Της Brittany Hunter
Αυτό τον μήνα συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ανάκληση των αμφιλεγόμενων κανόνων της δικτυακής ουδετερότητας από την FCC, κίνηση με την οποία το διαδίκτυο όπως το ξέραμε πέθανε οριστικά - ή έτσι θα ήθελαν να νομίζουμε οι υποστηρικτές της ουδετερότητας.
Αν όμως δούμε προσεκτικότερα τι όντως συνέβη μέσα σ' αυτόν τον χρόνο από την κατάργηση των κανόνων, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η (συχνά υστερική) ρητορική δεν αντανακλά καθόλου την πραγματικότητα. Αντιθέτως, το διαδίκτυο βελτιώθηκε μετά την χαλάρωση των ρυθμίσεων.
Η υστερία
Το διαδίκτυο είναι ένα διαδεδομένο αγαθό, διαθέσιμο στο κοινό από τις 6 Αυγούστου του 1991. Σύμφωνα όμως με τους πιο διαπρύσιους υποστηρικτές της δικτυακής ουδετερότητας, το διαδίκτυο δεν απογειώθηκε πραγματικά παρά μόνο τον Φεβρουάριο του 2015, όταν η FCC θέσπισε και υιοθέτησε τους νέους κανόνες.
Κατά την περίοδο που προηγήθηκε τόσο της ψήφισης, όσο και της μετέπειτα ανάκλησης της δικτυακής ουδετερότητας, προκλήθηκε μια μαζική υστερία όπου πολλοί άνθρωποι πείστηκαν ειλικρινώς ότι χωρίς κρατική παρέμβαση, όλες οι διαδικτυακές υπηρεσίες που απολαμβάνουμε θα πάψουν να υπάρχουν.
Το περιοδικό GQ μάλιστα σε ένα άρθρο του με τίτλο «How the FCC's Killing of Net Neutrality Will Ruin the Internet Forever» (Πώς η δολοφονία της δικτυακής ουδετερότητας από την FCC θα καταστρέψει για πάντα το διαδίκτυο), έφτασε μέχρι το σημείο να πει τα εξής:
«Σκεφτείτε όσα έχετε αγαπήσει ποτέ από το διαδίκτυο. Εκείνο το σάιτ που σας έδωσε όλους τους κωδικούς με ζαβολιές για το Grand Theft Auto: Vice City. Τα βίντεο στο YouTube με ζώα που γίνει φίλοι μεταξύ τους. Την μουσική που κατεβάσατε παράνομα από το Napster ή το Kazaa. Τη μουσική που ακούτε νόμιμα από το Spotify… Τις ταινίες και τις σειρές που βλέπετε αχόρταγα στο Netflix, την Amazon και το Hulu. Την ιστοσελίδα γνωριμιών που σας βοήθησε να βρείτε το πρόσωπο το οποίο παντρευτήκατε. Όλα αυτά υπάρχουν χάρη στη δικτυακή ουδετερότητα».
Είναι μάλλον εντυπωσιακό το γεγονός ότι αυτό το συναίσθημα ήταν τόσο ευρέως αποδεκτό ως κάτι το αληθές παρά το γεγονός ότι καθένας από τα παραδείγματα που αναφέρονται υπήρχε και πριν τη δικτυακή ουδετερότητα. Ο μόνος λόγος μάλιστα που το διαδίκτυο κατάφερε να γίνει ένα τόσο οργανικό μέρος της ζωής μας είναι ότι αφέθηκε σχεδόν ανεξέλεγκτο από τις ρυθμιστικές δυνάμεις.
Και καθώς αφέθηκε να αναδυθεί η αυθόρμητη τάξη, οι χρήστες του διαδικτύου μπόρεσαν να απολαύσουν την αχαλίνωτη καινοτομία που απέδωσε με τη σειρά της μιας μεγάλη ποικιλία υπηρεσιών, την οποία το GQ προτιμά να αποδίδει σε κρατική δράση που δεν αναλήφθηκε παρά μόνο σχεδόν 24 χρόνια μετά τη διάδοση της χρήσης του διαδικτύου.
Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης βεβαίως αγνοούσε αυτές τις μικρές λεπτομέρειες με αποτέλεσμα ο πανικός να συνεχίζεται. Το ACLU συμμετείχε σ' αυτή την ιστορία, λέγοντας στους αναγνώστες ότι χωρίς τη δικτυακή ουδετερότητα «διατρέχουμε τον κίνδυνο να πέσουμε θύματα των κερδοσκοπικών ορέξεων ισχυρών τηλεπικοινωνιακών γιγάντων».
Σήμερα συνειδητοποιούμε ότι αυτές οι ζοφερές προειδοποιήσεις ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν, γεγονός που μας θυμίζει το πόσο παράλογη ήταν η πίεση για κανόνες δικτυακής ουδετερότητας εξαρχής.
