεπεισμένοι ότι τα προγράμματα προσχολικής ηλικίας (χωρίς εστίαση στις αλληλεπιδράσεις γονέα-παιδιού) θα είχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αντίθετα, υποστήριξαν ότι οι πολιτικές θα πρέπει να βοηθούν στη δημιουργία ενός εμπλουτισμένου οικιακού περιβάλλοντος για τα μη προνομιούχα παιδιά:
«Η παραδοσιακή βιβλιογραφία επικεντρώνεται στα διαπιστευτήρια του προσωπικού των προγραμμάτων και στα προγράμματα σπουδών και παραβλέπει τον ρόλο της οικογένειας στην ενίσχυση της ανάπτυξης του παιδιού. Προηγούμενες έρευνες συνδέουν τα αποτελέσματα του Perry και του ABC στις δεξιότητες με την επίδρασή τους στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα (π.χ. εκπαίδευση, εισόδημα από εργασία και εγκληματικότητα· Heckman et al., 2013). Τα στοιχεία μας σχετικά με τον αντίκτυπο αυτών των προγραμμάτων στη γονική μέριμνα και επένδυση παρέχουν μια καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που διέπουν την επιτυχία ενός προγράμματος. Παρέχουν στοιχεία που καταδεικνύουν τη σύνδεση που υπάρχει μεταξύ των οικιακών περιβαλλόντων και του σχηματισμού των δεξιοτήτων».
Οι García και Heckman κατέδειξαν περαιτέρω ότι τα προγράμματα που ενίσχυαν με παρόμοιο τρόπο τη σχέση γονέα-παιδιού είχαν εξίσου εντυπωσιακά αποτελέσματα με πολύ μικρότερο κόστος. Οι πτυχές αυτών των προγραμμάτων περιελάμβαναν εκπαιδευμένους επαγγελματίες που διδάσκουν τους γονείς για την ανάπτυξη του παιδιού και τους δείχνουν θετικούς τρόπους αλληλεπίδρασης με το παιδί τους. Οι García και Heckman υποστήριξαν ότι η εστίαση στο οικιακό περιβάλλον θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά την ανοδική κινητικότητα για τα παιδιά χαμηλού εισοδήματος – κάτι που λίγα κυβερνητικά προγράμματα και πολιτικές μπόρεσαν να πετύχουν. Για παράδειγμα, οι García, Heckman και Ronda (2021) βρήκαν ότι οι συμμετέχοντες στο Perry Preschool κέρδιζαν σχεδόν 10.000 $ περισσότερα ετησίως ως ενήλικες από τα μέλη της ομάδας ελέγχου, σημαντικά περισσότερα από τα μακροπρόθεσμα κέρδη από τη λήψη του προνοιακού επιδόματος EITC (Earned Income Tax Credit) κατά την παιδική ηλικία.
Οι πληροφορίες των García και Heckman προσφέρουν ένα πλαίσιο που θα πρέπει να αξιοποιηθεί από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Αντί για ακριβά προγράμματα μεταβιβάσεων εισοδήματος που πιθανότατα έχουν περιορισμένα αποτελέσματα ως προς τη μακροπρόθεσμη ανοδική κινητικότητα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να επικεντρωθούν στη βελτίωση του οικογενειακού περιβάλλοντος.
*Η Angela Rachidi είναι διακεκριμένο στέλεχος American Enterprise Institute, όπου μελετά το φαινόμενο της φτώχειας και τα αποτελέσματα των σχετικών πολιτικών στα άτομα χαμηλού εισοδήματος στις ΗΠΑ.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 3 Νοεμβρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.