Του Tom Spencer
Εν μέσω μιας παγκόσμιας λαϊκιστικής επίθεσης εναντίον των μεγάλων τεχνολογικών εταιριών, των “Big Tech”, η Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο απέτυχε να αντισταθεί, αλλά και υιοθέτησε μια παράλογη επίθεση εναντίον κάποιων από των πιο καινοτόμων εταιριών στον κόσμο. Οι επιθέσεις αυτές το μόνο που πετυχαίνουν είναι να υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα της Ενιαίας Αγοράς, και διώχνουν επενδύσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους Ευρωπαίους έξω από την Ένωση. Το πρόβλημα αυτό θα γίνει ακόμη εντονότερο με την επιβολή ενός νέου ψηφιακού φόρου που σήμερα είναι υπό διαβούλευση.
Ήδη βλέπουμε τεράστια επίπεδα αποεπένδυσης στην Ευρώπη λόγω της λαϊκιστικής της πολιτικής για την τεχνολογία. Για παράδειγμα, οι επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων σε ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις έχουν υποδιπλασιαστεί μετά την εφαρμογή του GDPR και πάρα πολλές συγχωνεύσεις απέτυχαν λόγω ανησυχιών περί συμμόρφωσης. Η Επιτροπή πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτική για να αποφύγει να επαναλάβει τις αποτυχίες του GDPR με τη ρύθμιση των τεχνολογικών εταιριών. Οι προτάσεις για έναν ειδικό ψηφιακό φόρο δείχνουν μια πλήρη απουσία αναγνώρισης αυτού του κινδύνου και θα παραγάγουν ακόμη χειρότερα αποτελέσματα για τους Ευρωπαίους.
Αυτή την στιγμή τρεις πολιτικές βρίσκονται στο στάδιο της διαβούλευσης:
Ένας συμπληρωματικός φόρος εταιρικών εσόδων επί όλων των εταιριών με ψηφιακές δραστηριότητες εντός της ΕΕ.
Ένας φόρος επί των εσόδων από συγκεκριμένες ψηφιακές δραστηριότητες εντός της ΕΕ.
Ένα φόρος επί των διεπιχειρηματικών (B2B) ψηφιακών συναλλαγών στην ΕΕ.
Καθένας από τους φόρους αυτούς θα παραγάγει σημαντικές στρεβλώσεις, καθώς και οι τρεις ξεκινούν από την υπόθεση ότι είναι εύκολο να οριστούν οι ψηφιακές δραστηριότητες μιας εταιρίας. Μπορούμε να δούμε από την εμπειρία του ΦΠΑ ότι η χορήγηση κατευθυντήριων γραμμών ως προς τη συλλογή των φόρων συνεπάγεται σημαντικά κόστη συμμόρφωσης για τις εταιρίες και οδηγεί σε αναποτελεσματικότητες, μειώνοντας έτσι τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη. Το ίδιο θα συμβεί και με τους τρεις προτεινόμενους ψηφιακούς φόρους.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε επιμέρους φόρος έχει τα δικά του προβλήματα. Πρώτον, ένας συμπληρωματικός φόρος δεν θα επιβληθεί εξίσου σε κάθε κράτος-μέλος, και αυτό θα προκαλέσει στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά. Η αρμοδιότητα του ορισμού των εταιρικών φόρων εντός της ΕΕ σε μεγάλο βαθμό ανήκει στις ίδιες τις χώρες. Αυτό σημαίνει ότι ένας συμπληρωματικός φόρος 2% θα επηρεάσει την Ιρλανδία (που επιβάλλει εταιρικό φόρο 12,5%) πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι ένας ισοδύναμος φόρος τη Γαλλία (που επιβάλλει εταιρικό φόρο 33,3%).
Δεύτερον, οι φόροι επί του τζίρου (επί των εσόδων) είναι πολύ επιβλαβείς για την οικονομία. Σε μια δημοσίευση του Epicenter το 2019, οι ερευνητές επεσήμαναν ότι αυτοί οι φόροι πλήττουν άμεσα την παραγωγική οικονομική δραστηριότητα, παράγοντας μεγάλες καθαρές απώλειες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άμεση αποθάρρυνση των επενδύσεων και της επέκτασης σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι οι φόροι επί των κερδών, καθώς τιμωρεί την επέκταση στην αγορά ακόμη κι αν αυτή δεν είναι ιδιαίτερα επικερδής.
