Της Courtney Joyner
Για έξι χρόνια, οι μόνες πολυτέλειες που ονειρευόταν η Bopha Sayavong ήταν η ειρήνη, η ησυχία, η τροφή και η στέγη.
Μόνο όταν έφτασε στο Λίτλ Ροκ του Άρκανσο ως πρόσφυγας από την κομμουνιστική Καμπότζη στις 31 Οκτωβρίου 1981, άρχισε να φαντάζεται τις πολυτέλειες που μπορεί να προσφέρει η ελευθερία.
Ακόμη και μετά την άφιξή της στις ΗΠΑ όμως, η ζωή δεν ήταν εύκολη.
Η Sayavong σε έναν καταυλισμό προσφύγων στις Φιλιππίνες το 1979.
“Προχωρήσαμε βήμα-βήμα, λίγο-λίγο από το σημείο αυτό, για να βρούμε την άκρη”, είπε η 59χρονη σήμερα Sayavong στη Daily Signal σε μια τηλεφωνική συνέντευξη από το Μάριον του Ιλλινόι.
Η παιδική εργασία υπό το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ
Οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο από τα τέσσερα χρόνια, από το 1975 μέχρι το 1979 που πέρασε ως έφηβη σε στρατόπεδα εργασίας που δημιουργήθηκαν από το καταπιεστικό κομμουνιστικό καθεστώς που έμεινε γνωστό ως Ερυθροί Χμερ.
Η Καμπότζη έπεσε στον κομμουνισμό τον Απρίλιο του 1975, όταν ένα δεξιάς απόκλισης στρατιωτικό πραξικόπημα απέτυχε να διώξει από την εξουσία τον βασιλιά Νορόντομ Σιχανούκ. Τότε, ο Σιχανούκ ένωσε τις δυνάμεις του με το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Μετά από έναν πενταετή εμφύλιο πόλεμο που ξεκίνησε το 1970, οι Ερυθροί Χμερ είχαν καταλάβει αρκετά εδάφη ώστε να τερματίσουν τη διαμάχη. Οι κομμουνιστές όμως δεν αποκατέστησαν στην εξουσία τον Σιχανούκ, αλλά τον ανελέητο ηγέτη Πολ Ποτ, τον οποίο οι ιστορικοί θεωρούν υπόλογο για τον θάνατο 2 εκ. Καμποτζιανών.
Όταν οι κομμουνιστές κατέλαβαν την πρωτεύουσα της Καμπότζης Πνομ Πεν, διέταξαν όλους τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη και να μετακινηθούν στις επαρχίες για τρεις μέρες.
Η Sayavong, που τότε ονομαζόταν Bopha Huot, ήταν 13 ετών. Ο πατέρας της είχε μια μικρή επιχείρηση και όταν υπηρετούσε στον στρατό της Καμπότζης, είχε βοηθήσει στην εκπαίδευση των Αμερικανών κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Η οικογένειά της θεωρούταν πως ανήκει στα χαμηλότερα στρώματα της ανώτερης τάξης.
“Η εκκένωση υποτίθεται πως θα κρατούσε τρεις μέρες, μας είπαν 'αφήστε το σπίτι σας και επιστρέψτε σε τρεις μέρες', όμως στην πραγματικότητα αυτό ήταν ένα ψέμα από το κομμουνιστικό καθεστώς για να βγάλει τους ανθρώπους από τα σπίτια τους” είπε η Sayavong.
Τα αποτελέσματα του κομμουνισμού
Μέσα στα τέσσερα χρόνια της κυριαρχίας των Ερυθρών Χμερ, όλοι οι πόροι ανήκαν στο κράτος και δεν υπήρχε χρήμα.
Η Sayavong είπε ότι κατά την εκκένωση χωρίστηκε από την οικογένειά της, καθώς όλοι οι Καμποτζιανοί διαχωρίστηκαν ανά ηλικία, φύλο και οικογενειακή κατάσταση. Πέρασαν τέσσερα χρόνια μέχρι να επανενωθεί με την οικογένειά της.
“Το μοντέλο τους ήταν όπως όλοι είναι ίσοι, κανείς δεν είναι πλουσιότερος, κανείς φτωχός”, είπε η Sayavong για τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές. “Δεν ακούγεται αυτό υπέροχο; Αλλά δεν ισχύει στην πράξη καθώς όλα ανήκουν στο κράτος. Οπότε, φανταστείτε ποιοι είναι οι πλουσιότεροι - το κράτος”.
