Του Adrian Nikolov*
Οι διαδηλώσεις στη Βουλγαρία μετρούν πλέον σχεδόν δύο μήνες. Καθώς η κυβέρνηση δεν κατάφερε να προσφέρει μια πραγματική εναλλακτική που θα μπορούσε να ικανοποιεί τα αιτήματα των διαδηλωτών και να επιλύσει έτσι τη μαίνουσα πολιτική κρίση, ας εξετάσουμε τις αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτό και ας προσπαθήσουμε να ρίξουμε λίγο φως στο άμεσο πολιτικό μέλλον της χώρας.
Η μικρή σπίθα που προκάλεσε αυτή τη μεγάλη πυρκαγιά ήταν μια επίσκεψη που έλαβε μεγάλη κάλυψη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενός διαπρεπούς πολιτικού της αντιπολίτευσης σε ένα αυθαίρετο παραθαλάσσιο παλάτι που ανήκει σε έναν πρώην επικεφαλής του κόμματος DPS, γνωστού για το σημαντικό του ρόλο στις ισορροπίες ισχύος.
Καθώς ο ηγέτης της αντιπολίτευσης δέχθηκε γρήγορα επίθεση από την ασφάλεια του κτιρίου - που λέγεται πως μάλιστα χρηματοδοτείται από το κράτος - το αυθαίρετο αυτό παραθαλάσσιο ανάκτορο γρήγορα έγινε σύμβολο διαφθοράς και διασπάθισης κρατικών χρημάτων, μια εβδομάδα μετά το επισκέφθηκαν πολλές χιλιάδες διαδηλωτές που αποφάσισαν ότι τα πράγματα δεν πάνε άλλο, εξέλιξη που οδήγησε με τη σειρά της σε συγκρούσεις τόσο με την αστυνομία όσο και με τις δυνάμεις ασφαλείας.
Οι διαδηλωτές τότε μετακινήθηκαν στην πρωτεύουσα όπου έστησαν μια σκηνή (και έναν χώρο συνεργασίας) στο μέσω ενός από τους κόμβους με τη μεγαλύτερη κίνηση που οδηγούν στο κέντρο της πόλης. Έκτοτε, η κύρια μορφή διαμαρτυρίας είναι ο αποκλεισμός δρόμων και οι σποραδικές διαδηλώσεις μπροστά από κρατικά κτίρια και έδρες εξουσίας.
Το σημαντικότερο πάντως είναι το κίνητρο και ο στόχος τους.
Είναι σημαντικό να μην ταυτιστεί η βαθιά αιτία των προβλημάτων που οδήγησαν στη διαμαρτυρία με την άμεση αφορμή που προκάλεσε τους τελευταίους δύο μήνες διαδηλώσεων.
Τα προβλήματα είναι διττά - ευρεία διαφθορά, ευνοιοκρατία, έλεγχος του κράτους και ολιγαρχικός έλεγχος από μια μόνο φαινομενικά δημοκρατική κυβέρνηση που ενσαρκώνεται από τον πρωθυπουργό Μπορίσοφ και τον στενό του κύκλο από την μία πλευρά, και από την άλλη ο ρόλος του γενικού εισαγγελέα ως ενός μη εκλεγμένου αξιωματούχου που δεν λογοδοτεί σε κανέναν ισχυρό άνδρα.
Έτσι, οι δύο στόχοι της διαμαρτυρίας έγιναν η παραίτηση του πρωθυπουργού και η παραίτηση του γενικού εισαγγελέα (η οποία ιδανικά θα οδηγήσει σε αλλαγή του ρόλου του αξιώματος στο δικαστικό σύστημα). Αυτό πρέπει να ακολουθηθεί από μια μείζονα πρωτοβουλία εναντίον της διαφθοράς και τη διάλυση του σημερινού ολιγαρχικού μοντέλου, όμως το πώς θα γίνει αυτό δεν είναι ακόμη σαφές.
