Ένα από τα προβλήματα με την κριτική φυλετική θεωρία (Critical Race Theory - CRT) είναι πως ούτε οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της, ούτε οι αυστηρότεροι επικριτές της δεν ξέρουν τι ακριβώς περιεχόμενο έχει. Ο συνδυασμός αυτής της παρεξήγησης με την σκόπιμη διαστρέβλωση για πολιτικά οφέλη έχει καταστήσει την CRT ένα απίστευτα διχαστικό ζήτημα.
Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς τον ορισμό και τις απαρχές της κριτικής φυλετικής θεωρίας, και αυτό είναι ένα μέρος του προβλήματος όταν την εξετάζουμε. Κριτικοί όπως ο James Lindsay στο podcast New Discourses εντοπίζουν τις ρίζες της κριτικής φυλετικής θεωρίας στην εγελιανή διαλεκτική σκέψη και έχουν μια κριτική στάση στο έργο του Χέγκελ καθαυτό. Αλλά αυτό ξεφεύγει από το θέμα. Όποιος έχει παρακολουθήσει έστω και αποσπασματικά αυτή τη διαμάχη τα τελευταία λίγα χρόνια ξέρει ότι ούτε η Αριστερά, ούτε η Δεξιά δεν έχουν τον Χέγκελ κατά νου όταν εξετάζουν τη CRT.
Ένα ισορροπημένος ορισμός της CRT από μια πρωτογενή πηγή μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο “Critical Race Theory: An Introduction” των Richard Delgado και Jean Stefancic: “Το κίνημα της κριτικής φυλετικής θεωρίας (CRT) είναι ένα σύνολο ακτιβιστών και επιστημόνων που επιδιώκουν τη μελέτη και τον μετασχηματισμό της σχέσης μεταξύ φυλής, ρατσισμού και εξουσίας. Το κίνημα εξετάζει πολλά από τα θέματα με τα οποία ασχολούνται και οι συμβατικές μελέτες δικαιωμάτων του πολίτη και εθνοτικών σπουδών, αλλά τα τοποθετεί σε μια ευρύτερη προοπτική που περιλαμβάνει τα οικονομικά, την ιστορία, το πλαίσιο αναφοράς, το ομαδικό και το ατομικό συμφέρον, τα συναισθήματα και το ασυνείδητο”.
Η CRT ήταν αρχικά ένας κλάδος της νομικής σκέψης με ρίζες συγκεκριμένα στην αμερικανική νομική παράδοση, αλλά πλέον αναφέρεται σε μια ευρύτερη κατανόηση των φυλετικών και κοινωνικών δυναμικών, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολύ περισσότερα πλαίσια από τα αμερικανικά δικαστήρια. Συνεπώς τα πάντα, από τα πάρκα σκύλων (που είναι “αφόρητα και κατάφωρα λευκά”) μέχρι καθημερινούς όρους όπως το “master bedroom” και η “λευκή/μαύρη λίστα” μπορεί να αποτελούν έκφραση της υποδομής της λευκής κυριαρχίας που “διαποτίζει σχεδόν κάθε πτυχή της κοινωνίας μας”.
Ο ορισμός των Delgado και Stefancic είναι εξαιρετικά ευρύς, και δεδομένων των παραπάνω αυτό φαίνεται απολύτως εύλογο. Η εξέταση των φυλετικών ζητημάτων έχει το χρόνο και το χώρο της και το να ισχυρίζεται κανείς ότι η φυλή δεν εμπλέκεται στις ανθρώπινες σχέσεις είναι υποκριτικό. Ο ρατσισμός υπάρχει και πρέπει να αντιμετωπιστεί γιατί ηθικώς είναι λάθος. Όπως όμως μπορούμε να δούμε παραπάνω, η CRT έχει εξελιχθεί σε ένα είδος κοινωνιολογικού τέρατος που καταβροχθίζει τα πάντα στο πέρασμά του. Από ένα μοναδικό και ενδιαφέρον, έστω και με τα βαθιά λάθη του, μέσο αποτίμησης δικαστικών υποθέσεων, έχει πλέον μετατραπεί σε μια βαθιά διαστρεβλωμένη κοσμοθεωρία.