Η τρίτη πρόταση δεν είναι καλύτερη από τις προηγούμενες. Η πρόταση για φορολόγηση των συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων, ισοδυναμεί με φορολόγηση μιας επιχειρηματικής εισροής. Αυτό κάνει πολύ πιο δύσκολο το να επενδύσει κάποιος στην επιχείρησή του. Ας υποθέσουμε ότι η Εταιρία Α πληρώνει την Εταιρία Β να σχεδιάσει τον ιστότοπό της. Η Εταιρεία Α δεν θα πρέπει να πληρώσει φόρο επενδύσεων. Αν φορολογηθούν αυτές οι υπηρεσίες, το καθαρό αποτέλεσμα θα είναι μια καθυστέρηση στον ψηφιακό μετασχηματισμό που μπορεί να θέλουν να πετύχουν οι εταιρίες, υπονομεύοντας έτσι τις δυνατότητές τους για καινοτομία.
Κάθε μία από τις προτάσεις της Επιτροπής θα παραγάγει σημαντικά χειρότερα αποτελέσματα για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Αντί γι’ αυτό, η ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει τη σταθεροποίηση του ΦΠΑ ως ενός καλύτερου τρόπου για τη φορολόγηση των τεχνολογικών εταιριών. Ο ΦΠΑ είναι ένας σχετικά αποτελεσματικός και αποδοτικός φόρος. Καθώς χρεώνεται σε κάθε στάδιο παραγωγής, είναι δύσκολη η αποφυγή του και εύκολη η συμμόρφωση προς αυτόν. Επίσης δεν είναι απ’ όσο φαίνεται φθίνων φόρος και πολλοί μάλιστα θεωρούν πως είναι κάπως προοδευτικός. Όταν όμως επιτρέπεται ο ΦΠΑ να έχει μια όχι αρκετά ευρεία βάση, τότε αυτά τα πλεονεκτήματα εξαφανίζονται. Σήμερα, η ψηφιακή οικονομία ήδη φορολογείται αποτελεσματικά στην ΕΕ μέσω του ΦΠΑ. Από την 1 Ιουλίου 2021 θα εφαρμοστούν νέοι κανόνες σε ό,τι αφορά την επιβολή ΦΠΑ στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Αυτό αναμένεται ότι θα αποδώσει επιπλέον 7 δις ευρώ ετησίως, πέρα από τα 4,5 δις ευρώ που εισπράττονται από τις ψηφιακές υπηρεσίες υπό το υφιστάμενο σύστημα που ισχύει από το 2018.
Αν η Επιτροπή θέλει να διασφαλίσει ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες φορολογούνται επαρκώς, τότε θα πρέπει να ανοίξει τα μάτια της. Οι τεχνολογικές εταιρίες ήδη καταβάλλουν τεράστιους φόρους. Αντί η ΕΕ να διακινδυνεύσει να κλείσει τις ευρωπαϊκές αγορές σε κάποιες από τις πιο καινοτόμες εταιρίες στον κόσμο με αυτούς τους φόρους, θα πρέπει να επικεντρωθεί στη διαπραγμάτευση μιας καλής πολιτικής στο επίπεδο το ΟΟΣΑ για να διασφαλίσει ότι αυτό δεν θα έχει ως αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερη υποεπένδυση. Αυτή η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει όπως επισημαίνουν πολλές πλευρές απαντώντας στο πλαίσιο της διαβούλευσης. Η ΕΕ δεν πρέπει να μειώσει το αποτέλεσμα των πολυμερών συμφωνιών με την ιδεοληπτική της επιθυμία να αποκτήσει ένα μοναδικά ευρωπαϊκό σύστημα ψηφιακής φορολόγησης. Αν η ΕΕ δεν προσέξει περισσότερο απ’ όσο φαίνεται σήμερα στο στάδιο της διαβούλευσης, τότε με την εφαρμογή της ψηφιακής φορολόγησης θα συμβεί η ίδια αποεπένδυση που ειδαμε και μετά το GDPR.
--
Ο Tom Spencer είναι ο βασικός υπεύθυνος οργάνωσης των London Neoliberals, και αντιπρόεδρος Διεθνών Παραρτημάτων του Progressive Policy Institute.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 25 Μαρτίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.