Του Otto Brøns-Petersen
Στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές οι ψηφοφόροι κλήθηκαν να διαλέξουν το μικρότερο από δύο δεινά. Ο συνδυασμός του Μπάιντεν ως Προέδρου και μιας πλειοψηφίας Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία μπορεί όμως να αποδειχθεί το καλύτερο δυνατό πολιτικό αποτέλεσμα - όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και για εμάς τους υπόλοιπους.
Οι οικονομικές πολιτικές του Τραμπ είχαν ανάμεικτα αποτελέσματα. Στη θετική πλευρά ανήκουν η φορολογική μεταρρύθμιση και οι προσπάθειες για απορρύθμιση. Στην αρνητική, σημειώθηκε μια κατά κύριο λόγο προστατευτική εμπορική πολιτική, που θα μπορούσε να είναι χειρότερη αν όντως εφαρμόζονταν όσα εξαγγέλθηκαν. Ακόμη, σημειώθηκε έλλειμμα προσπάθειας στην αντιμετώπιση της αύξησης των κρατικών δαπανών και της εκρηκτικής αύξησης του δημόσιου χρέους. Χωρίς την κρίση του κορονοϊού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομία θα είχε διασφαλίσει την επανεκλογή του Τραμπ. Η προσωπικότητά του όμως, το στυλ της ηγεσίας του και η απροσεξία του ως προς την αλήθεια οδήγησε πολλούς ψηφοφόρους να τον απορρίψουν.
Για πολλούς, η επιλογή της ψήφου υπέρ του Μπάιντεν θεωρήθηκε ως το λιγότερο από δύο δεινά, και όχι ως θετική ψήφος. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τον Τραμπ. Το οικονομικό πρόγραμμα του Μπάιντεν δεν είναι υποσχόμενο και μπορεί να αποδειχθεί επισφαλές ως προς τις προοπτικές της οικονομίας. Στην εκστρατεία του μίλησε για υψηλότερους φόρους, μεταξύ των οποίων και μια σημαντική αύξηση στους εταιρικούς φόρους. Την ίδια ώρα, ο Μπάιντεν δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τον Τραμπ σε ό,τι αφορά την εμπορική πολιτική και την απουσία εστίασης στα δημοσιονομικά.
Ευτυχώς, οι ψηφοφόροι δεν έδωσαν εντολή στον Μπάιντεν για πολιτικές που θα βλάψουν την αμερικανική οικονομία - τουλάχιστον όχι σε ό,τι αφορά σημεία όπου διαφέρει σημαντικά από τον Τραμπ. Πιθανότατα θα χρειαστεί να εξασφαλίσει την υποστήριξη μιας ρεπουμπλικανής πλειοψηφίας στη Γερουσία (η οποία θα εξαρτηθεί από τις επαναληπτικές εκλογές στην Τζώρτζια). Αν τα πράγματα προχωρήσουν όπως είθισται, θα χάσει και άλλο έδαφος στις ενδιάμεσες εκλογές σε δύο χρόνια.
Η συνεργασία ανάμεσα στον Πρόεδρο και το Κογκρέσο μπορεί να αποδειχθεί προβληματική. Όμως η εμπειρία καταδεικνύει ότι τέτοιες περίοδοι αποδείχθηκαν θετικές για την αμερικανική οικονομία. Αυτό συνέβη υπό τον Κλίντον και εν μέρει υπό τον Ομπάμα (ο οποίος αναπλήρωσε την απουσία επιρροής στο Κογκρέσο με αύξηση της -ήδη υπερβολικής- ρύθμισης). Σε αυτές ακριβώς τις περιόδους η αύξηση των δαπανών - και τα προβλήματα που συνδέονται με τα δημοσιονομικά - συνήθως επιβραδύνονται σημαντικά. Σε αντίθεση με τον Κλίντον και τον Ομπάμα, ο Μπάιντεν δεν θα διαθέτει ένα παράθυρο δύο ετών με πλειοψηφία που θα του επιτρέψει να φέρει σε πέρας τα σχέδιά του.
Θα πρέπει κανείς να προσέχει ιδιαίτερα ώστε να μη συγχέει τους ψηφοφόρους με κάποιο άτομο που “μίλησε”. Διαφορετικά μπορεί να μπει στον πειρασμό να πει ότι οι ψηφοφόροι υπήρξαν σοφότεροι από τους πολιτικούς τους. Όποια όμως κι αν είναι τα κίνητρά τους, οι ψηφοφόροι μπορεί να έκαναν στην περίπτωση αυτή την καλύτερη δυνατή επιλογή δεδομένων των συνθηκών.
--
Ο Otto Brøns-Petersen είναι επικεφαλής αναλύσεων στη δανέζικη δεξαμενή σκέψης CEPOS.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά την 1η Δεκεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.