Όποιος έχει προσπαθήσει να ακολουθήσει μια συνταγή για πρώτη φορά ξέρει πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι αυτό. Ο κατάλογος των συστατικών, η ποιότητα των πρώτων υλών και οι οδηγίες για τα βήματα και τον χρόνο δεν εγγυώνται πάντα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στην κουζίνα, η επιτυχία ή η αποτυχία εξαρτώνται από τις ικανότητες του μάγειρα που αποκτώνται μετά από χρόνια μάθησης και εμπειρίας. Η οικονομία λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο. Στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, το μυστικό συστατικό δεν είναι οι πρώτες ύλες ή οι μηχανές, αλλά η γνώση.
Η σημασία της γνώσης και των άυλων στοιχείων στην παγκοσμιοποίηση είναι μια πολύ απτή πραγματικότητα. Οι συναλλαγές υπηρεσιών αντιστοιχούν στο 20% με 25% του παγκόσμιου εμπορίου, οι μεταφορές δεδομένων μέσω του διαδικτύου έχουν αυξηθεί κατά 500% κατά το διάστημα 2010-2017, και η διάδοση της γνώσης έχει πολλαπλασιαστεί κατά 1,4 από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Ενώ οι πολυεθνικές εταιρίες κατασκευάζουν κέντρα έρευνας και ανάπτυξης (R&D) σε διάφορες χώρες, οι συναλλαγές υπηρεσιών σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι τεχνολογίες πληροφοριών ή η βιοτεχνολογία συνεχίζουν να αυξάνονται, ακολουθώντας μια δυναμική ανεξάρτητη από τις συναλλαγές αγαθών.
Η παραγωγή εμβολίων κατά του COVID-19 είναι ένα καλό παράδειγμα. Η επιστημονική γνώση βρίσκεται στη βάση της κατασκευής εμβολίων από τη Moderna και την Pfizer-BioNTech, των πιο δημοφιλών στην ΕΕ με παραπάνω από 480 δόσεις να έχουν ήδη γίνει. Παρ’ όλα αυτά, μια παγκόσμια εκστρατεία ανοσιοποίησης και ο εμβολιασμός επτά δισεκατομμυρίων ανθρώπων απαιτεί την παραγωγή τουλάχιστον 14 δισεκατομμυρίων δόσεων, κι αυτό προϋποθέτει ένα διαφορετικό είδος γνώσης. Οι εταιρίες παραγωγής εμβολίων και διανομής πρέπει να οικοδομήσουν τις δικές τους εφοδιαστικές αλυσίδες που αφορούν από φαρμακευτικά συστατικά και ειδικά μηχανήματα, μέχρι σύριγγες και καταψύκτες. Η ανάπτυξη αυτών των εφοδιαστικών αλυσίδων που αποτελούνται από εκατοντάδες εταιρίες απαιτεί υλικά αγαθά αλλά και άυλα στοιχεία, ιδίως ανθρώπινο κεφάλαιο μέσω υπηρεσιών, ιδεών και διανοητικής ιδιοκτησίας.
Η Ευρώπη πρέπει να επιλέξει σε ποιους τομείς θέλει να διακριθεί
Η νέα αυτή συνταγή για το διεθνές εμπόριο όχι μόνο αψηφά την ιδέα ότι η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται σε παρακμή, αλλά και καταδεικνύει ότι αυτή αλλάζει, γίνεται άυλη, ψηφιακή και εντατική ως προς τη γνώση. Η πρόκληση είναι πως δεν είναι όλες οι χώρες έτοιμες να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο αυτή την Παγκοσμιοποίηση 2.0.
Οι πρόσφατες αναταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες και οι ελλείψεις σε συγκεκριμένα αγαθά έχουν στρέψει την προσοχή στην υλική πλευρά της οικονομίας. Το σύνθημα της ευρωπαϊκής πολιτικής για την παραγωγή έχει γίνει η αποφυγή της εξάρτησης από συγκεκριμένα αγαθά που παράγονται σε άλλες χώρες. Θα ήταν όμως λάθος η έμφαση να υπερτονίζεται η εξάρτηση. Σε έναν κόσμο όπου οι οικονομίες αλληλοσχετίζονται, η Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω του μεγέθους και του πληθυσμού της θα έχει μικρότερο βάρος στην παγκόσμια οικονομία, και δεν είναι ούτε εφικτό, ούτε επιθυμητό τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνονται στην ΕΕ να παράγονται εντός της.
Η αυξανόμενη οικονομική εξάρτηση της Ευρώπης από τον υπόλοιπο κόσμο είναι αναπόφευκτη και πρέπει να παρουσιαστεί ως μια θετική εξέλιξη. Η απώλεια του σχετικού βάρους της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία σημαίνει ότι ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των καινοτομιών και των νέων προϊόντων που αγοράζουν οι Ευρωπαίοι θα παράγεται εκτός της ΕΕ. Σε αντάλλαγμα, η ευρωπαϊκή παραγωγή θα μπορέσει να ειδικευτεί στην παραγωγή συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών στα οποία είναι ανταγωνιστικότερη, και ταυτόχρονα οι εταιρίες και οι πολίτες της Ευρώπης θα επωφεληθούν από τον αυξανόμενο αριθμό καινοτομιών και τεχνολογιών που αναπτύσσονται εκτός της ΕΕ.
Η Ευρώπη πρέπει να επιλέξει σε ποιους τομείς θέλει να διακριθεί, και η βιομηχανική της πολιτική πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι ιδέες και η γνώση έχουν κομβική σημασία σε αυτή τη νέα παγκοσμιοποίηση. Τα κακά νέα είναι ότι το ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ευρώπης που δαπανάται για έρευνα και ανάπτυξη είναι ουσιαστικά αμετάβλητο σε σχέση με το 2010 και ότι η ΕΕ έχει μόλις δύο πανεπιστήμια μεταξύ των καλύτερων 50 παγκοσμίως. Τα καλά νέα είναι ότι η ΕΕ έχει το ανθρώπινο κεφάλαιο, τις υποδομές και τους θεσμούς για να συνεχίσει να έχει ηγετική θέση στους πιο δυναμικούς και ανταγωνιστικούς οικονομικούς κλάδους. Η συνταγή για επιτυχία προϋποθέτει περισσότερες επενδύσεις στα κέντρα αριστείας που βρίσκονται στην πρωτοπορία της γνώσης. Αυτός είναι ο τρόπος η ευρωπαϊκή οικονομία να κερδίσει το δικό της αστέρι Μισελέν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην El Pais.
* Ο Oscar Guinea είναι οικονομολόγος στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας (European Center for International Political Economy - ECIPE). Η Isabel Pérez del Puerto είναι δημοσιογράφος με ειδίκευση σε θέματα αναπτυξιακών πόρων.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά τον Δεκέμβριο του 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του ECIPE και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.