Του James Pethokoukis*
Ο Πρόεδρος Τραμπ αρέσκεται να λέει ότι τα Bidenomics, και ιδίως οι μεγάλες αυξήσεις φόρων που προτείνει ο Τζο Μπάιντεν, θα βυθίσουν την οικονομία και θα οδηγήσουν σε κατάρρευση στο χρηματιστήριο. Ένα πρόσφατο τουίτ του Τραμπ συνόψισε την πρόβλεψη αυτή με μία λέξη “Ύφεση!”.
Ανεξάρτητα από την πολιτική αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας ρητορικής υπερβολής, νομίζω ότι δεν συλλαμβάνει το κεντρικό ζητούμενο. Τα περισσότερα οικονομικά μοντέλα δεν υποστηρίζουν τη ζοφερή οικονομική πρόβλεψη του Προέδρου, ή έστω κάτι που να την πλησιάζει. Ούτε η Wall Street φαίνεται ιδιαίτερα φοβισμένη. Όπως γράφει ο Ben White του Politico “Οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι traders και οι διαχειριστές επενδύσεων της Wall Street όχι μόνο δεν αισθάνονται πανικό ενώπιον της ενδεχόμενης νίκης του Μπάιντεν, αλλά πλέον λένε ως επί το πλείστον ότι δεν θα έχουν πρόβλημα με μια αλλαγή στον Λευκό Οίκο που θα μειώσει τον θόρυβο του Τραμπ, θα μειώσει την απειλή περαιτέρω εμπορικών πολέμων και θα διασφαλίσει τη συνέχιση των κρατικών δαπανών των τελευταίων ετών”.
Η αποφυγή της οικονομικής καταστροφής όμως είναι ένας κάπως χαμηλός πήχης για να λειτουργήσει ως κριτήριο της οποιασδήποτε πολιτικής, ιδίως μάλιστα αυτές τις μέρες. Χρειαζόμαστε πολιτικές που μπορούν να επιταχύνουν την οικονομική ανάπτυξη, ώστε αφενός να βγούμε όσο το δυνατόν συντομότερα από την οικονομική μαύρη τρύπα που αφήνει πίσω της η πανδημία και αφετέρου να αναβαθμίσουμε μακροπρόθεσμα τον ρυθμό της ανάπτυξής μας. Και η αναγνώριση αυτής της ανάγκης πρέπει να διέπει βαθιά τη διαμόρφωση πολιτικής στην Ουάσινγκτον.
Όπως συμπεραίνουν στην ανάλυσή τους για το φορολογικό πρόγραμμα του Μπάιντεν οι Kyle Pomerleau και Grant Seiter του ΑΕΙ:
“Οι φορολογικές προτάσεις του Μπάιντεν θα παραγάγουν δημόσια έσοδα ύψους περίπου 2,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων κατά το διάστημα 2021-2030. Οι προτάσεις του θα αυξήσουν τους φόρους κυρίως στα νοικοκυριά με υψηλό εισόδημα και θα καταστήσουν προοδευτικοτερο τον φορολογικό κώδικα. Οι προτάσεις του Μπάιντεν θα αυξήσουν τους πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές τόσο στα άτομα όσο και στις επιχειρήσεις, γεγονός που θα οδηγήσει σε χαμηλότερα οικονομικά αποτελέσματα κατά την πρώτη δεκαετία. Το σχέδιό του θα μειώσει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ τη δεύτερη δεκαετία, οδηγώντας σε ελάχιστα υψηλότερο ΑΕΠ. Μακροπρόθεσμα όμως, το σχέδιό του δεν θα παραγάγει αρκετά έσοδα ώστε να σταθεροποιηθεί ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ και θα οδηγήσει σε μια μικρότερη οικονομία κατά 0,18%”.
Κάποιοι είδαν αυτή την πρόβλεψη για το ΑΕΠ και συμπέραναν ότι το σχέδιο δεν είναι και τόσο κακό. Όταν όμως μια οικονομία χρειάζεται ταχύτερη ανάπτυξη το “όχι και τόσο κακό” δεν φτάνει. Χρειαζόμαστε μια φορολογική πολιτική που θα ενισχύσει την ανάπτυξη, και όχι μία που θα είναι ουδέτερη ως προς την ανάπτυξη. Η αύξηση όμως των φόρων επί των επιχειρήσεων θα είναι μια αντιαναπτυξιακή φορολογική πολιτική - αρνητική για τις επενδύσεις, την παραγωγικότητα και τους μισθούς των εργαζομένων.
Οι υποστηρικτές του Μπάιντεν υποστηρίζουν τώρα ότι στο σχέδιό του η τόνωση της ανάπτυξης θα προέλθει από τρισεκατομμύρια δολάρια νέων δαπανών. Ακόμα όμως κι αν κάποιους δει αυτό το φορολογικό σχέδιο απλώς ως ένα μηχανισμό είσπραξης εσόδων για δαπάνες, δεν θα ήταν καλύτερα να μεταρρυθμίσουμε τον φορολογικό κώδικα ώστε να φορολογεί αποτελεσματικότερα με ισχυρή εστίαση σε επενδυτικές δραστηριότητες που ενισχύουν την ανάπτυξη; Και δεν είναι μόνο οι κεντροδεξιοί οικονομολόγοι που θα ήθελαν το φορολογικό σχέδιο του Μπάιντεν να κάνει περισσότερα στην κατεύθυνση της ενθάρρυνσης των επενδύσεων. Αν ο Μπάιντεν εκλεγεί Πρόεδρος, ίσως θα αρχίσει να ακούει με ενδιαφέρον κάποιες από αυτές τις ιδέες για την ενίσχυση της ανάπτυξης.
*Ο James Pethokoukis είναι αρθρογράφος και μπλόγκερ στο American Enterprise Institute (ΑΕΙ).
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 27 Οκτωβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.