Της Dorottya Tornai
Στα τέλη του Οκτωβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε μια οδηγία για την εισαγωγή επαρκών ελάχιστων μισθών ανά την Ευρώπη. Μολονότι ο τελικός στόχος είναι κοινωνικά ευαίσθητος και μακροπρόθεσμος, τα μέσα για την επίτευξη ενός νομοθετημένου κατώτατου μισθού δεν θα είναι μόνο επιβλαβή για τους πιο ευάλωτους εργαζόμενους στην κοινωνία, αλλά και θα επηρεάσουν αρνητικά τις οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης.
Η οικονομική σύγκλιση της περιοχής της Ευρώπης υπήρξε στόχος ήδη από την ίδρυση της ΕΕ, και επανήλθε στο προσκήνιο μετά την ομιλία για την Κατάσταση της Ένωσης του Προέδρου Γιουνκέρ το 2015 και την εισαγωγή του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Στην καρδιά αυτής της μη δεσμευτικής διακήρυξης βρίσκεται η προσπάθεια να αναπτυχθούν νομοθετικές πρωτοβουλίες για τα κοινωνικά δικαιώματα με στόχο την ενίσχυση της δικαιοσύνης στην αγορά εργασίας της ΕΕ.
Παρά το γεγονός ότι, πρώτον, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προωθεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό ενός επαρκούς ελάχιστου μισθού και δεύτερον περιορίζει τις παρεμβάσεις της ΕΕ λόγω της αρχής της επικουρικότητας, αυτές οι ελάχιστες απαιτήσεις έχουν επιπτώσεις στην απασχόληση. Όπως καταδεικνύει η οικονομική θεωρία, όταν οι μισθοί αυξάνονται, η αύξηση στο ποσοστό ανεργίας είναι αναπόφευκτη. Όταν η τιμή της απασχόλησης αυξηθεί έντονα, οι εργοδότες τείνουν να αναζητήσουν φτηνότερες εναλλακτικές όπως ο αυτοματισμός ή η απόλυση ατόμων με λιγότερες δεξιότητες. Αυτό καταδείχθηκε στις ΗΠΑ, όταν το Σηάτλ αύξησε τον ωριαίο ελάχιστο μισθό από τα 9,47 στα 13 δολάρια, κίνηση που είχε ως αποτέλεσμα μια μείωση των μισθών που καταβάλλονται ετησίως σε χαμηλόμισθους εργαζόμενους κατά 62 εκατομμύρια δολάρια. Συνεπώς, μια τέτοια εξέλιξη θα έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις για την Ανατολική Ευρώπη, καθώς η περιοχή αυτή έχει χαμηλότερη κάλυψη συλλογικών διαπραγματεύσεων κατά ευθεία αναλογία του υψηλότερου ποσοστού εργαζομένων με χαμηλότερα επίπεδα δεξιοτήτων. Μεταξύ των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων συγκαταλέγονται και οι νέοι άνθρωποι, ηλικίας 16-24. Οι έρευνες καταδεικνύουν ότι η αύξηση των κατώτατων μισθών έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της απασχόλησης των νέων. Ακόμη και μία 10% αύξηση του κατώτατου μισθού προκαλεί μια μείωση της απασχόλησης των νέων της τάξης του 2-3%.