Στην πράξη, η εφαρμογή της CRT συνήθως σημαίνει την εξέταση κάποιου φαινομένου (για παράδειγμα, ενός χάσματος μεταξύ φυλετικών ομάδων σε κάποιο κοινωνικό ή οικονομικό αποτέλεσμα) ως εκδήλωση δυναμικών φυλετικής εξουσίας και τη χρήση κοινωνιολογικής ορολογίας για την περιγραφή του. Η CRT σχετίζεται με πολλά από τα “ακτιβιστικά” πανεπιστημιακά αντικείμενα, όπως τις σπουδές φύλου, τις black studies και άλλα πεδία έρευνας όπου τα συμπεράσματα είναι ήδη γνωστά εκ των προτέρων και το καθήκον του μελετητή είναι να επιβεβαιώσει και να τα ενισχύσει αντί να τα αμφισβητήσει. Αυτός είναι ο λόγος που η συζήτηση περί ρατσισμού είναι σήμερα τόσο προβλέψιμη: το επιχείρημα “το τάδε είναι ρατσιστικό” είναι ελκυστικό για πολλούς, και εφόσον κανείς καταλήγει στο κοινωνικώς επιθυμητό συμπέρασμα, η άποψή του είναι έγκυρη. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι μια σχολή σκέψης που ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τις κοινωνικές δυναμικές εξουσίες παραμένει τόσο στενά προσκολλημένη στο κοινωνικώς αποδεκτό και δημοφιλές και κακολογεί όποιον τολμήσει να αμφισβητήσει την ορθοδοξία της. Δεν πρόκειται λοιπόν για τολμηρούς πρωτοπόρους.
Μια πρόσφατη φάρσα από την Helen Pluckrose, τον Peter Boghossian και τον προαναφερθέντα James Lindsay το κατέδειξε αυτό με τον καλύτερο τρόπο: απέδειξαν την υπόθεση ότι κάποια επιστημονικά περιοδικά είναι διατεθειμένα να δημοσιεύσουν καταφανώς παράλογες “μελέτες” αρκεί να καταλήγουν στο κατάλληλο “αφυπνισμένο” συμπέρασμα. Ιδιαίτερα ξεκαρδιστική είναι η επαναπλαισίωση τους του “Αγώνα μου” του Χίτλερ ως μια φεμινιστική αφήγηση του αγώνα εναντίον της πατριαρχίας. Ο Alan Sokal θα ήταν περήφανος.
Οι προηγούμενες κοινωνιολογικές μέθοδοι για την αντιμετώπιση και την καταπολέμηση του ρατσισμού όπως η “αχρωματοψία” αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση σήμερα, καθώς οι οπαδοί της CRT υποστηρίζουν ότι αυτές συσκοτίζουν την ύπαρξη φυλετικών δυναμικών εξουσίας. Σε μια κοινωνία με αχρωματοψία, η φυλή ενός ατόμου δεν θα επηρέαζε με κανέναν τρόπο τη σχέση του με την κοινωνία, όπως ακριβώς το χρώμα ματιών ή το αγαπημένο μουσικό είδος ενός ατόμου είναι άσχετα χαρακτηριστικά που δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα της ζωής του. Αυτό το ιδανικό κάποτε ήταν αξιέπαινο - σήμερα αντιμετωπίζεται με χλευασμό και σχετίζεται είτε με έναν εκτός εποχής φιλελεύθερο ελιτισμό, είτε ακόμη και με την υιοθέτηση θέσεων της ακροδεξιάς. Η φυλετική αχρωματοψία έφτασε μάλιστα να περιγράφεται από την Ομάδα Εργασίας της Βρετανικής Εθνικής Βιβλιοθήκης για την Αποαποικιοποίηση (British National Library’s Decolonising Working Group) ως παράδειγμα “κεκαλυμμένης λευκής κυριαρχίας”.
Αυτό είναι παράδειγμα του πόσο συγκρουσιακή και ανταγωνιστική μπορεί να είναι η CRT όταν χρησιμοποιείται στην πράξη - αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι εναντίον μας, πράγμα που σημαίνει ότι υπερασπίζεσαι τη λευκή κυριαρχία. Κάθε μέσο επιστημολογίας στο οποίο δεν μπορεί να ασκηθεί κριτική δεν είναι μέσο κατανόησης αλλά ελέγχου επί της ίδιας της γνώσης - είναι περισσότερο θρησκευτική αίρεση παρά ακαδημαϊκό πεδίο.
