Του Pierre Lemieux *
Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν οι οικονομολόγοι, δεν υπάρχουν σπάνιοι πόροι. Το δημόσιο χρέος είναι μια «κοινωνική σύμβαση» όπως και τα κρατικά ελλείμματα. Ο φυσικός κόσμος, ωστόσο, δεν είναι άπειρος και αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Ένας σπάνιος πόρος υπάρχει: η Γη. Η προστασία της ανθρωπότητας από την κλιματική αλλαγή είναι επομένως ο υπέρτατος στόχος, στον οποίο πρέπει να θυσιαστούν όλοι οι απαραίτητοι πόροι. Αυτά είναι τα βασικά επιχειρήματα του αρθρογράφου της Le Monde, Stéphane Foucart (βλ. «La dette, une simple convention sociale, est perçue comme plus dangereuse que la détérioration irréversible des condition de vie sur Terre» [«Το χρέος, μια απλή κοινωνική σύμβαση, θεωρείται ως πιο επικίνδυνο από την μη αναστρέψιμη επιδείνωση των συνθηκών της ζωής στη Γη»], Le Monde, 3 Ιουνίου 2023).
Δεν βοηθά τον συγγραφέα το γεγονός ότι επικαλέστηκε τον Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, έναν ξεχασμένο πλέον οικονομολόγο υπέρμαχο των θεσμικών οικονομικών από τη ταραχώδη δεκαετία του 1960.
Λείπουν πολλά από τον συλλογισμό του δημοσιογράφου. Προϋπόθεση για την επιβίωση της ανθρωπότητας, εκτός αν μιλάμε για μικρούς αριθμούς ανθρώπους που ζουν σε σπηλιές ή σε φυλές κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, είναι τα άτομα να συνεργάζονται αποτελεσματικά. Η συναίνεση αποτελεί ουσιαστικό συστατικό της οικονομικής έννοιας της αποτελεσματικότητας. Στην συναλλαγή της αγοράς και σε άλλες εθελοντικές σχέσεις, η συναίνεση είναι εύκολη: όποιος δεν θέλει να συμμετάσχει σε μια συναλλαγή αρκεί απλώς να αρνηθεί. Οι πολιτικές σχέσεις είναι διαφορετικές, και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για ένα μέρος της ανθρωπότητας να επιβάλλει στους υπόλοιπους τις προβλέψεις ή τους φόβους του. Τα περιβαλλοντικά μοντέλα παρέχουν απλώς προβλέψεις - όπως φαίνεται από τους παλιούς μαλθουσιανού τύπου φόβους καθώς και τις ζοφερές προβλέψεις της δεκαετίας του 1970, οι οποίες δεν υλοποιήθηκαν. Από μια φιλελεύθερη σκοπιά, κάθε συλλογική δράση πρέπει να βασίζεται σε κάποιου είδους υποθετική ομοφωνία, και μπορεί να υπάρξει ομοφωνία μόνο σε γενικούς κανόνες, όχι σε ad hoc πράξεις αυστηρής ρύθμισης.
Σκεφτείτε μια συνέπεια της απόρριψης αυτής της φιλελεύθερης αρχής: Ο υπέρτατος στόχος που πρέπει να επιβληθεί, από τους πιστούς στους μη πιστούς, είναι η σωτηρία των αθάνατων ψυχών που δημιουργήθηκαν κατ' εικόνα Θεού. Η άπειρη ευδαιμονία για την αιωνιότητα έχει άπειρη αξία. Ακόμη και οι άπιστοι θα είναι ευτυχισμένοι, σε όλη την αιωνιότητα, που αναγκάστηκαν να υπακούσουν στον Θεό.
Εκτός από αυτούς που έχουν άπειρη πίστη στις προβλέψεις των περιβαλλοντολόγων (τη νέα θρησκεία), χρειάζεται κι εδώ ακόμα να γίνουν αντισταθμίσεις. Για παράδειγμα, ποιοι θα πρέπει να πληρώσουν για να σώσουν τη Γη; Οι σημερινοί περιβαλλοντολόγοι μέσω των φόρων τους (και άλλων μορφών στράτευσης) ή τα παιδιά τους με την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους;
Λείπει επίσης και κάτι ακόμη: η κατανόηση του τι μπορεί να σημαίνει στην πραγματικότητα «ο πεπερασμένος χαρακτήρας του φυσικού κόσμου». Υπάρχει μόνο μια συγκεκριμένη έκταση γης στην οποία μπορεί κανείς να καλλιεργήσει τρόφιμα, ωστόσο το 1,5% του αμερικανικού εργατικού δυναμικού παράγει σήμερα πολύ περισσότερη τροφή για πολύ περισσότερους ανθρώπους από ό,τι το 84% των εργαζομένων στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι φυσικοί πόροι είναι σίγουρα πεπερασμένοι: υπάρχει συγκεκριμένη ποσότητα γης, χάλυβα ή αλουμινίου αυτή τη στιγμή για την κατασκευή πολυκατοικιών ή ανεμογεννητριών. Αλλά υπάρχει και ένας πόρος που είναι δυνητικά σχεδόν άπειρος: η ανθρώπινη εφευρετικότητα, η επινόηση και η επιχειρηματικότητα. Όπως υποστήριξε ο Τζούλιαν Σάιμον, ο άνθρωπος είναι ο απόλυτος πόρος και «άνθρωπος» σημαίνει τα διάφορα άτομα και όχι τις γραφειοκρατικές δομές και τον κρατικό καταναγκασμό (βλ. Simon's The Ultimate Resource, 1981). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Γη μετά βίας τάιζε 230 εκατομμύρια κατοίκους, σχεδόν όλους φτωχούς, το έτος μηδέν της εποχής μας, και τώρα είμαστε 7,9 δισεκατομμύρια, εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό είναι καλοφαγωμένο και συγκριτικά πλούσιο.
