Ο κορονοϊός προκάλεσε μια μείζονα οικονομική κρίση και τεράστια ζημιά τόσο στην οικονομία, όσο και στη ζωή των ανθρώπων. Η ζημιά αυτή είναι αποτέλεσμα τόσο της εθελούσιας κοινωνικής αποστασιοποίησης, όσο και των δρακόντιων μέτρων που εφάρμοσαν οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ΑΕΠ υποχώρησε κατά σχεδόν 20% μέσα στο πρώτο μισό του χρόνου. Είναι συνεπώς σημαντικό να εξετάσουμε το αν μπορεί να γίνει κάτι για να πετύχουμε μια γρήγορη ανάκαμψη από την κρίση.
Κατ? αρχήν, μπορεί κανείς να πει ότι οι πολιτικοί και οι κυβερνήσεις οφείλουν να αντιδρούν στις οικονομικές κρίσεις με τρόπο που προστατεύει τις θέσεις εργασίας και την οικονομική βιωσιμότητα των ανθρώπων, περιορίζει την οικονομική ζημιά, αλλά και μειώνει τον κίνδυνο μελλοντικών κρίσεων. Αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίο σχεδόν όλες οι πολιτικές για την αντιμετώπιση μιας κρίσης παρουσιάζονται στο κοινό: ως αναγκαίες παρεμβάσεις για την προστασία είτε θέσεων εργασίας, είτε ολόκληρης της οικονομίας, είτε των κρατικών οικονομικών. Η ιδέα αυτή βασίζεται σε μια παράδοση που φτάνει πίσω μέχρι τον Κέυνς, ο οποίος ισχυριζόταν ότι οι κρίσεις συνιστούν μια αποτυχία της αγοράς.
Ακόμη όμως κι αν κανείς δεχθεί την υπόθεση ότι το κράτος οφείλει να κάνει κάτι, πρέπει να αναρωτηθεί αν οι πολιτικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι στην πραγματικότητα είναι πρόθυμοι και ικανοί να κάνουν το σωστό. Αυτού του είδους η ερώτηση έχει κεντρική θέση στη λεγόμενη “εύρωστη πολιτική οικονομία”, έναν ιδιαίτερο συνδυασμό των κεντρικών ιδεών των Αυστριακών Οικονομικών και της Σχολής της Δημόσιας Επιλογής που έχει ως επικεφαλής, μεταξύ άλλων, και τον καθηγητή του King?s College του Λονδίνου, Mark Pennington. Αυτά τα προβλήματα τις καλές εποχές έχουν ουσιώδη σημασία, αλλά γίνονται ιδιαίτερα έντονα πριν από τις οικονομικές κρίσεις, όταν η πληροφορία της αγοράς λογικά γίνεται λιγότερο ακριβής απ? ό,τι υπό κανονικές συνθήκες.
Τα καλά τεκμηριωμένα προβλήματα που αφορούν τη δυνατότητα του κράτους να αποκτά ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες για το σχεδιασμό της ρυθμιστικής πολιτικής επιδεινώνονται από την επιρροή ειδικών συμφερόντων που παρέχουν προκατειλημμένη πληροφόρηση στις κυβερνήσεις και τους ρυθμιστές. Οι ρυθμίσεις που προκύπτουν από τέτοιες διαδικασίες μειώνουν τις επενδύσεις και διαστρέφουν την κατανομή των πόρων. Κατά τη διάρκεια των κρίσεων, η εκτεταμένη ρύθμιση της αγοράς είναι συνεπώς πιθανό να οδηγήσει σε βαθύτερες κρίσεις και βραδύτερες ανακάμψεις, καθώς εμποδίζει τις εταιρίες και τα άτομα να επανακατανείμουν τα χρηματικά τους κεφάλαια, τον υλικό τους εξοπλισμό, τις επενδύσεις και την εργασία τους σε νέες και δυνητικά επικερδείς κατευθύνσεις.
Όπως αρχικά περιέγραψε αυτό το φαινόμενο ο Gordon Tullock, η επίδραση των ομάδων ειδικών συμφερόντων στην πολιτική μπορεί να επιδεινώσει τις κρίσεις και με άλλο τρόπο. Οι επιχειρηματίες που δημιουργούν νέα προϊόντα και υπηρεσίες και εισάγουν καινοτομία, είναι ιδιαίτερα σημαντικοί κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης από μία κρίση. Καθώς έχουν καταστραφεί υφιστάμενες εταιρίες και θέσεις εργασίας, τόσο νέες, όσο και υφιστάμενες εταιρίες πρέπει να απορροφήσουν τους αδρανείς πόρους. Οι ομάδες όμως των ειδικών συμφερόντων έχουν κίνητρο να επηρεάσουν την κυβέρνηση ώστε να προστατεύσει τις επιχειρήσεις που είναι πιθανότερο να μην επιβιώσουν κατά την κρίση.
