Του Pierre Lemieux
Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες μέρες με τίτλο “Οι συνέπειες της αύξησης του ομοσπονδιακού ελάχιστου μισθού στην απασχόληση και τα οικογενειακά εισοδήματα” (The Effects on Employment and Family Income of Increasing the Federal Minimum Wage) το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (Congressional Budget Office - CBO) εκτίμησε ότι μια σταδιακή αύξηση του ομοσπονδιακού κατώτατου μισθού στα 15 δολάρια την ώρα μέχρι το 2025 (από τα σημερινά επίπεδα των 7,25 δολαρίων) θα ενισχύσει τους μισθούς 17 εκατομμυρίων εργαζομένων με το τίμημα της απώλειας εργασίας 1,3 εκατομμυρίων Αμερικανών. (Χαμηλότερες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό θα έχουν παρόμοια, αλλά πιο περιορισμένα αποτελέσματα).
Ο κατώτατος μισθός δεν είναι καν οικονομικά της πρόνοιας
Η αντίδραση του Δημοκρατικού Βουλευτή από τη Βιρτζίνια Bobby Scott, οπως την καταγράφει η Wall Street Journal σε άρθρο με τίτλο “Ο κατώτατος μισθός των 15 δολαρίων θα επιφέρει ανάμεικτα αποτελέσματα για τους εργαζόμενους στις ΗΠΑ”, 8 Ιουλίου 2019) είναι χαρακτηριστική του τι πιστεύουν πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι υποστηρικτές του κατώτατου μισθού:
“Αν κοιτάξει κανείς το σύνολο της έκθεσης, αναμφίβολα υπάρχουν σημαντικά οφέλη για έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων που υπερσκελίζουν κατά πολύ το όποιο κόστος”.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη πεποίθηση. Σημαίνει ότι το κράτος θα πρέπει να παρεμβαίνει σκοπίμως για να βλάπτει κάποιους πολίτες προκειμένου να ευνοεί κάποιους άλλους. Αν το κράτος αντιπροσωπεύει εξίσου όλους τους πολίτες, τότε πώς μπορεί αυτή η διακριτική συμπεριφορά να δικαιολογηθεί;
Μια συνήθης απάντηση είναι πως η εναλλακτική της μη παρέμβασης θα αποτελεί ομοίως μια διακριτική συμπεριφορά εναντίον της άλλης ομάδας - προς όφελος των 1,3 εκατομμυρίων και εναντίον των 17 εκατομμυρίων. Όμως αυτή η ιδέα ότι η μη παρέμβαση είναι απλώς μια άλλη μορφή παρέμβασης είναι δύσκολο να υποστηριχθεί σε μια ελεύθερη κοινωνία. Αποδίδει την ίδια αξία αφενός σε κάποιο περιορισμό που παράγεται από την ίση ελευθερία όλων και αφετέρου σε έναν περιορισμό που επιβάλλεται από την εξουσία κάποιων ανθρώπων. Ακυρώνει έτσι την ηθική διαφορά ανάμεσα στο “δεν μπορώ να κερδίσω περισσότερα γιατί κανένας καταναλωτής δεν θέλει να πληρώσει περισσότερα για όσα μπορώ να παράγω” και στο “δεν μπορώ να κερδίσω περισσότερα γιατί κάποια ομάδα ατόμων έχει αποφασίσει να απαγορεύει στον οποιονδήποτε να μου πληρώσει έναν μισθό που είμαι πρόθυμος να αποδεχτώ (αντί να είμαι άνεργος)”.
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι κατώτατοι μισθοί δεν καλύπτουν καν το κριτήριο των οικονομικών της πρόνοιας (και της ανάλυσης κόστους-οφέλους) σύμφωνα με το οποίο η επιβολή κόστους σε κάποια άτομα προκειμένου να παραχθεί όφελος για κάποια άλλα δικαιολογείται αν τα οφέλη είναι μεγαλύτερα από τα κόστη και οι ωφελούμενοι θα μπορούσαν θεωρητικά να αποζημιώσουν τους χαμένους και να συνεχίζουν να βρίσκονται ακόμη και μετά απ' αυτό σε καλύτερη κατάσταση. Εφόσον οι κατώτατοι μισθοί δημιουργούν κάποια ανεργία, αναγκαστικά μειώνουν τη συνολική αξία της παραγωγής, εξέλιξη που συνεπάγεται ότι κάποια άτομα θα υποστούν βλάβη. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, το CBO εκτιμά ότι Αμερικανικές οικογένειες μπορεί να υποστούν μια απώλεια 8,7 δις δολαρίων σε πραγματικό εισόδημα (σε δολάρια του 2018). Την απώλεια αυτή θα την επωμιστούν πραγματικά άτομα.