Τι είναι η δικτυακή ουδετερότητα;
Η δικτυακή ουδετερότητα επεδίωκε τον χαρακτηρισμό του διαδικτύου ως δημόσιου αγαθού, βάζοντάς το στην ίδια κατηγορία όπως το νερό, το ηλεκτρικό ρεύμα και τις υπηρεσίες τηλεφώνου. Κατ' αυτό τον τρόπο, δημιουργούταν το έδαφος για κρατικές ρυθμίσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ταχύτητες σύνδεσης και τις τιμές που θα επιτρεπόταν οι πάροχοι να χρεώνουν τους καταναλωτές για τη χρήση.
Οι νέοι κανόνες όριζαν ότι ο κάθε πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου όφειλε εφεξής να παρέχει ίσες ταχύτητες σύνδεσης σε όλες τις ιστοσελίδες, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους. Πριν την θεσμοθέτησή τους, οι πάροχοι είχαν την ελευθερία να προσφέρουν διαφορετικές ταχύτητες σύνδεσης στους χρήστες, μεταξύ των οποίων και τη δυνατότητα να πληρώνουν περισσότερο για ταχύτερες συνδέσεις σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες.
Αν για παράδειγμα η Comcast έβλεπε ότι η πλειονότητα των χρηστών της παρακολουθούσε περιεχόμενο από το Netflix, μπορούσε να προσφέρει πακέτα που χρεώνουν περισσότερο με αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι θα μπορεί κανείς να συνδέεται στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα με γρηγορότερες ταχύτητες.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται απλώς για ανταπόκριση της αγοράς στη ζήτηση των καταναλωτών, αλλά αυτό δεν το είδαν όλοι έτσι. Κάποιοι το είδαν ως κατάχρηση εξουσίας από «άπληστους» παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών.
Ο τότε Πρόεδρος Ομπάμα επαίνεσε τη δικτυακή ουδετερότητα, λέγοντας τα εξής:
«Εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, οι νόμοι μας αναγνωρίζουν ότι οι εταιρείες που μας συνδέουν στον κόσμο έχουν ειδικές υποχρεώσεις να μην εκμεταλλεύονται το μονοπώλιο που απολαμβάνουν επί της πρόσβασης προς και από το σπίτι ή την επιχείρισή μας. Είναι κοινή λογική ότι η ίδια φιλοσοφία θα πρέπει να διέπει κάθε υπηρεσία που βασίζεται στη μετάδοση πληροφορίας - είτε μιλάμε για ένα τηλεφώνημα, είτε για ένα πακέτο δεδομένων».
Δυστυχώς για όσους νομίζουν ότι οι κανόνες της δικτυακής ουδετερότητας είναι καλή ιδέα, ο σιδηροδρομικός κλάδος είναι ένα τέλειο παράδειγμα του πόσο πολύ επιβλαβής μπορεί να είναι στην πράξη η ανακήρυξη καταναλωτικών αγαθών ως «υπηρεσιών κοινής ωφελείας».
Όπως και το διαδίκτυο, οι σιδηρόδρομοι άλλαξαν τον κόσμο συνδέοντάς μας με ανθρώπους, ιδέες και αγαθά στα οποία προηγουμένως δεν είχαμε πρόσβαση. Το 1887, η Υπηρεσία Διαπολιτειακού Εμπορίου (Interstate Commerce Commission - ICC) δημιουργήθηκε με τον σκοπό ακριβώς να ρυθμίζει τους σιδηροδρόμους προκειμένου να «προστατεύει» τους καταναλωτές από το να πέσουν θύματα στις «κερδοσκοπικές ορέξεις» του σιδηροδρομικού κλάδου.
Όπως συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό και σήμερα, ο φόβος ήταν ότι ισχυρές σιδηροδρομικές εταιρείες θα αυξήσουν αυθαίρετα τις τιμές τους ή θα συνεργαστούν με άλλες εταιρείες κατά τρόπο που θα βλάψει τους καταναλωτές, όπως και στο προαναφερθέν παράδειγμα της Comcast και της Netflix.
Όπως γράφει ο Robert J. Samuelson στη Washington Post: «Οι σιδηρόδρομοι χρειάζονταν την έγκριση της ICC για σχεδόν τα πάντα: τις τιμές, τις συγχωνεύσεις, την εγκατάλειψη γραμμών χαμηλής χρήσης. Οι εμπορικοί χρήστες αντιτίθενταν σε αλλαγές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αυξήσεις στα κόστη. Οι σιδηρόδρομοι με δυσκολία αντιμετώπιζαν τον νέο ανταγωνισμό από τα φορτηγά και τα πλοία. Το 1970, ο τεράστιος σιδηρόδρομος Penn Central - που εξυπηρετούσε τις Βορειοανατολικές ΗΠΑ - χρεοκόπησε και εντέλει κρατικοποιήθηκε. Θα μπορούσαν να είχαν ακολουθήσει και άλλες εταιρίες».