Έτσι, δύο διαφορετικές θεωρητικές παραδόσεις εντός της οικονομικής επιστήμης καταλήγουν σε πολύ διαφορετικά μεταξύ τους συμπεράσματα ως προς την προσήκουσα πολιτική αντιμετώπισης μιας κρίσης. Σε μια νέα μελέτη πολιτικής της σουηδικής δεξαμενής σκέψης Timbro, εξετάζω συνεπώς το γιατί κάποιες χώρες είναι πιθανότερο να υποστούν οικονομικές κρίσεις, και γιατί κάποιες άλλες συνήθως γνωρίζουν συντομότερες κρίσης με μικρότερες επιπτώσεις. Η μελέτη επικαιροποιεί μια ανάλυση που δημοσίευσα πριν από τέσσερα χρόνια στο European Journal of Political Economy. Τόσο η αρχική ανάλυση, όσο και η νέα μελέτη καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: οι οικονομικώς πιο ελεύθερες χώρες τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα κατά τη διάρκεια των κρίσεων.
Η ανάλυση στη μελέτη βασίζεται σε δεδομένα από 389 περιπτώσεις κρίσεων το διάστημα 1993-2017 σε χώρες απ? όλο τον κόσμο. Εξετάζω την αρχική πιθανότητα εισόδου σε κρίση, τη διάρκεια της κρίσης, τον χρόνο που χρειάζεται για να φτάσουν ξανά τα εισοδήματα στα προ κρίσης επίπεδα, και τη συνολική απώλεια εισοδήματος κατά τη διάρκεια της κρίσης. Κάθε ένας από τους τέσσερις αυτούς δείκτες συσχετίζεται με τον δείκτη οικονομικής ελευθερίας του Heritage Foundation. Η ανάλυση ενισχύει σημαντικά τη θεώρηση της εύρωστης πολιτικής οικονομίας, καθώς τα μεγαλύτερα επίπεδα οικονομικής ελευθερίας συσχετίζονται τόσο με μικρότερο κίνδυνο εισόδου σε μια οικονομική κρίση, όσο και με ουσιωδώς μικρότερες απώλειες εισοδήματος κατά τη διάρκειά της. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τα χαμηλότερα ρυθμιστικά εμπόδια και τα υψηλά επίπεδα ανοιχτότητας της αγοράς.
Το παρακάτω διάγραμμα καταδεικνύει το βασικό πόρισμα μέσω τριών παραδειγμάτων: την πορεία του ΑΕΠ στη Νέα Ζηλανδία, την Πορτογαλία και την Ιαπωνία κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Μολονότι μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι η Νέα Ζηλανδία ως μια μικρή, ανοιχτή, περιφερειακή οικονομία θα αποδεικνυόταν στην πράξη πιο ευάλωτη εν μέσω μίας κρίσης, το γεγονός ότι είναι μία από τις πιο οικονομικώς ελεύθερες κοινωνίες στον κόσμο την καθιστά πολύ πιο ανθεκτική. Αντιστρόφως, η Πορτογαλία και η Ιαπωνία είναι κοντύτερα στον παγκόσμιο μέσο όρο και γνώρισαν πολύ βαθύτερες οικονομικές κρίσεις περί το 2008.
Σε γενικές γραμμές, οι εκτιμήσεις στην ανάλυση καταδεικνύουν ότι αν η Νέα Ζηλανδία ήταν μια τυπική δυτική χώρα όπως η Αυστρία, μια οικονομική κρίση θα είχε ως αποτέλεσμα επιπρόσθετες απώλειες ανά κάτοικο της τάξης των 1.500 λιρών αγγλίας. Δεδομένου του ότι η εκτίμηση του Heritage Foundation ως προς το επίπεδο ανοιχτότητας της αγοράς των πλούσιων χωρών κυμαίνεται μεταξύ 62 για την Ελλάδα και 86 για την Αυστραλία (σε μία κλίμακα 0-100), τα αποτελέσματα στην ανάλυση έχουν τόσο οικονομική, όσο και πολιτική σημασία.
Το συμπέρασμα και οι συνεπαγωγές για την πολιτική από την έρευνα που αφορά την κρίση τα τελευταία χρόνια είναι απλά: οι πολιτικοί και οι γραφειοκρατίες πρέπει να αφήσουν χώρο στις υφιστάμενες εταιρίες και τους νέους επιχειρηματίες. Οι χώρες με πιο ευέλικτες αγορές εργασίας και λιγότερο ρυθμισμένες χρηματοπιστωτικές αγορές και αγορές προϊόντων έχουν λιγότερες και ρηχότερες κρίσεις, και το παρόν δεν αποτελεί εξαίρεση.
--
Ο Christian Bjørnskov είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Άαρχους στη Δανία και ερευνητής του Ινστιτούτου Ερευνών Βιομηχανικών Οικονομικών της Στοκχόλμης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Νοεμβρίου 2020 και παρουσιάστηκε στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.