Σε μεγαλύτερη κλίμακα, η εφαρμογή της Οδηγίας θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομική ανταγωνιστικότητα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Υπάρχει λόγος που ο Επίτροπος Nicolas Schmit είπε στις 28 Οκτωβρίου πως αν η Βουλγαρία εισαγάγει τους ίδιους μισθούς με την πατρίδα του το Λουξεμβούργο, την επόμενη κιόλας μέρα δεν θα υπάρχει “βουλγαρική οικονομία”. Η οικονομική ανταγωνιστικότητα της Ανατολικής Ευρώπης - και η δομή της ίδιας της οικονομίας - βασίζεται σε υπηρεσίες που εξαρτώνται έντονα από τη φθηνή και ανειδίκευτη εργασία. Οι ξένες επιχειρήσεις δεν θα χρειάζεται πλέον να εντάσσουν την Ανατολική Ευρώπη ως γρανάζι στην εφοδιαστική τους αλυσίδα, καθώς οι χαμηλότεροι μισθοί δεν θα εξισορροπούν πλέον την απόσταση, τη χαμηλότερη ζήτηση και τις λιγότερο ανεπτυγμένες υποδομές της περιοχής. Ακόμη, αν οι εργοδότες αντιμετωπίσουν σημαντικά υψηλότερους ελάχιστους μισθούς, είναι εξαιρετικά πιθανό να στραφούν στην παράτυπη οικονομία. Αντί να απασχολούν άτομα πλήρως, οι επιχειρήσεις στρέφονται προς τη μερική απασχόληση για να μειώσουν τις δαπάνες, και συμπληρώνουν τις αμοιβές των εργαζομένων τους παράτυπα, κάτω από το τραπέζι με φακελάκια.
Πέρα από τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες αυτής της οδηγίας, αξίζει επίσης να αναφερθούν και οι επιπτώσεις στο πεδίο των ρυθμίσεων. Η λογική πίσω από την εισαγωγή επαρκούς κατώτατου μισθού αφορά τη σύγκλιση και τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών ανά την Ευρώπη. Υπάρχουν όμως πολλά εμπόδια σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των αγορών εργασίας στο επίπεδο της ΕΕ. Πρώτα απ’ όλα, η φύση αυτής διακήρυξης δεν είναι δεσμευτική, γεγονός που αφήνει τα κράτη-μέλη με το δικαίωμα να ρυθμίζουν τα ίδια τους κατώτατους μισθούς. Ακόμη, οι Συνθήκες αναφέρουν ξεκάθαρα ότι η ΕΕ μπορεί να δρα στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και να συμπληρώνει τις πολιτικές των κρατών μελών ώστε να βελτιώνει τις εργασιακές συνθήκες, αλλά το δικαίωμα αυτό δεν περιλαμβάνει αλλαγές στις αμοιβές. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα της ΕΕ είναι ελλειμματική λόγω των σημαντικών αποκλίσεων στις εργασιακές αγορές. Η Οδηγία προτείνει τιμές αναφοράς για τον κατώτατο μισθό βάσει είτε του ακαθάριστου ελάχιστου μισθού σε σύγκριση με τον διάμεσο μισθό ή του καθαρού ελάχιστου μισθού σε σύγκριση με τον καθαρό διάμεσο μισθό. Αν ισχύσει το δεύτερο, τότε η ΕΕ θα αποκομίσει μια πολύ ανακριβή εικόνα της συνθήκης των εργαζομένων. Τα κράτη-μέλη έχουν πολύ διαφορετικά φορολογικά συστήματα, κάποια με μεγαλύτερο φορολογικό βάρος στους εργαζόμενους που αμείβονται με ελάχιστο μισθό. Αυτό εξηγεί το γιατί κάποιες χώρες -όπως η Λιθουανία- καλύπτουν τον ενδιάμεσο στόχο που προτείνει η Επιτροπή βάσει του ακαθάριστου ελάχιστου μισθού, αλλά όχι αν υπολογιστεί ο καθαρός ελάχιστος μισθός.
Συνολικά, η Οδηγία της Επιτροπής για την πανευρωπαϊκή εισαγωγή επαρκών κατώτατων μισθών θα είναι ένα βήμα που θα πλήξει την Ανατολική Ευρώπη. Παρά τις καλές προθέσεις δεν θα διευκολύνει (και δεν μπορεί να διευκολύνει) τη σύγκλιση των κρατών-μελών και θα πλήξει τους πιο ευάλωτους εργαζόμενους στην κοινωνία μας.
--
Η Dorottya Tornai είναι συνεργάτιδα του δικτύου Epicenter.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 3 Δεκεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.