Η οικονομία της Σρι Λάνκα βρίσκεται σε κατάσταση χάους. Αν και είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι ως επί το πλείστον ειρηνικές διαδηλώσεις ανάγκασαν τον Πρόεδρο και τον Πρωθυπουργό να παραιτηθούν, η χώρα θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις και ο λαός θα συνεχίσει να υποφέρει.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Σρι Λάνκα είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα κακών οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων. Αυτό που συνέβη είναι φρικτό, αλλά παρέχει διδάγματα τόσο για το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και για λιγότερο οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες.
Η ίσως πιο καταστροφική πολιτική απόφαση της κυβέρνησης της Σρι Λάνκα ήταν να απαγορεύσει την εισαγωγή συνθετικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων σε μια προσπάθεια να στρέψει ολόκληρη τη χώρα στη βιολογική γεωργία. Το αποτέλεσμα ήταν μια δραματική μείωση των αποδόσεων για καλλιέργειες όπως το ρύζι και το τσάι, από τις οποίες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η οικονομία της.
Αυτό θα πρέπει να χρησιμεύσει ως ένα μάθημα για τις αναδυόμενες οικονομίες: η καινοτομία και ο πειραματισμός είναι υπέροχα, αλλά μην πάτε ενάντια στην επιστήμη και τις δοκιμασμένες μεθόδους – ειδικά όταν πρόκειται για την παραγωγή πραγμάτων από τα οποία εξαρτάται το βιοτικό της χώρας σας.
Η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα έκανε επίσης δύο θεμελιώδη λάθη, καθώς κλείδωσε τη συναλλαγματική της ισοτιμία και δανείστηκε πολλά χρήματα. Αξίζει να εξετάσουμε εν συντομία γιατί αυτές οι ιδέες ήταν κακές για τη Σρι Λάνκα.
Η Σρι Λάνκα συνέδεσε την ισοτιμία της ρουπίας με το δολάριο για να διατηρήσει την αξία της. Δυστυχώς, η φυγή κεφαλαίων οδήγησε στην εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας και έτσι η αξία της ρουπίας κατέρρευσε, προκαλώντας νομισματική κρίση.
Βεβαίως, το κλείδωμα της συναλλαγματικής ισοτιμίας μπορεί μερικές φορές να επιφέρει θετικά αποτελέσματα, όπως χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά αν μια χώρα κλειδώσει το νόμισμά της σε υπερβολικά υψηλή ισοτιμία, τότε είναι βέβαιο ότι θα δημιουργηθούν προβλήματα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν έχουν ουσιαστικά χρόνο να απαντήσουν σε ένα ξαφνικό κραχ και έτσι ακολουθεί μια νομισματική κρίση.
Το δεύτερο λάθος ήταν ότι η Σρι Λάνκα δανείστηκε πάρα πολλά χρήματα σε ξένα νομίσματα. Και πάλι, αυτό μπορεί να είναι θετικό εάν γίνει με λογικό τρόπο, καθώς επιτρέπει σε μια χώρα να πληρώσει για τις εισαγωγές που χρειάζεται, αλλά προφανώς μπορεί να αποδειχθεί και πολύ επικίνδυνο όπως δείχνει η κατάσταση στη Σρι Λάνκα.
Πρέπει επίσης να δούμε από ποιον δανείστηκε η Σρι Λάνκα χρήματα. Συνήψε μια σειρά δανειακών συμφωνιών με την Κίνα ως μέρος της πρωτοβουλίας “Ζώνη και Δρόμος” και χρηματοδότησε μια σειρά έργων υποδομής όπως λιμάνια. Δυστυχώς ορισμένα από αυτά τα έργα δεν απέδωσαν, πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα αναγκάστηκε να παραδώσει στο Πεκίνο ποσοστά ελέγχου στα έργα υποδομής.
Υπήρξαν και άλλα τέτοια παραδείγματα όπου η Κίνα πρόσφερε σε αναπτυσσόμενα έθνη φαινομενικά πολύ γενναιόδωρα δάνεια, μέχρι να αποτύχουν τα έργα και η εκάστοτε κυβέρνηση να μην μπορεί να αποπληρώσει την κινεζική κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα είναι πως το ΚΚΚ απέκτησε μεγαλύτερη μόχλευση στις κυβερνήσεις αυτών των χωρών.