Η CRT βασίζεται σε επιχειρήματα κοινωνικού κονστρουκτιβισμού, που υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι είναι λευκά πινάκια και ότι τα προβλήματα στην κοινωνία μας παράγονται από κοινωνικές κατασκευές που μπορούν απλώς να επανασχεδιαστούν αν οι “κατάλληλοι άνθρωποι” (οι πιο αφυπνισμένοι) βρεθούν στο τιμόνι του πλοίου της κοινωνίας. Το πρόβλημα είναι ότι με το να δίνεται προτεραιότητα σε εξαιρετικά αδύναμες μορφές “αποδείξεων” όπως η “βιωμένη εμπειρία” δεν είναι ένα καλό μέσο επικύρωσης ή διάψευσης υποθέσεων, καθώς η “βιωμένη εμπειρία” από την ίδια της τη φύση δεν είναι διαψεύσιμη. Για να αποδομήσει κανείς αποτελεσματικά ένα τέτοιο επιχείρημα θα έπρεπε να σκαρφαλώσει στο μυαλό και τις αναμνήσεις κάποιου. Και εφόσον όλοι μας έχουμε τις δικές μας “βιωμένες εμπειρίες”, μπορεί να αναδυθεί ένας κάποιος ηθικός σχετικισμός, όπου όλοι απλώς φωνάζουν τις δικές τους βιωμένες εμπειρίες στους άλλους, οι ιεραρχία των αξιών μας έχει διαλυθεί και κανένα συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί. Η επιστημονική μέθοδος προϋποθέτει ότι τα αποτελέσματα των δοκιμών μπορούν να αναπαραχθούν και να επιβεβαιωθούν αυτόνομα έτσι ώστε ο οποιοσδήποτε επιστήμονας να μπορεί να διεξάγει το ίδιο πείραμα και να δει αν τα αρχικά αποτελέσματα μπορούν να αναπαραχθούν. Το H2O είναι Η2Ο, και οι νόμοι της βαρύτητας είναι οι νόμοι της βαρύτητας - όλοι μπορούν να διεξάγουν τα ίδια πειράματα και θα καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα. Στο μεταμοντέρνο κενό της βιωμένης εμπειρίας και των δυναμικών εξουσίας, τα συναισθήματα και ο σχετικισμός σημαίνουν ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι αληθές ή καλό - μάλιστα, οι έννοιες του “καλού” και του “αληθούς” είναι απλώς εκφάνσεις του διεφθαρμένου κατεστημένου που προσπαθεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή του.
Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι το ίδιο το βιβλίο των Delgado και Stefancic έχει επικαιροποιηθεί για να ενσωματώσει αυτή η νέα κατανόηση της CRT. Το 2017 κυκλοφόρησε η τρίτη έκδοση του βιβλίου με μια νέα ενότητα που εξετάζει ζητήματα όπως “το κίνημα Black Lives Matter, την προεδρική θητεία του Μπαράκ Ομπάμα, και την ανάδυση του λόγου μίσους στο διαδίκτυο”. Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι η κριτική φυλετική θεωρία “περιλαμβάνει πλέον μια καλώς ανεπτυγμένη νομική σκέψη Ασιατών-Αμερικανών, μια ισχυρή λατινοκριτική πτυχή (Latino-critical - LatCrit), μια αποφασισμένη ομάδα για τα συμφέροντα των ΛΟΑΤ, και πλέον μια μουσουλμανική και αραβική ομάδα”. Αυτό ακριβώς είναι ένα από τα προβλήματα με τη CRT - η μεθοδολογία ή η “πράξη” της (στους αριστερούς αρέσει πολλοί αυτή η λέξη) έχει επεκταθεί σε πολλά πλαίσια, ακαδημαϊκά πεδία και καταστάσεις.
Ίσως αυτό είναι ένα από τα κομβικά ισχυρά σημεία της CRT που οι ακτιβιστές και οι υποστηρικτές τους αρέσκονται να αξιοποιούν: η CRT είναι τόσο απροσδιόριστη που κάθε ουσιώδης κριτική μπορεί να απαντηθεί με ένα “Δεν εννοούσα αυτό” ή “δεν κατανοείς τι είναι η CRT”. Οι σκοπίμως ασαφείς και μετακινούμενοι ορισμοί των λέξεων καθιστούν την κριτική πολύ πιο δύσκολη, μολονότι όλοι μας αναγνωρίζουμε τις αρχές και τα χαρακτηριστικά της CRT όταν αυτή εμφανίζεται μπροστά μας - την αναγνωρίζουμε όταν τη βλέπουμε.
Η CRT είναι ένα ακαδημαϊκό μεν εργαλείο, αλλά απίστευτα ανακριβές. Εντέλει, η CRT είναι ένα παράδειγμα του “Νόμου του Εργαλείου”: αν το μόνο εργαλείο που έχεις είναι ένα σφυρί, τότε κάθε πρόβλημα θα το βλέπεις σαν καρφί. Αν το μόνο μεθοδολογικό εργαλείο που έχεις είναι η CRT, ολοένα και περισσότερες πτυχές της καθημερινής ζωής θα αρχίσουν να μοιάζουν ως “δομικός ρατσισμός”.
* Ο Joshua Taggart είναι συντάκτης στο Institute of Economic Affairs, με ειδικό ενδιαφέρον για τα περιβαλλοντικά οικονομικά, την ιστορία και τα ζητήματα της επικαιρότητας.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.