Του Sheldon Richman
Είναι ευρέως γνωστό πως ο Karl Marx προσέλκυσε την προσοχή στην ιδέα της πάλης των τάξεων. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι το 1852, όπως υπενθυμίζει ο ιστορικός David Hart, ο Marx έγραψε ότι “σε ό,τι με αφορά, τα εύσημα για την ανακάλυψη της ύπαρξης και της σύγκρουσης των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία δεν ανήκουν σε μένα. Οι αστοί ιστορικοί ήταν αυτοί που παρουσίασαν την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων, και οι οικονομολόγοι κατέδειξαν την οικονομική της ανατομία πολύ πριν από μένα”.
Ως αστούς ιστορικούς και οικονομολόγους, ο Marx εννοούσε τους φιλελεύθερους υπέρμαχους του laissez-faire όπως ο Charles Comte, o Charles Dunoyer και άλλοι Γάλλοι συγγραφείς του πρώιμου 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Hart, “ο Marx λεηλάτησε ό,τι μπορούσε από το έργο τους για να βοηθηθεί στο εγχείρημά του, ή… προφανώς τους παρερμήνευσε στη βιασύνη του να ασχοληθεί με πιο σημαντικά ζητήματα”.
Υπό το πρίσμα αυτού του αποσπάσματος από τον Marx, αξίζει να εξετάσουμε την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων υπό την οπτική των κλασικών φιλελεύθερων. Αρχικά, αυτή η ταξική ανάλυση μπορεί να φαίνεται παράδοξη. Οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς από καιρό είχαν υπογραμμίσει ότι το εμπόριο φέρνει ολοένα και πιο περίπλοκες μορφές κοινωνικής συνεργασίας μέσω του καταμερισμού της εργασίας και των ελεύθερων συναλλαγών. Όπως επεσήμανε ο Ludwig von Mises, η συνειδητοποίηση ότι η εξειδίκευση και το εμπόριο επιτρέπουν την επίτευξη απεριόριστων αμοιβαίων οφελημάτων παρακινεί τους ανθρώπους να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να συνεργαστούν στην παραγωγική διαδικασία. Πώς θα μπορούσαν οι κλασικοί φιλελεύθεροι του πρώιμου 19ου αιώνα να ενδιαφέρονται λοιπόν για την πάλη των τάξεων;
Οι Compte και Dunoyer, μαζί με τον Augustin Thierry του οποίου το έντυπο Le Censeur Europeen υπήρξε εστία ριζοσπαστικής σκέψης υπέρ της ελευθερίας των αγορών, επηρεάστηκαν από τον σημαντικό, αλλά σχετικά παραγνωρισμένο, Γάλλο οικονομολόγο της ελεύθερης αγοράς Jean-Baptiste Say, τον οποίο ο Murray Rothbard εξύμνησε χαρακτηρίζοντάς τον ως “λαμπρά καινοτόμο και ανώτερο του Adam Smith”. Οι σπόροι της πρώιμης κλασικά φιλελεύθερης θεωρίας των τάξεων μπορούν να εντοπιστούν στη δεύτερη και τις μετέπειτα εκδόσεις του Δοκιμίου Περί Πολιτικής Οικονομίας του Say (που δημοσιεύθηκε αρχικά το 1803), έργο που αντανακλούσε την αντίδραση του συγγραφέα στις στρατιωτικές δαπάνες του Ναπολέοντα και την παρέμβασή του στη γαλλική οικονομία. Για τον Say, η εξουσία του κράτους να φορολογεί τους καρπούς της εργασίας και να κατανέμει γενναιόδωρα ωφελήματα και θέσεις εργασίας, είναι η πηγή της ταξικής διαίρεσης και της εκμετάλλευσης. Όπως έγραψε σε ένα άλλο έργο του, “οι τεράστιες αμοιβές και τα προνόμια που συνήθως συνεπάγεται μια θέση εργασίας στο Δημόσιο προκαλούν έντονα τη φιλοδοξία και την απληστία. Δημιουργούν μια βίαιη πάλη μεταξύ όσων κατέχουν θέσεις και όσων τις θέλουν”. Βεβαίως, κάποιος πρέπει να προσφέρει τα γενναιόδωρα αυτά ωφελήματα.