Προσέθεσε: “Οι άνθρωποι που αυτοχαρακτηρίζονται μέλη της γενιάς των μιλλένιαλ δεν έχουν την παραμικρή ιδέα ως προς το τι είναι ο σοσιαλισμός. Έζησα τόσο στον σοσιαλισμό όσο και στον κομμουνισμό, και μετά έζησα στον κόσμο των ΗΠΑ. Αυτό που μπορώ να σας πω είναι πως δεν υπάρχει άλλο μέρος σαν τις ΗΠΑ. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο σοσιαλισμός είναι κάτι το θαυμάσιο, κάτι το φανταστικό, αλλά αυτό δεν ισχύει. Μοιάζει με μια ζωγραφιά: φαίνεται φανταστικό, αλλά όταν ζεις μέσα σ' αυτήν, τότε τα πράγματα αλλάζουν”.
Και συνεχίζει για την έλξη που αισθάνονται οι Αμερικανοί προς τον σοσιαλισμό: “Με θλίβει όταν σκέφτομαι ότι τα παιδιά μας έφτασαν σ' αυτό το σημείο. Πιστεύω στην ισότητα. Θέλω να μην υπάρχουν ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί - όλοι να είναι ίσοι. Αλλά σκεφτείτε το ανθρώπινα: αν το κράτος σας λέει τι να κάνετε, πώς να τρώτε, πώς να αναπνέετε, πώς αυτό είναι ίσο; Αυτοί είναι πάνω από σας”.
Ένα φρικτό τίμημα θανάτων
Σχεδόν δύο εκατομμύρια Καμποτζιανοί πέθαναν στο διάστημα 1975-1979 ως αποτέλεσμα της ισότητας που υποσχέθηκε το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ του Πολ Ποτ.
Η ζωή υπό τους κομμουνιστές ήταν καταπιεστική, και η κοιλιά δεν γέμιζε στα στρατόπεδα εργασίας, όπως αφηγείται η Sayavong:
“Τις πρώτες μέρες, σου έδιναν μια λογική ποσότητα συσσιτίου, αλλά ποτέ η μερίδα αυτή δεν ήταν γενναιόδωρη ή αυτό που εσύ θέλεις να φας. Ό,τι σου έδιναν, αυτό έτρωγες. Ας πούμε ότι σήμερα έτρωγες λαχανικά και ρύζι, και αύριο ίσως κρέας. Όσο όμως περνούσε ο καιρός, περίπου τον δεύτερο χρόνο, το φαγητό λιγόστευε. Τον τρίτο χρόνο λιγόστεψε ακόμη περισσότερο. Φτάσαμε στο σημείο να μας δίνουν μια κουταλιά ρύζι τη μέρα - όχι τη μερίδα, τη μέρα. Δεν είχαμε καν αρκετό αλάτι. Πεινούσαμε τόσο πολύ, που τρώγαμε χόρτα και άγρια λαχανικά, και δεν εννοώ το χορτάρι που τρώνε οι αγελάδες, αλλά κάθε είδους άγρια βλάστηση. Τα δοκιμάζαμε για να δούμε αν τρώγονται και μετά τα τρώγαμε. Τα στομάχια μας όμως δεν είναι φτιαγμένα για να χωνεύουν εκείνα τα φυτά. Δεν έχουμε δύο ή τρία στρώματα όπως οι αγελάδες. Έτσι, οι περισσότεροι άνθρωποι αρρώστησαν, καθώς επίσης το νερό δεν το επεξεργάζονταν, αλλά ήταν βρώμικο”.
Ο υποσιτισμός ήταν τόσο έντονος, αφηγείται η Sayavong, που δεν μπορούσε να δει τη νύχτα λόγω έλλειψης των απαιτούμενων βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων.
Στο στρατόπεδο εργασίας δεν υπήρχε ρολόι. Η δουλειά ξεκινούσε με την ανατολή του ήλιου και τελείωνε με τη δύση του. Η Sayavong αφηγείται ότι δούλευε κάθε μέρα στα χωράφια απλώς και μόνο για να επιβιώσει.
Εξαντλητική εργασία
“Ξυπνούσαμε το πρωί και πηγαίναμε για δουλειά” αφηγείται. “Όταν δεν μπορούσες να δουλέψεις, αποφάσιζαν να σε εξοντώσουν γιατί σπαταλούσες τα τρόφιμα και τις προμήθειες”.
