Του John Glaser
Στην εξωτερική πολιτική, η διακυβέρνηση Τραμπ είναι βυθισμένη στα σκάνδαλα και τις δολοπλοκίες ήδη από την πρώτη της μέρα. Από την παραίτηση του MIcheal Flynn, την απρόσεκτη επιδρομή στην Υεμένη, την εξόρμηση για τον βομβαρδισμό της Μουσούλης στο Ιράκ που είχε ως θύματα μέχρι και 200 πολίτες, μέχρι και την αδιάκοπη διαμάχη για την εμπλοκή της Ρωσίας στις εκλογές μας, είναι δύσκολο ακόμη και να παρακολουθεί κανείς αυτά τα ζητήματα.
Με όλες αυτές τις περισπάσεις, είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι υπάρχουν σημαντικά ζητήματα που απαιτούν σοβαρή αντιμετώπιση. Υψηλή προτεραιότητα ανάμεσα σ' αυτά έχει η συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά. Η συμφωνία αυτή όχι μόνο πρέπει να ανταγωνιστεί για την προσοχή μας άλλες διαμάχες που στρωβιλίζονται γύρω τον Λευκό Οίκο, αλλά και να αντέξει την αμφισβήτησή της από γεράκια που αρνούνται να αναγνωρίσουν την επιτυχία της.
Στην ετήσια διάσκεψη της American Israel Public Affairs Commitee αυτή την εβδομάδα, ο αρχηγός της πλειοψηφίας στην Γερουσία Mitch McConnell άσκησε κριτική στο Κοινό Περιεκτικό Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action - JCPOA) τονίζοντας ότι χαρίζει “δισεκατομμύρια στο ιρανικό καθεστώς για να τα διανείμει αυτό στους πολιτικούς του πελάτες”. Στην ίδια διάσκεψη, ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Paul Ryan περιέγραψε τη συμφωνία ως μια “αδιαμφισβήτητη καταστροφή [...] επικίνδυνη για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον κόσμο”.
Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος των χειροπιαστών ωφελημάτων από την χαλάρωση των κυρώσεων έχει διοχετευθεί στη βελτίωση της οικονομίας για τους καθημερινούς Ιρανούς. Η συμφωνία, αντί για “επικίνδυνη” και “αδιαμφισβήτητη καταστροφή” έχει πετύχει την υπαναχώρηση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και την άμβλυνση των εντάσεων στην περιοχή.
Οι ρητορικές καταχρήσεις στη συζήτηση για το JCPOA δεν είναι καλός οιωνός για την επιβίωση της συμφωνίας. Ακόμη και οι σχετικά μετριοπαθείς του επιτελείου του Τραμπ - άνθρωποι όπως ο Υπουργός Άμυνας James Mattis και ο Υπουργός Εσωτερικών Rex Tillerson, που συχνά περιγράφονται ως “οι ενήλικες” σε αντιπαράθεση με το αντίπαλο μπλοκ των “ιδεολογων” - φαίνεται να είναι περισσότερο γεράκια παρά πραγματιστές σε ό,τι αφορά το Ιράν.
Με άλλα λόγια, ο Λευκός Οίκος υπό τον Τραμπ αντανακλά την αρνητική στάση ως προς το JCPOA. Η επιβίωση της συμφωνίας εξαρτάται από το κατά πόσο η κυβέρνηση θα παράσχει ουσιαστική υποστήριξη, κατανοώντας στον επαρκή βαθμό τα πλεονεκτήματά της.
Η χαλάρωση των κυρώσεων είναι ένα σημαντικό μέρος αυτής της διαδικασίας. Η κυβέρνηση Τραμπ οφείλει να δουλέψει σκληρά για να διασφαλίσει ότι το Ιράν θα δει το σύνολο των ωφελειών από την χαλάρωση των κυρώσεων ως αντάλλαγμα της υπαναχώρησης στο πυρηνικό του πρόγραμμα, την οποία έχει πραγματοποιήσει.
Δυστυχώς, τόσο η Γερουσία όσο και η Βουλή, εργάζονται στην κατεύθυνση της επιβολής επιπρόσθετων κυρώσεων στο Ιράν. Η νομοθεσία θα στοχεύει σε ανθρώπους που σχετίζονται με το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν καθώς και σε ξένες οντότητες που συνεργάζονται επιχειρηματικά με αυτούς, και θα επιβάλει κυρώσεις για τρομοκρατία στο Ιρανικό Σώμα Φρουρών της Επανάστασης (Iranian Revolutionary Guards Corps - IRGC).