Και φαίνεται ότι προς το παρόν τίποτα πέρα από αυτές τις δύο παραιτήσεις δεν μπορεί να κατευνάσει τις διαμαρτυρίες. Αυτό έγινε σαφές από τις συνεχείς προσπάθειες του πρωθυπουργού να προσφέρει σταδιακά ολοένα και πιο γενναιόδωρα “δώρα” στους πολίτες, παραμένοντας την ίδια ώρα στην εξουσία.
Πρώτον, θυσίασε τρεις κορυφαίους υπουργούς που θεωρείται ότι συνδέονται με την κομματοκρατία, και ιδίως τον υπουργό οικονομικών που θεωρείται ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα του πιο ισχυρού ολιγάρχη στην κυβέρνηση. Καθώς αυτό δεν ηρέμησε την διαμαρτυρία, η δεύτερη προσφορά είχε ακόμη πιο δραστικό χαρακτήρα - ένα νέο Σύνταγμα για τη χώρα, που θα συνταχθεί από το κυβερνών κόμμα.
Νομικοί εμπειρογνώμονες (συμπεριλαμβανομένης και της νομικής ομάδας του ΙΜΕ) θεωρούν ότι το εγχείρημα του νέου Συντάγματος που προτάθηκε είναι παράλογο. Πρόκειται κατ’ ουσία για μια χωρίς έρεισμα αναδιαμόρφωση των κεφαλαίων του σημερινού συντάγματος, χωρίς προοίμιο, και περιλαμβάνει ανεξήγητες αλλαγές όπως την εκχώρηση στους δικαστές και τους εισαγγελείς του δικαιώματος να προτείνουν νομοσχέδια.
Η αντίδραση από τους πολίτες ήταν τόσο αρνητική που λίγες μέρες μετά την εμφάνιση του πλήρους σχεδίου του κειμένου, ο Μπορίσοφ αναγκάστηκε να θυσιάσει τον υπουργό δικαιοσύνης που λέγεται ότι το συνέταξε.
Στο σημείο αυτό, δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό ότι το κυβερνών κόμμα GERB θέλει όντως να αλλάξει το σύνταγμα. Αντιθέτως φαίνεται ότι η συζήτηση για την αλλαγή αυτή είναι πρωτίστως μια προσπάθεια να κερδίσει η κυβέρνηση χρόνο μέχρι τις γενικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για το τέλος του Μαρτίου του 2021.
Βεβαίως, ο Μπορίσοφ με τις συνεχείς κατευναστικές του προσφορές πέρα από την παραίτησή του κερδίζει λίγες μέρες κάθε φορά καθώς η εκάστοτε νέα προσφορά συζητιέται στη δημόσια σφαίρα και στη συνέχεια απορρίπτεται ως ανεπαρκής.
Η ιδέα όμως ότι το Σύνταγμα μπορεί να τροποποιηθεί ή να συνταχθεί εκ νέου έχει βγάλει από την ντουλάπα διάφορες πολύ επικίνδυνες ιδέες, ιδίως από την πλευρά του εθνικιστικού ήσσονος κυβερνητικού εταίρου.
Προς το παρόν έχει προταθεί να ενταχθεί στο νέο σύνταγμα η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία που θα υποδουλώσει τους νέους άνδρες (και πιθανόν και τις γυναίκες) της χώρας για τουλάχιστον έναν χρόνο εκτρέποντάς τους από την προσωπική και επαγγελματική τους ανάπτυξη.
Μια ακόμη σπουδαία δική τους πρόταση είναι η εισαγωγή εκπαιδευτικών προϋποθέσεων για την ψήφο στις εκλογές, που έχει ως στόχο να στερήσει τα εκλογικά δικαιώματα από περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού της χώρας και να επιτείνει τα κοινωνικά χάσματα. Αυτές οι δύο προτάσεις αρκούν για να καταδείξουν τους κινδύνους της σύνταξης ενός νέου θεμελιώδους νόμου στο σημερινό κλίμα.