Αυτό θα πρέπει προφανώς να χρησιμεύσει ως μάθημα στις αναπτυσσόμενες χώρες να προσέχουν από ποιον δέχονται χρήματα. Θα πρέπει επίσης να είναι μια αφορμή αφύπνισης για το Ηνωμένο Βασίλειο και την επόμενη κυβέρνησή του. Το ΚΚΚ είναι ένα φαύλο καθεστώς που φυλακίζει και βασανίζει τους δικούς του ανθρώπους και καταφέρνει να αυξάνει την επιρροή του στην Αφρική και την Ασία. Ακόμη χειρότερα, η διπλωματία της παγίδας χρέους μειώνει την επιρροή του Ηνωμένου Βασιλείου και οι σύμμαχοί μας μειώνονται σε αυτές τις περιοχές.
Αυτό θα έπρεπε να ανησυχήσει το Ηνωμένο Βασίλειο υπό κανονικές συνθήκες, αλλά δεδομένου του ότι ο Πούτιν διεξάγει επί του παρόντος έναν παράνομο πόλεμο στην Ευρώπη, το πράγμα γίνεται ακόμη πιο ανησυχητικό. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δύση χρειάζονται όλους τους φίλους που μπορούν να αποκτήσουν, συμπεριλαμβανομένων των αναπτυσσόμενων χωρών, προκειμένου να ασκήσουν αυξημένη πίεση στη Ρωσία και να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη επιρροή του ΚΚΚ.
Όλα αυτά μας δείχνουν τη σημασία της διεθνούς ανάπτυξης. Αν και η περικοπή του διεθνούς αναπτυξιακού προϋπολογισμού ήταν δημοφιλής – ειδικά μεταξύ των Συντηρητικών ψηφοφόρων του Ηνωμένου Βασιλείου – πιστεύω ότι ήταν λάθος. Το ΗΒ θα πρέπει να βοηθά τις αναπτυσσόμενες χώρες, προκειμένου να επεκτείνει την επιρροή μας και να προωθήσει τις αξίες μας.
Φυσικά, δεν πρόκειται μόνο για την επιρροή του Ηνωμένου Βασιλείου (αν και αυτό είναι σίγουρα καλό για την παγκόσμια Βρετανία). Μπορεί επίσης να συμβάλει στη εμπέδωση της σταθερότητας σε ασταθείς περιοχές. Αυτό με τη σειρά του συμβάλλει στην προστασία του Ηνωμένου Βασιλείου από την τρομοκρατία και τα εχθρικά κράτη, ενώ παράλληλα αυξάνει το διεθνές εμπόριο.
Ενώ υπήρξαν προβλήματα με τον τρόπο με τον οποίο δαπανάται ο προϋπολογισμός βοήθειας του Ηνωμένου Βασιλείου σε συγκεκριμένα μέρη, η επένδυση στη διεθνή ανάπτυξη εξακολουθεί να είναι μια συντριπτικά θετική δράση. Όπως δείχνει η κρίση στη Σρι Λάνκα, οι άνθρωποι είναι αυτοί που υποφέρουν όταν αποτυγχάνουν οι κυβερνήσεις.
Με τις δαπάνες βοήθειας το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να παρέχει βοήθεια και υποστήριξη σε μερικούς από τους φτωχότερους ανθρώπους στον πλανήτη, βοηθώντας τους να βγουν από τη φτώχεια, να λάβουν εκπαίδευση και να έχουν μια ευκαιρία για μια μακρότερη, υγιέστερη και πιο ευτυχισμένη ζωή.
Ο επόμενος πρωθυπουργός του ΗΒ θα πρέπει να δεσμευτεί να ανανεώσει τη σχέση μας με διεθνείς εταίρους και φορείς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, στην κατεύθυνση τόσο της αντιμετώπισης της φτώχειας όσο και της προώθησης της σταθερότητας.
Αυτό αναγκαστικά σημαίνει και αύξηση του διεθνούς αναπτυξιακού προϋπολογισμού για άλλη μια φορά. Μπορεί να μην είναι η πιο δημοφιλής πολιτική κίνηση –και είναι φυσικά σημαντικό να διασφαλίσουμε ότι τα χρήματα των φορολογουμένων δαπανώνται με σύνεση– αλλά είναι το σωστό.
Θα βοηθήσει στην υλοποίηση της φιλοδοξίας της Παγκόσμιας Βρετανίας αυξάνοντας την επιρροή μας, θα βοηθήσει στην προστασία του Ηνωμένου Βασιλείου από επικίνδυνες απειλές και, φυσικά, θα βοηθήσει μερικούς από τους πιο ευάλωτους ανθρώπους του κόσμου.
--
Ο Ben Ramanauskas είναι ερευνητής οικονομολόγος στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Ιουλίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του CapX.co και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.