Χωρίς την ελευθερία της καινοτομίας και της παροχής της καλύτερης δυνατής υπηρεσίας στους καταναλωτές χωρίς να χρειάζεται κανείς πρώτα να αντιμετωπίσει μια σειρά από γραφειοκρατικά εμπόδια, τα χέρια του σιδηροδρομικού κλάδου ήταν δεμένα, και η πρόοδος είχε βαλτώσει.
Το 1980, οι αρνητικές συνέπειες έγιναν τόσες πολλές που ούτε καν η κυβέρνηση μπορούσε να τις παραβλέψει, και έτσι η ICC καταργήθηκε. Λίγο μετά, ο κλάδος ανέκαμψε. Όχι μόνο το κόστος μεταφοράς εμπορευμάτων και τα συνολικά κόστη μειώθηκαν, αλλά επιτέλους οι σιδηρόδρομοι μπόρεσαν να έχουν κέρδη ξανά - κάτι που κατέστη δύσκολο μετά την ίδρυση της ICC. Με άλλα λόγια, η κατάργηση της ρυθμιστικής εποπτείας οδήγησε σε μια κατάσταση αμοιβαίου οφέλους για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Και φαίνεται ότι το ίδιο συνέβη και με την κατάργηση της δικτυακής ουδετερότητας.
Ας παραδεχθούμε ότι τα πράγματα γίνονται καλύτερα
Αν πιστεύαμε όλες τις φήμες που διαδόθηκαν πέρσι, μέχρι τώρα ο ουρανός θα έπρεπε να είχε πέσει ο ουρανός στα κεφάλια μας και το διαδίκτυο θα έπρεπε να είχε καταστραφεί ή να έχει γίνει εξοργιστικά ακριβό, όπως υπονόησε ο Banksy, από την έλλειψη της εποπτείας. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Αντί να εκτοξευτούν τα κόστη ή να επιβραδυνθούν οι ταχύτητες σύνδεσης, τα πράγματα στην πραγματικότητα έγιναν πολύ καλύτερα.
Σύμφωνα με το Recode, οι ταχύτητες έχουν αυξηθεί κατά σχεδόν 40% από τότε που καταργήθηκε η ουδετερότητα. Καθώς οι πάροχοι δεν αντιμετωπίζουν πλέον εμπόδια από τις κρατικές ρυθμίσεις, είναι ελεύθεροι να επεκτείνουν τα δίκτυα οπτικών ινών τους που επιτρέπουν μεγαλύτερες ταχύτητες: «Επιτέλους καλά νέα: Το διαδίκτυο γίνεται γρηγορότερο, ιδίως το σταθερό ευρυζωνικό διαδίκτυο. Οι ευρυζωνικές ταχύτητες κατεβάσματος στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 35.8% και οι ταχύτητες ανεβάσματος κατά 22% από πέρσι, όπως αναφέρει η εταιρία δοκιμής διαδικτυακής ταχύτητας Ookla στην τελευταία της έκθεση για την ευρυζωνικότητα στη χώρα».
Θα νόμισε κανείς ότι αυτά τα νέα θα ενέπνεαν ένα κύμα άρθρων με θέμα «ουπς, κάναμε λάθος» από όσους εργάστηκαν τόσο επιμελώς για να διασπείρουν τον φόβο κατά το διάστημα που προηγήθηκε της κατάργησης. Αλλά αυτό δεν συνέβη.
Το Wired, που δημοσίευσε πολλά άρθρα υπέρ της δικτυακής ουδετερότητας, όντως δημοσίευσε και ένα άρθρο με τίτλο «A Year without Net Neutrality: No Big Changes (Yet) » (Ένας χρόνος χωρίς δικτυακή ουδετερότητα: Καμία μεγάλη αλλαγή (ακόμη)», όπου παραδέχεται ότι καμία από τις τρομακτικές προβλέψεις δεν επιβεβαιώθηκε. Ακόμη όμως το περιοδικό επιμένει στην παράδοξη πεποίθησή του ότι ένα ελεύθερο από ρυθμίσεις διαδίκτυο δεν είναι πραγματικά ελεύθερο.
Είτε οι αρνητές προτίθενται να το παραδεχθούν, είτε όχι, η λιγότερη κρατική ρύθμιση οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα τόσο για τις εταιρείες, όσο και για τους καταναλωτές. Έτσι, την επόμενη φορά που μας πουν ότι η απουσία ρυθμίσεων θα οδηγήσει στο τέλος της ζωής όπως την ξέρουμε, καλά θα κάνουμε να θυμόμαστε τι πραγματικά συνέβη όταν το κράτος επιτέλους απελευθέρωσε το διαδίκτυο από τον έλεγχό του.
--
Η Brittany Hunter είναι συντάκτρια στο FEE. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Utah Valley University, με δεύτερο αντικείμενο τις συνταγματικές σπουδές.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Δεκεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».