Σχετικά με την επικίνδυνη επίκληση περιβαλλοντικών φόβων, επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα απόσπασμα από ένα πρόσφατο άρθρο μου στο Regulation:
«Από τη δεκαετία του 1970, οι περιβαλλοντολόγοι ανακυκλώνουν τα επιχειρήματα του Thomas Malthus για να ισχυριστούν ότι η στασιμότητα ή η μείωση του πληθυσμού θα ήταν κάτι το καλό γιατί θα αποτρέψει ή θα αναστρέψει περιβαλλοντικές καταστροφές. Στο βιβλίο του The Population Bomb το 1968, ο βιολόγος του Στάνφορντ, Paul Ehrlich, προειδοποίησε ότι η έκρηξη του παγκόσμιου πληθυσμού πλήττει τους περιορισμένους πόρους και ότι, μέσα σε μια δεκαετία, η έλλειψη τροφής και νερού θα είχε ως αποτέλεσμα ένα δισεκατομμύριο ή περισσότεροι άνθρωποι να πεθάνουν από την πείνα. Οι κυβερνήσεις, είπε, θα πρέπει να εργαστούν για να πετύχουν έναν βέλτιστο παγκόσμιο πληθυσμό 1,5 δισεκατομμυρίων, στόχο που αντιστοιχεί σε 57% λιγότερους ανθρώπους από τον πραγματικό πληθυσμό το 1968 και 81% λιγότερους από τα 7,9 δισεκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν σήμερα. Το 1965, το New Republic ανακοίνωσε ότι «ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει υπερβεί την προσφορά τροφίμων» και ότι η παγκόσμια πείνα θα ήταν «το απολύτως πιο σημαντικό γεγονός στο τελευταίο τρίτο του 20ού αιώνα». Η «ελευθερία της αναπαραγωγής δεν μπορεί να είναι αποδεκτή», αποφαινόταν ο οικολόγος Garrett Hardin».
Η «φέρουσα ικανότητα» του πλανήτη είναι πλάνη ή φάρσα. Στο βιβλίο του Capitalism, Alone (2019), ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς δίνει πολλά παραδείγματα αυτής της πλάνης τους τελευταίους δύο αιώνες. Ένα από αυτά αφορά τον Βρετανό οικονομολόγο Stanley Jevons (1835-1882), ο οποίος σκέφτηκε ότι η τιμή του χαρτιού σύντομα θα εκρηγνυόταν λόγω της μείωσης του αριθμού των δέντρων. Έτσι, αποθησαύρισε χαρτί σε τέτοιες ποσότητες που, 50 χρόνια μετά τον θάνατό του, τα παιδιά του δεν είχαν ακόμη εξαντλήσει όλο το απόθεμά του. Ο Milanovic προσθέτει (σελ. 200-201):
«Δεν είμαστε πιο έξυπνοι από τον Jevons. Ούτε εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε τι θα μπορούσε να αντικαταστήσει τα ορυκτά καύσιμα, το μαγνήσιο ή το σιδηρομετάλλευμα. Αλλά θα πρέπει να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τη διαδικασία με την οποία προκύπτουν οι αντικαταστάσεις και να σκεφτόμαστε ανάλογα».
Οι πόροι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκτρέπονται από τις πολιτικές αρχές μέσω των ελλειμμάτων (ή του πληθωρισμού), είναι πραγματικοί πόροι, όχι «κοινωνικές συμβάσεις». Δεν είναι περισσότερο κοινωνικές συμβάσεις από τους πεπερασμένους φυσικούς ή ανθρώπινους πόρους που εξυπηρετούν στην ικανοποίηση ουσιαστικά άπειρων ανθρώπινων επιθυμιών. Συνολικά, οι πόροι είναι περιορισμένοι, αλλά μπορούν να υποκατασταθούν και να αυξηθούν. Εκείνοι που γίνονται σχετικά σπανιότεροι εξοικονομούνται καθώς αυξάνονται οι τιμές τους και άλλοι πόροι, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης ευρηματικότητας, αντικαθιστούν τους σπανιότερους.
Εάν και μόνο εάν διατηρηθούν ή βελτιωθούν θεσμοί που ευνοούν την ατομική ελευθερία και ευημερία, μπορούμε να περιμένουμε ότι (εκτός ίσως από καταστροφές όπως από χτυπήματα αστεροειδών ή πυρηνικό πόλεμο) η ανθρώπινη εφευρετικότητα θα συνεχίσει, με περιορισμένους πόρους, να παράγει όλο και περισσότερο εισόδημα και πλούτο, που σημαίνει αυξημένες δυνατότητες κατανάλωσης ή αναψυχής κατά την προτίμηση του κάθε ατόμου. Και, εάν χρειάζεται, σημαίνει και περισσότερους πόρους για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών ή την προσαρμογή σ’ αυτές.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν απαραιτήτως ότι δεν πρέπει να γίνει τίποτα (με σύνεση) τώρα, αλλά ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτή την υπερ-συναισθηματική θεώρηση για την κοινωνία και την οικονομία.
--
*Ο Pierre Lemieux είναι οικονομολόγος στο Τμήμα Διοικητικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κεμπέκ στο Outaouais.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Ιουνίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.