Σε μια κανονική χρονιά, η Βρετανία παρουσιάζει ένα τεράστιο “έλλειμμα” στο τουριστικό της ισοζύγιο. Το 2017 για παράδειγμα, οι Βρετανοί αποστράγγισαν την οικονομία κατά 53,9 δις λίρες αναζητώντας λιακάδα - ή ίσως πολιτιστικές εμπειρίες - στο εξωτερικό. Οι εισερχόμενοι επισκέπτες δαπάνησαν μόλις 28,2 δις, συνεπώς το έλλειμμα του ισοζυγίου ανήλθε σε 25,7 δις λίρες.
Καθώς τα διεθνή ταξίδια επλήγησαν έντονα από τους περιορισμούς λόγω COVID, τα τρέχοντα μεγέθη θα είναι πολύ διαφορετικά. Ο εισερχόμενος τουρισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει σχεδόν εξαφανιστεί, ενώ για τους κατοίκους της χώρας - που βρίσκονται ενώπιον μιας πράσινης λίστας χωρών που περιλαμβάνει ελάχιστες χώρες πέρα από κάποιες (μακρινές και συνήθως άγονες) Υπερπόντιες Κτήσεις - η δαπάνες στο εξωτερικό θα είναι μηδαμινές σε σύγκριση με τις “κανονικές εποχές”.
Το συμπέρασμα είναι ότι, αν όλες οι άλλες παράμετροι μείνουν αμετάβλητες, πάνω από 20 δις λίρες δυνητικής καταναλωτικής ισχύος έχουν προστεθεί στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου εξαιτίας των περιορισμών στα ταξίδια, και μεγάλο μέρος από αυτό το ποσό αφορά τις τσέπες των καταναλωτών.
Αυτό δημιουργεί την ενδιαφέρουσα πιθανότατα οι περίπλοκοι κρατικοί κανόνες και περιορισμοί στα ταξίδια στο εξωτερικό το 2021 να μετατραπούν σε ένα ακόμη μακροοικονομικό εργαλείο για τον έλεγχο των διακυμάνσεων της οικονομικής δραστηριότητας. Άθελα ή όχι, οι περιορισμοί στα ταξίδια στο εξωτερικό είχαν το αποτέλεσμα να μεταφέρουν στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου ένα μεγάλο μέρος του ποσού που σε μια κανονική χρονιά θα δαπανούνταν στο εξωτερικό. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος των 20 δις λιρών καταναλωτικών δαπανών, είναι σχεδόν ίσο με το ποσό που συνήθως καταβάλλουν οι αυτοκινητιστές καθημερινά στο Υπουργείο Οικονομικών σε φόρους καυσίμου.
Πώς λοιπόν θα μπορούσαν οι καταναλωτές να δαπανήσουν αυτά τα χρήματα; Τα στοιχεία καταδεικνύουν μια άνοδο στα ταξίδια αναψυχής εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, με τις κρατήσεις σε ξενοδοχεία και τις ενοικιάσεις καταλυμάτων να είναι πλήρως κλεισμένες σήμερα για το υπόλοιπο καλοκαίρι.
Η ενίσχυση στην εγχώρια οικονομία από την απαγόρευση ταξιδιών δεν είναι κάτι το αμελητέο, ιδίως σε μια εποχή όπου οι επιπτώσεις του κορονοϊού στην εγχώρια βιομηχανία φιλοξενίας ήταν πολύ αβέβαιες. (Μολονότι το καταναλωτικό πλεόνασμα πρέπει να μειώθηκε δραματικά, καθώς μπορεί κανείς να απολαύσει τον ηλιόλουστο καιρό, τις πολιτιστικές εμπειρίες ή οτιδήποτε τέλος πάντων θα αναζητούσε στο εξωτερικό).
Στην περίπτωση αυτή, ο νέος οικονομικός ιός που παραμονεύει είναι η αύξηση των τιμών. Τα τελευταία νέα είναι ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε τον Μάιο κατά 2,1%, πάνω από τον στόχο του 2% της Τράπεζας της Αγγλίας.
Μάλιστα, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, οι δραστηριότητες αναψυχής και πολιτισμού αντιστοιχούν συνολικά σε πάνω από το 25% του βάρους του Δείκτη και ένα στοιχείο αυτής της ομάδας, τα δείπνα και τα ποτά που καταναλώθηκαν, επισημάνθηκε ιδιαίτερα από τις αρχές σε ό,τι αφορά την πίεση που δέχθηκε ο Δείκτης τον Μάιο.
Για να μειωθεί ακόμη περαιτέρω το ρίσκο της αύξησης των τιμών, οι αρχές για προφανείς λόγους θα διστάσουν να αυξήσουν τα επιτόκια, ή έστω τους φόρους, τουλάχιστον όσους είναι πολύ εμφανείς. Αυτό όμως που θα μπορούσαν να κάνουν είναι να εκτρέψουν ένα μέρος της καταναλωτικής δύναμης στο εξωτερικό για να μειωθεί η ζήτηση εντός της εθνικής οικονομίας.
Θα πρέπει ίσως να περιμένουμε - και να μην μας εκπλήξει - αν αρκετά σύντομα, η κυβέρνηση αποφασίσει ότι τα επιστημονικά δεδομένα του κορονοϊού την έπεισαν ότι οι περιορισμοί στα ταξίδια στο εξωτερικό μπορούν εντέλει να χαλαρώσουν. Και στο μέλλον, αν ανακύψει η ανάγκη ενίσχυσης της εγχώριας οικονομίας, τότε πάντα θα υπάρχουν νέα στελέχη του ιού για να ανακαλύψει κανείς.
--
Ο David Starkie είναι μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Institute of Economic Affairs και διακεκριμένος εταίρος στην Case Associates στο Λονδίνο
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Ιουνίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.