Του Roberto White
Για μια ακόμη φορά η Ουκρανία βρίσκεται στην επικαιρότητα, για δυσάρεστους λόγους.
Στις 10 Νοεμβρίου, ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν προειδοποίησε τη Ρωσία ότι θα κάνει ένα «σοβαρό λάθος» αν διαπράξει ακόμη μια επιθετική κίνηση εναντίον της Ουκρανίας.
Επρόκειτο για αντίδραση στη μεγάλη συγκέντρωση στρατευμάτων από τη Ρωσία τις τελευταίες εβδομάδες, η οποία σύμφωνα με τον Ουκρανό Πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι φτάνει σχεδόν τους 100.000 στρατιώτες.
Μολονότι ο εκπρόσωπος τύπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκώφ χαρακτήρισε «κενές και αβάσιμες» τις αναφορές για ενδεχόμενη ρωσική επίθεση, δεν θα πρέπει να βασιζόμαστε στον λόγο του Κρεμλίνου.
Τι βρίσκεται πίσω από την πρόσφατη συγκέντρωση στρατού στα ουκρανικά σύνορα; Ο Άντονι Μπλίνκεν δήλωσε ότι τα κίνητρα είναι «ασαφή», όμως μια εξήγηση για την πρόσφατη επίδειξη δύναμης από τον Πούτιν είναι πως η Ευρώπη είναι σήμερα τόσο κατακερματισμένη ώστε να μην υπάρχει κανένας σοβαρός έλεγχος έναντι της ρωσικής επιθετικότητας.
Πάρτε για παράδειγμα τις δύο σημαντικότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Η Γερμανία αντιμετωπίζει σήμερα ένα κενό πολιτικής ηγεσίας καθώς οι εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν ανέδειξαν κάποιον ξεκάθαρο διάδοχο της Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία.
Τρία μεγάλα γερμανικά κόμματα, οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι, και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης, όμως παραμένουν πολλά διαφιλονικούμενα σημεία, όπως η κλιματική και η οικονομική πολιτική, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την πιθανότητα ως προς την επίτευξη μιας συμμαχίας στο εγγύς μέλλον.
Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν δίνει μια σκληρή μάχη για την πολιτική του επιβίωση ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2020 έναντι σοβαρών διεκδικητών που περιλαμβάνουν τη Μαρίν Λεπέν, και οι προσπάθειές του συνεπώς εστιάζουν σε μεγάλο βαθμό στην εγχώρια πολιτική. Τα άλυτα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δύο κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις εξηγούν εν μέρει τις κινήσεις του Πούτιν.
Ο κατακερματισμός της Ευρώπης όμως αφορά τόσο την εγχώρια όσο και τη διεθνή πολιτική, όπως καταδεικνύει το παράδειγμα του αγωγού Nord Stream 2. Ο υποθαλάσσιος αυτός αγωγός θα μεταφέρει στην τελική του φάση φυσικό αέριο απευθείας από τη Ρωσία στη Γερμανία. Έχει σχεδιαστεί με τρόπο ώστε να παρακάμπτει τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας αερίου της Ουκρανίας για να μειώσει έτσι την ήδη αδύναμη ουκρανική επιρροή.
Οι υποστηρικτές του αγωγού, μεταξύ των οποίων και οι κυβερνήσεις Ρωσίας και Γερμανίας, ισχυρίζονται ότι αυτός θα μεταφέρει στη Γερμανία αναγκαίο αέριο. Οι επικριτές όμως του σχεδίου, όπως οι ΗΠΑ, υποστηρίζουν ότι έτσι θα ενταθεί η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, ενώ χώρες όπως η Πολωνία και η Σλοβακία φοβούνται ότι το έργο θα απειλήσει την ασφάλειά τους.
Υπό αυτό το πρίσμα, η κατανόηση των πρόσφατων κινήσεων του Πούτιν γίνεται ευκολότερη. Όχι μόνο μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις αντιμετωπίζουν εσωτερικά ζητήματα που τις περισπούν από την εξωτερική πολιτική, αλλά και η ίδια η Ευρώπη δεν φαίνεται να συμφωνεί σε θέματα που αφορούν τη Ρωσία. Αυτός ο ευρωπαϊκός κατακερματισμός σημειώνεται την ώρα ακριβώς που η επιθυμία του Βλαδίμηρου Πούτιν να ανακτήσει τον έλεγχο της Ουκρανίας είναι ισχυρότερη από ποτέ.