Οι ανησυχίες όμως για το πυραυλικό πρόγραμμα του Ιράν και την υποστήριξη που παρέχει η χώρα στην τρομοκρατία είναι διακριτές από το JCPOA. Η συμφωνία για τα πυρηνικά σχεδιάστηκε στο στενό πλαίσιο μιας συμφωνίας μη διάδοσης. Οι πρόσφατες ιρανικές δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων, που προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των επικριτών της συμφωνίας, δεν παραβίασαν την συμφωνία.
Ακόμη περισσότερο, οι πύραυλοι του Ιράν δεν συνιστούν κάποια σοβαρή απειλή ασφάλειας. Το Ιράν είναι στρατιωτικά αδύναμο σε σύγκριση με όλους τους γείτονες ανταγωνιστές του και εύκολα αποτρέπεται η χρήση των πυραύλων αυτών για την επίθεση στους αντιπάλους του.
Σε ό,τι αφορά την επιβολή κυρώσεων για τρομοκρατία στους Φρουρούς της Επανάστασης, αυτό θα ήταν ένας άσκοπος πλεονασμός που δεν θα αποδώσει θετικά αποτελέσματα, αλλά μπορεί να κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Οι Φρουροί είναι ήδη “μια από τις οντότητες με τις περισσότερες κυρώσεις παγκοσμίως” και αυτά τα πρόσθετα αυτά μέτρα θα έχουν αμελητέα αποτελέσματα στις δραστηριότητές τους. Τυχόν νέες κυρώσεις μπορεί μάλιστα να υπονομεύσουν την εκστρατεία ενάντια στο ISIS, καθώς οι Φρουροί και οι ιρανικές σιιτικές πολιτοφυλακές πολεμούν το ISIS στο Ιράκ και την Συρία. Πράγματι, Αμερικανοί αξιωματούχοι στις ένοπλες δυνάμεις και την αντικατασκοπεία προειδοποιούν ότι τέτοιου είδους κυρώσεις “μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τα αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ και συνολικά τη μάχη εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, και μπορεί να αποτελέσουν μια άνευ προηγουμένου χρήση ενός νόμου που δεν σχεδιάστηκε για να επιβάλει κυρώσεις σε κυβερνητικούς θεσμούς”.
Η επιβολή νέων κυρώσεων στο Ιράν που δεν σχετίζονται με το JCPOA και έχουν σχεδόν μηδενικές πιθανότητες να αποδώσουν τα επιθυμητά αποτελέσματα έχει αχρείαστα ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Στην ειρωνική του μάλιστα απάντηση αυτή την εβδομάδα στις νέες κυρώσεις των ΗΠΑ, το Ιράν μας καλεί να επιβάλουμε “κυρώσεις στο καθεστώς των αμυντικών επιχειρηματικών εταιριών που υποστηρίζουν τον ισραηλιτικό εποικισμό”. Αυτή η έντονη ανταποδοτική στιχομυθία υπονομεύει την εμπιστοσύνη ανάμεσα στο Ιράν, τις ΗΠΑ και τα υπόλοιπα κράτη που υπέγραψαν τη συμφωνία (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ρωσία, Κίνα και Γερμανία) δημιουργώντας στο Ιράν αντικίνητρα έναντι της συμμόρφωσής του με τους περιορισμούς που αυτή προβλέπει.
Το πιο ανησυχητικό μάλιστα είναι πως αυτή ακριβώς μπορεί να είναι και η πρόθεση εκείνων που αντιτίθενται στη συμφωνία. Αυτοί αναγνωρίζουν ότι η μονομερής απόσυρση από το JCPOA θα είχε μεγάλο διπλωματικό κόστος για την Αμερική αλλά, αν μπορέσουν να προκαλέσουν παραβιάσεις από πλευράς του Ιράν, μπορούν να καταστρέψουν την συμφωνία και ταυτόχρονα να αποφύγουν το φταίξιμο.
Τόσο ο Λευκός Οίκος, όσο και το Κογκρέσο πρέπει να κατανοήσουν ότι το μέλλον της συμφωνίας με το Ιράν για τα πυρηνικά είναι ζήτημα επιλογής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να επιλέξουν να υποστηρίξουν τη συμφωνία και να διασφαλίσουν στο Ιράν την υποσχεμένη χαλάρωση των κυρώσεων. Ή αντίθετα, μπορούν να επιλέξουν να υπονομεύσουν τη συμφωνία διογκώνοντας την απειλή που συνιστά το Ιράν και προκαλώντας ένταση για περιφερειακά ζητήματα. Η πρώτη επιλογή αναχαιτίζει την διάδοση πυρηνικών στη Μέση Ανατολή. Η δεύτερη διανοίγει τον κίνδυνο μιας καταστροφικής σύγκρουσης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν.
--
Ο John Glaser είναι αναπληρωτής διευθυντής των σπουδών εξωτερικής πολιτικής στο Cato Institute.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 29 Μαρτίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.