Οι Comte και Dunoyer πήραν αυτόν τον σπόρο και τον καλλιέργησαν ώστε να φτάσει στο επίπεδο μιας πλήρους ταξικής ανάλυσης. Το ζητούμενο ήταν ποιοι ακριβώς συνιστούν τις τάξεις. Η άποψη του Say ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται στην αγορά είναι άυλα αγαθά και ότι ο επιχειρηματίας, όπως και ο χειρώνακτας, είναι παραγωγός επηρέασε βαθιά τους Comte και Dunoyer. Όπως γράφει ο Hart “μια συνέπεια της άποψης του Say είναι ότι υπήρξαν πολλοί που συνέβαλαν παραγωγικά στη νέα βιομηχανική εποχή, μεταξύ των οποίων οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων, οι επιχειρηματίες, οι μηχανικοί και άλλοι τεχνολόγοι, καθώς και όσοι μετέχουν στην παραγωγή γνώσης όπως οι δάσκαλοι, οι επιστήμονες και άλλοι 'γνώστες' ή διανοούμενοι”.
Εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι
Το να περιγραφεί σωστά ποιοι συνιστούν τα μέλη της εκάστοτε τάξης είναι σημαντικό αν θέλουμε να διακρίνουμε με ακρίβεια τους εκμεταλλευτές από τους εκμεταλλευόμενους. Ο Marx πίστευε ότι μόνο τα μέλη του προλεταριάτου δημιουργούν αξία, ενώ οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου ανήκουν στην τάξη των εκμεταλλευτών (και το κράτος λειτουργεί ως η “εκτελεστική επιτροπή” τους). Ενέταξε τους ιδιοκτήτες κεφαλαίου στους εκμεταλλευτές, λόγω της εργασιακής του θεωρίας της αξίας (την οποία κληρονόμησε από τον Adam Smith και τον David Ricardo): καθώς η αξία των αγαθών ισούται με την κοινωνικώς αναγκαία εργασία για την παραγωγή τους, τότε το κέρδος και ο τόκος που συλλέγεται από τους “καπιταλιστές” αναγκαστικά θα αφαιρείται από τις δίκαιες αμοιβές των εργατών - εξ ου και η εκμετάλλευση που υφίστανται. (Να σημειωθεί ότι κατά τον Marx αυτό ίσχυε ανεξάρτητα από το αν ένας ιδιοκτήτης κεφαλαίου λαμβάνει ή όχι χάρες από το κράτος). Αν όμως καταπέσει η εργασιακή θεωρία της αξίας του Marx, και αν η συναλλαγή είναι πλήρως εθελούσια και χωρίς κρατικά προνόμια, τότε δεν συμβαίνει εκμετάλλευση. (Αργότερα, η θεωρία της εκμετάλλευσης του Marx διαψεύστηκε συστηματικά από τον Αυστριακό οικονομολόγο Eugen von Bohm-Bawerk, ο οποίος κατέδειξε ότι μέρος αυτού που καλούμε κέρδος είναι στην πραγματικότητα τόκος που προκύπτει από την προκαταβολή των μισθών των εργαζομένων από τους εργοδότες πριν πωληθεί το τελικό προϊόν).
Έτσι, οι θεωρητικοί στοχαστές στους οποίους ο Marx πιστώνει τη διδασκαλία της ταξικής ανάλυσης τοποθετούσαν στην παραγωγική τάξη όλους όσοι παράγουν αξία μέσω του μετασχηματισμού των πόρων και της εθελούσιας συναλλαγής. Ο “καπιταλιστής” (που σ' αυτό το πλαίσιο σημαίνει ο ιδιοκτήτης κεφαλαιακών αγαθών ο οποίος δεν έχει διασυνδέσεις με το κράτος) ανήκει στην παραγωγική τάξη μαζί με τους εργάτες. Ο Marx δεν έμαθε αυτό το μέρος του μαθήματος.