Τον περασμένο Ιούλιο, ο Πούτιν δημοσίευσε ένα δοκίμιο 5.000 λέξεων με τίτλο «Περί της ιστορικής ενότητας Ρώσων και Ουκρανών» στο οποίο υπογραμμίζει την άποψή του ότι οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί είναι «ένας λαός» και υποστηρίζει ότι μπορεί να επίκειται μια ακόμη εισβολή καθώς «το Κίεβο δεν χρειάζεται το Ντομπάς» (μια πόλη της ανατολικής Ουκρανίας όπου η Ρωσία υποστηρίζει ρωσόφιλους αποσχιστές). Αυτό το δοκίμιο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η τρέχουσα συγκέντρωση στρατευμάτων στα ουκρανικά σύνορα δεν είναι η πρώτη φέτος, θα πρέπει να μας ανησυχεί όλους.
Προφανώς υπάρχει πρόβλημα, τι όμως μπορεί να γίνει γι’ αυτό; Τα ζητήματα που διχάζουν την Ευρώπη δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να εξαφανιστούν εν μία νυκτί, αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορεί να κάνει η Ευρώπη για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον Πούτιν.
Το πρώτο είναι να αντιδράσει έναντι των δι’ αντιπροσώπου συγκρούσεων της Ρωσίας, όπως στη σημερινή μεταναστευτική κρίση στα σύνορα Λευκορωσίας-Πολωνίας. Μονολότι η Ευρώπη είναι διαιρεμένη, δεν έχει διαλυθεί πλήρως και ο Πούτιν πιθανότατα δεν επιθυμεί μια ευθεία σύγκρουση με την Ευρώπη, ιδίως αν αυτή θα προκαλέσει την εμπλοκή της Αμερικής.
Συνεπώς, ο Πούτιν χρησιμοποιεί συγκρούσεις δι’ αντιπροσώπων για να αποσταθεροποιήσει την Ευρώπη, και σ’ αυτά ακριβώς τα σενάρια πρέπει η Δύση να αντιδράσει έναντι της Ρωσίας.
Η Λευκορωσία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία για χρηματική και στρατιωτική υποστήριξη, πράγμα που σημαίνει πως οτιδήποτε κάνει πιθανότατα έχει τη συναίνεση της Μόσχας. Συνεπώς, ενώπιον της τρέχουσας μεταναστευτικής κρίσης, το Ηνωμένο Βασίλειο, η ΕΕ και άλλες σχετιζόμενες δυνάμεις πρέπει να προσφέρουν στην Πολωνία επιμελητειακή, στρατιωτική και διπλωματική στήριξη για την αντιμετώπιση των προσπαθειών της Λευκορωσίας να αποσταθεροποιήσει τα σύνορά της.
Μια επιτυχημένη απώθηση των συμμοριακών τακτικών της Λευκορωσίας, και κατ’ επέκταση της Ρωσίας, θα λειτουργήσει ως μια ιδιαίτερα αναγκαία επίδειξη δύναμης έναντι της Ρωσίας.
Θα πρέπει ακόμη να αναλογιστούμε ότι η Ουκρανία δεν είναι το μόνο κράτος που ενδιαφέρει τον Πούτιν. Οι βαλτικές χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία έχουν στρατηγικό ενδιαφέρον για τη Μόσχα, και συνεπώς η Δύση πρέπει να πυκνώσει τους δεσμούς άμυνας και ασφάλειας με αυτές για να δείξει στον Πούτιν ότι δεν θα ανεχθεί τυχόν ρωσική επιθετικότητα σε κανένα μέρος των ανατολικών συνόρων της Ευρώπης.
Τον Οκτώβριο, η Βρετανή Υπουργός Εξωτερικών Λιζ Τρας οργάνωσε μια σύσκεψη με τους υπουργούς εξωτερικών της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας όπου, μεταξύ άλλων, συζητήθηκε και η απειλή μιας εχθρικής Ρωσίας. Αυτές οι πρωτοβουλίες συνιστούν ένα θετικό βήμα.
Εν κατακλείδι, η Δύση πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι φιλοδοξίες του Πούτιν δεν θα εξαφανιστούν. Χωρίς τη δέσμευση για την υπεράσπιση των πιο ευάλωτων έναντι της ρωσικής επιθετικότητας κρατών, μπορούμε να ξεχάσουμε την ιδέα ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να αποτελεί μέρος της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης.
* Ο Roberto White είναι αρθρογράφος στο 1828.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Νοεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 1828 και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.