Και συνεχίζει:
“Ήθελαν όλοι να είναι ίσιοι. Έτσι σε έβαζαν να δουλέψεις στα χωράφια, να χτίσεις ένα χωριό, να καλλιεργήσεις ρύζι και να κάνεις δουλειές αγροκτήματος γιατί, μέσα στη βλακεία τους, πίστευαν ότι για να είμαστε ίσοι πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου ίσα. Έτσι έβαζαν όλους να ξεκινήσουν από το ίδιο πράγμα. Εγκατέλειπαν τις βιοτεχνίες, εγκατέλειπαν τα βουστάσια και όλα αυτά, και όλοι ξεκινούσαν από το ίδιο επίπεδο. Εκτός από εκείνους τους ίδιους. Όλοι οι άλλοι, εκτός από αυτούς. Αυτοί δεν δούλευαν, σε επέβλεπαν”.
Η Sayavong θυμάται: “Προσευχόμουν κάθε νύχτα, όσο χαζό κι αν ακούγεται αυτό. Τότε δεν ήξερα σε ποιον Θεό προσευχόμουν. Ήλπιζα ότι η αναπνοή μου θα σταματούσε το επόμενο πρωί γιατί η ζωή μου ήταν ανυπόφορη. Και κάθε μέρα έλεγα 'Θεέ μου σε παρακαλώ, πάρε με, είμαι έτοιμη'. Κάθε μέρα όμως ξυπνούσα. Δεν πέθαινα.
Η Bopha Sayavong, κάτω αριστερά, το 1980 σε έναν καταυλισμό προσφύγων στις Φιλιππίνες
Με την πτώση των Ερυθρών Χμερ και το τέλος των στρατοπέδων εργασίας, η Sayavong διέσχισε τη ζούγκλα και βρήκε τη μητέρα, τον αδερφό και την αδερφή της. Ο πατέρας της είχε πεθάνει στο στρατόπεδο εργασίας.
Στη ζούγκλα, η αδερφή της ανακάλυψε κάτω από ένα αδιάβροχο ένα αγόρι που κρυβόταν από τη βροχή. Ήταν ο Τομ, ένας οικογενειακός φίλος από την εποχή προτού οι κομμουνιστές αναλάβουν την εξουσία και χωρίσουν τους πάντες.
Ο Τομ, όπως θυμάται η Sayavong, ήταν δέκα χρονών όταν η οικογένειά του πέθανε στα στρατόπεδα εργασίας. Η δική της οικογένεια τον υιοθέτησε.
Η Sayavong αφηγείται πως για να επιβιώσει πέρασε τον επόμενο χρόνο μεταφέροντας λαθραία τροφή από την Ταϊλάνδη. Μια μέρα, μια ομάδα Αμερικανών με έναν “μικρό κόκκινο σταυρό στο μπράτσο τους” ήρθαν και την έσωσαν, όπως ανακαλεί.
Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός
Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός έστησε καταυλισμούς προσφύγων στην Ταϊλάνδη για πολίτες της Καμπότζης που εγκατέλειπαν τη χώρα τους. Μετά από δύο χρόνια σε έναν καταυλισμό προσφύγων στο Khao-I-Dang, η οικογένεια της Sayavong μεταφέρθηκε σε έναν καταυλισμό στις Φιλιππίνες όπου εντέλει βρήκαν έναν φίλο που ήταν πολίτης των ΗΠΑ και μπορούσε να εγγυηθεί για την εγκατάστασή τους στην Αμερική.
Εντέλει, φάνηκε πως θα μπορούσαν να έχουν κάποια ασφάλεια. Η Sayavong πέρασε τη διαδικασία μετανάστευσης που έφερε την ίδια και την οικογένειά της στο Λιτλ Ροκ του Άρκανσο.
Με τη βοήθεια μιας τοπικής εκκλησίας έμαθε να μιλά Αγγλικά, βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο που πλήρωνε 3,25 δολάρια την ώρα και απέκτησε το πιστοποιητικό γενικής παιδείας.
Σήμερα, η Sayavong εργάζεται ως φαρμακοποιός στο νότιο Ιλινόι.
Είναι παντρεμένη από το 1984 με τον Patrick Sayavong, ένα πρόσφυγα από το Λάος τον οποίο γνώρισε στο Άρκανσο σε μια εκκλησία Βαπτιστών. Έχουν δύο κόρες - τη Σάρα, 30 ετών και τη Νικόλ, 22.
“Έχουμε κάποια βάσανα και κάποιες δυσκολίες, αλλά αυτό είναι μέρος της ζωής”, λέει η Sayavong. Υπάρχουν πράγματα που κάναμε σωστά, και άλλα που κάναμε λάθος. Απλώς το παλεύουμε χρόνο με τον χρόνο στην πορεία, και κοίτα πού είμαστε σήμερα”.
*Η Courtney Joyner είναι μέλος του Young Leaders Program στο Heritage Foundation.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 23 Απριλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.