Ποιοι είναι λοιπόν οι εκμεταλλευτές; Όλοι αυτοί που ζουν από την παραγωγική τάξη. Πέρα από τους κοινούς εγκληματίες, υπάρχει ένας μόνο τρόπος να γίνει αυτό: τα κρατικά προνόμια που χρηματοδοτούνται από τη φορολογία. Ο Hart γράφει πως τα συμπεράσματα που εξάγουν οι Comte και Dunoyer (και ο Thierry) είναι ότι υπάρχει μια “διευρυμένη τάξη 'παραγωγών' (που περιλαμβάνει τους χειρώνακτες και τους προαναφερθέντες επιχειρηματίες και γνώστες) που παλεύει εναντίον των υπολοίπων που θέλουν να εμποδίσουν την δραστηριότητά τους ή να ζήσουν μη παραγωγικά από αυτήν”. “Οι θεωρητικοί της βιομηχανικής εποχής συμπέραναν από την θεωρία παραγωγής τους ότι το κράτος και οι προνομιούχες τάξεις που συμμαχούσαν μ' αυτό ή συνιστούσαν το κράτος… ήταν αυτές που στην ουσία ήταν αντιπαραγωγικές. Πίστευαν επίσης ότι ιστορικά υπήρχε σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο ανταγωνιστικών τάξεων, που μπορούσε να τερματιστεί με τον ριζικό διαχωρισμό της ειρηνικής και παραγωγικής κοινωνίας των πολιτών από τις αναποτελεσματικότητες και τα προνόμια του κράτους και των ευνοουμένων από αυτό” (η έμφαση έχει προστεθεί).
Υπ' αυτή την έννοια, η πολιτικο-οικονομική ιστορία είναι η καταγραφή της σύγκρουσης μεταξύ των παραγωγών, ανεξάρτητα από τη θέση τους, και της παρασιτικής και ληστρικής πολιτικής τάξης, τόσο μέσα, όσο και έξω από το κράτος. Ή, με τα λόγια ενός μετέπειτα Βρετανού υποστηρικτή αυτής της άποψης, του John Bright ήταν μια σύγκρουση μεταξύ όσων πληρώνουν φόρους και όσων τρώνε από τους φόρους.
Το έργο των Comte και Dunoyer προήγαγε σημαντικά την ανάλυση του Say, όπως σημειώνει ο Hart. “Ενώ ο Say θεωρούσε τα οικονομικά και την πολιτική ως διαφορετικά επιστημονικά αντικείμενα, με τη δεύτερη να έχει μικρή επίδραση στην πρώτη, οι φιλελεύθεροι αυτοί ταξικοί αναλυτές είδαν ότι το ίδιο το έργο του Say έχει πιο ριζοσπαστικές συνεπαγωγές. Η επιστήμη της πολιτικής οικονομίας ήταν φορτωμένη με αξιολογικές υποθέσεις και προϋπέθετε πολύ συγκεκριμένες πολιτικές για την ιδιοκτησία, την κρατική παρέμβαση στην οικονομία και την ατομική ελευθερία, κάτι που δεν διέκρινε ο Say, αλλά ενσωμάτωσαν οι Comte και Dunoyer στο έργο τους”, επισημαίνει ο Hart.
Όπως επισημαίνουν τόσο ο Hart, όσο και ο ιστορικός Ralph Raico, οι Comte και Dunoyer πήραν επίσης πολλά στοιχεία από έναν άλλο σπουδαίο φιλελεύθερο, τον Benjamin Constant, ο οποίος είχε συγγράψει σημαντικά δοκίμια όπου κατεδείκνυε ότι η εποχή του εμπορείου είχε αντικαταστήσει την εποχή των πολέμων και ότι η σύγχρονη έννοια της ελευθερίας - που εστιάζει στην προσωπική ελευθερία και την ιδιωτική ιδιοκτησία - απέχει παρασάγγες από την παλιά έννοια της ελευθερίας - που σήμαινε αποκλειστικά τη συμμετοχή στην πολιτική. Όπως γράφει ο Hart “ο Dunoyer έδειξε ενδιαφέρον για την πρόταση του Constant ότι 'ο μοναδικός σκοπός των σύγχρονων εθνών είναι η ειρήνη (repos), και με την ειρήνη έρχεται η άνεση (aisance), και η πηγή της άνεσης είναι η παραγωγικότητα', η οποία συνόψιζε εύστοχα τις δικές του σκέψεις για τον πραγματικό σκοπό της κοινωνικής οργάνωσης”.