Και φτάνουμε στο ζήτημα του γενικού εισαγγελέα, ο οποίος ενεργεί ως εάν οι διαδηλωτές να ζητούν μόνο την παραίτηση του πρωθυπουργού και όχι και τη δική του. Υπάρχει μια αύρα αήττητου γύρω από τον γενικό εισαγγελέα και ευλόγως - η εξουσία του είναι ανεξέλεγκτη, και μπορεί να απελευθερώσει την πλήρη ισχύ του δικαστικού συστήματος εναντίον οποιουδήποτε σταθεί απέναντι σ’ αυτόν ή τους συμμάχους του.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την αδυναμία της αντιπολίτευσης. Το κόμμα εναντίον της διαφθοράς που οργανώσει προς το παρόν τις διαδηλώσεις δεν εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο και έχει πολύ μικρή υποστήριξη από τους πολίτες. Το μεγαλύτερο αντιπολιτευτικό κόμμα στο κοινοβούλιο - οι σοσιαλιστές - είναι ακέφαλο και δεν μπορεί να προσφέρει μια ουσιαστική εναλλακτική έναντι της σημερινής κυβέρνησης, την ώρα που το ίδιο πλήττεται από σχέσεις με ολιγάρχες και κατηγορίες για διαφθορά.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν μια αύξηση της υποστήριξης προς τους λαϊκιστές, μεταξύ των οποίων και το νέο κόμμα ενός πρώην παρουσιαστή ενός βραδινού τηλεοπτικού σόου.
Και η ΕΕ δεν βοηθά - αντιθέτως, στο ξεκίνημα των γεγονότων του Αυγούστου, διαπρεπείς Ευρωπαίοι πολιτικοί εξέφρασαν την υποστηριξή τους για τον πρώην επικεφαλής του DPS και ιδιοκτήτη του κάστρου, προκαλώντας την οργή του κινήματος εναντίον της διαφθοράς. Ένα επαναλαμβανόμενο μήνυμα της διαμαρτυρίας εστιάζει επίσης στον ρόλο των χρημάτων από την ΕΕ στην εξαγωγή προσόδων που χρησιμοποιούνται από την τάξη των ολιγαρχών, δημιουργώντας έτσι ευρωσκεπτικιστικά συναισθήματα.
Ακόμη, οι διαδηλωτές απογοητεύτηκαν από την γρήγορη αντίδραση των θεσμών και των αξιωματούχων της ΕΕ στα γεγονότα της Λευκορωσίας, ενώ την ίδια ώρα έκαναν τα στραβά μάτια σε παρόμοιες εξελίξεις εντός των συνόρων της ΕΕ.
Πώς θα εξελιχθεί στο εξής η κατάσταση; Είναι δύσκολο να πει κανείς. Φαίνεται πως ο Μπορίσοφ είναι αποφασισμένος να παραμείνει στην εξουσία με κάθε τρόπο, ακόμη κι αν χρειαστεί να καταφύγει στη βία για να καταστείλει τις διαμαρτυρίες. Την ώρα ώρα, το κίνημα εναντίον της διαφθοράς φαίνεται να διατηρεί τις δυνάμεις του και να προσελκύει και περισσότερους ανθρώπους όσο θερμαίνεται το πολιτικό περιβάλλον.
Ακόμη κι αν επιτευχθεί ο στόχος της απομάκρυνσης του Μπορίσοφ από την εξουσία, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι θα ακολουθήσει, καθώς η διαφθορά έχει βαθύτερες ρίζες και η εξάλειψή της θα απαιτήσει χρόνο, προσπάθεια και αφοσίωση. Παρ’ όλα αυτά, η πορεία εναντίον της διαφθοράς έχει ξεκινήσει.
*Ο Adrian Nikolov είναι ερευνητής στο βουλγαρικό Institute for Market Economics.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 9 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.