Τις τελευταίες μέρες, η Ταϊβάν υπέστη ένα ακόμη κύμα παρενόχλησης από την Κίνα. Φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι νέο, καθώς η Κίνα παραβιάζει τον εναέριο χώρο της Ταϊβάν τουλάχιστον από το 2014. Τη Δευτέρα όμως, ένας αριθμός-ρεκόρ 34 μαχητικών αεροσκαφών κατευθύνθηκαν προς την Ταϊβάν. Η ολοένα και περισσότερο σπασμωδική συμπεριφορά του Πεκίνου προς την Ταϊβάν φέρνει στο προσκήνιο τους λόγους για τους οποίους η Δύση πρέπει να υπερασπιστεί την τελευταία.
Η Ταϊβάν είναι μια δημοκρατία της ελεύθερης αγοράς η οποία, παρά τον αυταρχικό της γείτονα στον βορρά, κατάφερε να δημιουργήσει μια ζωντανή οικονομία που κατατάσσεται στην έκτη θέση των πιο ελεύθερων οικονομικών παγκοσμίως. Κομβική σημασία έχει το γεγονός πως η Ταϊβάν είναι ένας από τους σημαντικούς παραγωγούς ημιαγωγών (ενός εξαρτήματος απαραίτητου σε ένα εύρος μηχανημάτων, από αυτοκίνητα μέχρι δορυφόρους) και αντιστοιχεί στο 92% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής των πιο εξελιγμένων και σημαντικών μικροτσιπ. Συνεπώς, τόσο από ιδεολογικής, όσο και από στρατηγικής σκοπιάς, η υπεράσπιση της Ταϊβάν είναι μια αμοιβαίως επωφελής κίνηση.
Το επιχείρημα υπέρ της υπεράσπισης της Ταϊβάν ενισχύεται περαιτέρω αν δούμε τι θα μπορούσε να συμβεί στην Ασία, αν η Κίνα καταλάμβανε διά της βίας την Ταϊβάν.
Με τα λιμάνια και τις αεροπορικές βάσεις της Ταϊβάν, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός ( People’s Liberation Army - PLA) θα επεξέτεινε την ναυτική του δράση στο βορρά μέσω των νήσων Ριουκού (την αλυσίδα των νησιών ανάμεσα στην Ταϊβάν και την Ιαπωνία) και των νήσων Σενκάκου (που διαφιλονικούνται από Κίνα και Ιαπωνία). Αυτό θα ενίσχυσε τη δυνατότητα άσκησης πίεσης από την Κίνα προς την Ιαπωνία εν μέσω περιόδων κρίσης, περιορίζοντας για παράδειγμα το ιαπωνικό ναυτικό εμπόριο.
Ακόμη, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την Ταϊβάν και ως βάση για στενότερο έλεγχο της Θάλασσας της Νότιας Κίνας κλείνοντας τα στενά της Λουζόν (μεταξύ Ταϊβάν και Φιλιππίνων) και το κανάλι Μπαλιντάνγκ, που θα έκοβε την παραδοσιακή δίοδο που χρησιμοποιεί το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ στην περιοχή. Ουσιαστικά, η Κίνα θα γινόταν αμέσως η απόλυτη δύναμη στον Ινδο-ειρηνικό που θα μπορούσε εντέλει να εκδιώξει από την περιοχή τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της. Δυστυχώς, η απειλή μιας κινεζικής εισβολής δεν είναι μια μακρινή πιθανότητα. Τον περασμένο Μάρτιο, ο ναύαρχος Philip Davidson, ο κορυφαίος στρατιωτικός αξιωματούχος των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, προειδοποίησε ότι η Κίνα μπορεί να εισβάλει στην Ταϊβάν μέχρι το 2027.
Δεδομένου του επικίνδυνου σεναρίου που θα προέκυπτε από μια κινεζική εισβολή της Ταϊβάν, είναι κρίσιμης σημασίας, αν μια τέτοια εισβολή συμβεί, η Δύση να υπερασπιστεί την Ταϊβάν. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, οι δυτικοί σύμμαχοι πρέπει να βοηθήσουν την Ταϊβάν προωθώντας τη συμμετοχή της σε διεθνή φόρουμ. Το πρώτο βήμα θα ήταν να επιτραπεί σε διπλωμάτες και άλλους αξιωματούχους με διαβατήρια Ταϊβάν να εισέλθουν στα κτίρια των Ηνωμένων Εθνών, κάτι που προς το παρόν δεν μπορούν να κάνουν. Αυτό πιθανότατα θα προκαλούσε αντιδράσεις από την Κίνα, αλλά ταυτόχρονα θα απέδιδε στην Ταϊβάν την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό που απολαμβάνουν οι αξιωματούχοι κάθε άλλης χώρας.