Φιλελεύθερη ταξική ανάλυση μπορεί επίσης να εντοπιστεί στα γραπτά των ακτιβιστών υπέρ της ειρήνης και του ελεύθερου εμπορίου Richard Cobden και John Bright από το Μάντσεστερ, καθώς και του Herbert Spencer, όπως επισημαίνει ο Raico, παραθέτοντας από τον Bright ως προς τον αγώνα ενάντια στους Νόμους Σιτηρών (την επιβολή δασμών εισαγωγής): “Αμφιβάλλω ότι έχει κάποιον άλλο χαρακτήρα πέρα από έναν ταξικό πόλεμο. Πιστεύω ότι πρόκειται για ένα κίνημα των εμπορικών και παραγωγικών τάξεων εναντίον των Λόρδων και των μεγάλων γαιοκτημόνων”.
Ο πόλεμος και η πολιτική της μεγάλης ισχύος
Ο Raico υπογραμμίζει ότι η Σχολή του Μάντσεστερ αντιλαμβανόταν ότι ο πόλεμος και η πολιτική της μεγάλης ισχύος ήταν βασικά στοιχεία της προσπάθειας της πολιτικής τάξης να κερδίσει ακόμη περισσότερο και αδικαιολόγητο πλούτο. Τίποτε δεν ήταν αποτελεσματικότερο για να σιγάσει ένα πληθυσμό κουρασμένο από τους φόρους από μια εξωτερική απειλή. Παρόμοιες ιδέες υπάρχουν και σε άλλους φιλελεύθερους στοχαστές όπως οι Thomas Paine, John Taylor of Caroline, John C. Calhoun, Albert Jay Nock και Ludwig von Mises. (βλ, το The Clash of Group Interests του Μίζες. Για περισσότερα στοιχεία ως προς την φιλελεύθερη ταξική ανάλυση, βλ. Το The Basic Tenets of Classical Liberalism, των Hart και Walter Grinder). Δεν μπορώ να μην παραθέσω εδώ από το έργο του Paine, The Rights of Man:
“Ο πόλεμος είναι η συνήθης σοδειά για όλους εκείνους που συμμετέχουν την κατανομή και δαπάνη του δημόσιου χρήματος, σε όλες τις χώρες. Είναι η τέχνη της κατάκτησης στην ίδια τη χώρα. Σκοπός του είναι η αύξηση των εισοδημάτων. Και καθώς τα εισοδήματα δεν μπορούν να αυξηθούν χωρίς φόρους, πρέπει να ανακαλυφθεί μια πρόφαση για τις δαπάνες. Μελετώντας ένας παρατηρητής που δεν τυφλώνεται από την προκατάληψη ούτε τυλίγεται στο συμφέρον, την ιστορία του αγγλικού κράτους, τους πολέμους και τους φόρους του, θα αναφωνήσει ότι οι φόροι δεν συλλέγονται για να διεξαχθούν πόλεμοι, αλλά οι πόλεμοι γίνονται για να συλλεχθούν οι φόροι”. (Η έμφαση έχει προστεθεί)
Εν κατακλείδι, η εξουσία φορολόγησης δημιουργεί αναγκαστικά δύο τάξεις: εκείνους που παράγουν τον πλούτο, και εκείνους που τον λαμβάνουν. Οι παραγωγοί του πλούτου είναι φυσικό να θέλουν να τον κρατήσουν και να τον χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς. Όσοι θέλουν να τον οικειοποιηθούν αναζητούν έξυπνους τρόπους για να τον πάρουν χωρίς να αναστατώσουν υπερβολικά τους δημιουργούς του. Ένας τρόπος είναι να διδάξουν τους ανθρώπους ότι αυτοί είναι το κράτος και ότι το να καταβάλλουν ολοένα και μεγαλύτερους φόρους θα τους ωφελήσει. Τα δημόσια σχολεία υπήρξαν ιδιαίτερα χρήσιμα σ' αυτή την αποστολή.
Όσο το κράτος εμπλέκεται στη μεταβίβαση πλούτου, θα συνεχίζεται και η σύγκρουση των τάξεων. Η τάξη υπ' αυτή την έννοια είναι ένα σημαντικό εργαλείο πολιτικής ανάλυσης. Ήρθε ο καιρός οι υπερασπιστές της ατομικής ελευθερίας και των ελεύθερων αγορών να διεκδικήσουν ξανά αυτό το εργαλείο από τους Μαρξιστές.
--
Ο Sheldon Richman είναι πρώην υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού The Freeman και συντάκτης στην Concise Encyclopedia of Economics. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Separating School and the State: How to Liberate America's Families και χιλιάδων άρθρων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Ιουλίου 2007 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.