Υπάρχει κάποιο κοινωνικό συμβόλαιο;
Σε ένα λιγότερο φιλοσοφικό αλλά σχετιζόμενο επίπεδο, όσα ξέρουμε για τα οικονομικά αντιτίθενται στην ιδέα ότι η οικονομική αποτελεσματικότητα μπορεί να βελτιωθεί από πολιτικούς και κρατικούς αξιωματούχους οι οποίοι θα διορθώνουν το ελάχιστο (ή το μέγιστο) επίπεδο μισθών ή άλλων τιμών.
Ακόμη και αν ο ελάχιστος μισθός αυξήσει τη συνολική αξία της παραγωγής, θα παραμένει μια περίεργη πεποίθηση να τον βλέπουμε ως μια επιθυμητή δημόσια πολιτική. Κι αυτό γιατί ισοδυναμεί με το να αποδεχθούμε ότι το κράτος ενεργά αντιμετωπίζει με αρνητική διάκριση κάποιους από τους υπηκόους του (ή τους υποτιθέμενους πολίτες του). Ισοδυναμεί με το να αποδεχθούμε αυτό που ο Anthony de Jasay ονομάζει “αντίπαλο κράτος”, το οποίο αντί να είναι ένας αμερόληπτος διαιτητής, παίρνει ενεργά θέση μεταξύ των υπηκόων του (δείτε σχετικά την παρουσίασή μου του βιβλίου του The State στο Econlib).
Ένας τρόπος να επιχειρηματολογήσουμε απέναντι στους 1,3 εκατομμύρια Αμερικανούς που θα μείνουν άνεργοι εξαιτίας της αύξησης του κατώτατου μισθού είναι ο ακόλουθος:
“Εντάξει, χάσατε τη δουλειά σας προκειμένου 17 εκατομμύρια των συντρόφων σας να κερδίζουν περισσότερα. Αλλά αυτό είναι μέρος του κόστους του να ζείτε στην κοινωνία, και μάλιστα αποκομίζετε συνολικά καθαρά οφέλη από τη συμμετοχή σας στο κοινωνικό συμβόλαιο. Στην περίπτωση αυτή, είστε εσείς αυτοί που πλήττονται, αλλά σε άλλες περιπτώσεις - όπως για παράδειγμα στο Medicaid η στη δημόσια εκπαίδευση για τα παιδιά σας - κερδίζετε”.
Αυτό το συμβολαιοκρατικό όμως επιχείρημα δεν ικανοποιεί το (υπόρρητο) κοινωνικό συμβόλαιο που θα ωφελούσε τους πάντες, όπως το αντιλαμβανόταν ο James Buchanan. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι μπορεί κανείς να επικαλεστεί στα σοβαρά ένα ομόφωνο κοινωνικό συμβόλαιο για να υπερασπιστεί τον κατώτατο μισθό. Το να αρνούμαστε σε κάποιον τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ακόμη και αν ο μισθός του θα ήταν χαμηλός, είναι γι' αυτόν ένα σημαντικό μειονέκτημα, τόσο από οικονομικής, όσο και από ψυχολογικής σκοπιάς.
Και αυτό το μειονέκτημα πλήττει τους λιγότερο παραγωγικούς και ευέλικτους εργαζόμενους (και γι' αυτό εκείνοι χάνουν πρώτοι τις δουλειές τους), πλήττει όσους ήδη βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής κλίμακας και απέχουν πολύ από τους υπερπρονομιούχους του κατεστημένου. Ως μέσο αναδιανομής, ο κατώτατος μισθός συχνά ισοδυναμεί με το να αφαιρούμε από τους φτωχότερους για να δίνουμε στους λιγότερο φτωχούς. (Λέω “συχνά”, γιατί πολλοί ωφελούμενοι του κατώτατου μισθού, για παράδειγμα όσοι κερδίζουν τα δεύτερα εισοδήματα σε ένα νοικοκυριό ή τα παιδιά, ζουν σε μη φτωχές οικογένειες). Πώς μπορεί κανείς να φανταστεί πως όλοι θα συναινέσουν σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο που θα το επιτρέπει αυτό;
Ακόμη και αν κάποιος υποστηρίζει κάποιας μορφής κρατική αναδιανομή (ή κοινωνική ασφάλιση) υπό κάποιες περιστάσεις (όπως ο Μπιουκάναν), ο κατώτατος μισθός αντιπροσωπεύει μια πλήρως εξαναγκαστική και αυθαίρετη μορφή αναδιανομής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην Library of Economics and Liberty.
--
Ο Pierre Lemieux είναι οικονομολόγος στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ στο Outaouais, και στέλεχος του Οικονομικού Ινστιτούτου του Μοντρεάλ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Ιουλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.