Επίσης, η Δύση πρέπει να κρατήσει σταθερή στάση έναντι των προσπαθειών της Κίνας να αποκλειστεί η Ταϊβάν από διεθνείς οργανισμούς. Κατά το διάστημα 2008-2016, η Ταϊβάν προσεκλήθη ως παρατηρητής στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΕ/WHO) υπό το όνομα “Κινεζική Ταϊπέι”. Το 2016, μετά την εκλογή του Tsai Ing-Wen ως προέδρου της Ταϊβάν, το Πεκίνο ανακάλεσε την πρόσκληση και δεν επιτρέπεται στην Ταϊβάν να συμμετάσχει έκτοτε.
Στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε το Ηνωμένο Βασίλειο ή κάποιος άλλος σύμμαχος να διατύπωνε πρόσκληση στην Ταϊβάν να αιτηθεί και να αποκτήσει την ιδιότητα του μέλους του ΠΟΕ. Όχι μόνο το κράτος της Ταϊβάν καλύπτει όλες τις προϋποθέσεις της κρατικής υπόστασης σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αλλά και η υποδειγματική αντιμετώπιση από πλευράς του της πανδημίας του COVID-19 αποτελεί ένα υπόδειγμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή γνώσης σε περιστάσεις κρίσης.
Τι πρέπει να κάνει το Ηνωμένο Βασίλειο; Ουσιαστικά, να οικοδομήσει στενότερους δεσμούς με την Ταϊβάν. Σε μια ομιλία της φέτος στο Συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος, η Υπουργός Εξωτερικών Liz Truss δήλωσε ότι θέλει το Ηνωμένο Βασίλειο να “ενισχύσει τους δεσμούς στην οικονομία και την ασφάλεια” ώστε να δημιουργήσει ένα “δίκτυο ελευθερίας” ανά τον κόσμο. Η Υπουργός κατά την ομιλία της αναφέρθηκε σε συμμάχους στην περιοχή του Ινδο-ειρηνικού όπως η Ιαπωνία και η Αυστραλία, αλλά όχι στην Ταϊβάν.
Το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις υφιστάμενες διμερείς εμπορικές σχέσεις (ύψους 7,1 δισεκατομμύρια λίρες το 2019) για να αναπτύξει στενότερους δεσμούς που θα μπορούσαν εντέλει να οδηγήσουν σε μια συμφωνία ασφαλείας με την Ταϊβάν παρόμοια με αυτή που υπάρχει ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ταϊβάν. Αυτή η εξέλιξη δεν θα προσέφερε μόνο στην Ταϊβάν ακόμη έναν σύμμαχο στην αρωγή του οποίου θα μπορούσε να βασιστεί έναντι της κινεζικής επιθετικότητας, αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο την ευκαιρία να ενισχύσει τη θέση του ως ένας σημαντικός περιφερειακός παίκτης στον Ινδο-ειρηνικό.
Εντέλει, η Κίνα δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να σταματήσει την εκστρατεία παρενόχλησης της Ταϊβάν. Αν οι χώρες της Δύσης, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο θέλουν όντως όχι μόνο να αντιταχθούν στην Κίνα, αλλά και να διαφυλάξουν την ελευθερία του Ινδο-ειρηνικού, θα πρέπει να εστιάσουν στην Ταϊβάν.
Στην περίπτωση μιας εισβολής, είναι επιτακτικό οι δυτικές ένοπλες δυνάμεις να συντρέξουν στην άμυνα της Ταϊβάν, καθώς οι συνέπειες εάν δεν το κάνουν θα ήταν συντριπτικές. Μέχρι να φτάσει εκείνη η ώρα, οφείλουμε να ενισχύσουμε τους διπλωματικούς, οικονομικούς και εντέλει αμυντικούς δεσμούς μας με την Ταϊβάν.
Ο Roberto White είναι αρθρογράφος στο 1828.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Οκτωβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 1828 και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης