Του Kristian Niemietz*
Ξέρετε ποιος είναι ο Owen Jones; Πιθανότατα αυτή η ερώτηση σας φαίνεται αστεία. Ο Τζόουνς είναι ο πολιτικός συγγραφέας με τις περισσότερες πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει ένα εκατομμύριο ακολούθους στο Twitter και εμφανίζεται σχεδόν αδιάκοπα στην τηλεόραση. Αν μένετε στη Βρετανία, και σας ενδιαφέρουν έστω και λίγο τα ζητήματα της επικαιρότητας, είναι (δυστυχώς) αδύνατον να μην γνωρίζετε ποιος είναι.
Ξέρετε όμως ποιος είναι ο Charlie Kimber; Πιθανότατα δεν έχετε την παραμικρή ιδέα. Είναι ο Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (Socialist Workers Party - SWP), συγγραφέας διάφορων βιβλίων και πολιτικώς ενεργός από τη δεκαετία του 1970.
Ομοίως, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ξέρετε ποια είναι η Grace Blakeley - στοιχηματίζω όμως ότι δεν έχετε ακουστά την Hannah Sell, Γενική Γραμματέα του Σοσιαλιστικού κόμματος (SP), συγγραφέα του βιβλίου Socialism in the 21st Century και πολιτικώς ενεργή από τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Προφανώς ξέρετε ποιος είναι ο Ash Sarkar - αλλά δεν έχετε ακουστά τον Robert Griffiths, Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βρετανίας (Communist Party of Britain - CPB), συγγραφέα διάφορων βιβλίων και πολιτικώς ενεργό από τη δεκαετία του 1970.
Γιατί κάποιοι σοσιαλιστές γίνονται γρήγορα ευρέως γνωστοί, ενώ άλλοι παραμένουν άγνωστα και περιθωριακά ονόματα παρά τις δεκαετίες της ενασχόλησής τους με τον ακτιβισμό; Η αφελής απάντηση θα ήταν “Γιατί οι πρώτοι εκφράζουν μια πιο σύγχρονη και λιγότερο δογματική εκδοχή του σοσιαλισμού”, αλλά αυτό θα συνιστούσε μια θεμελιώδη παρανόηση.
Η διαφορά ανάμεσα στους δημοφιλής και τους μη δημοφιλείς σοσιαλιστές δεν αφορά την ιδεολογία, αλλά το στυλ και την ικανότητά τους στις δημόσιες σχέσεις. Οι δημοφιλείς σοσιαλιστές έχουν ένα πολύ μεγαλύτερο επίπεδο αυτογνωσίας. Ξέρουν πώς να μιλούν σε “κανονικούς ανθρώπους”. Ξέρουν, για παράδειγμα, πως αν χρησιμοποιήσουν υπερβολική μαρξιστική ορολογία, θα φανούν περίεργοι. Γι’ αυτό και η Grace Blakeley μιλά για το πώς η κοινωνία διαιρείται ανάμεσα σε “εκείνους που ζουν από την εργασία τους, και εκείνους που ζουν από τον πλούτο τους” και όχι για “το προλεταριάτο και την μπουρζουαζία”.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι πως οι δημοφιλείς σοσιαλιστές ξέρουν πότε να σταματούν. Ξέρουν πότε ένας αγώνας έχει χαθεί και πότε είναι καλύτερο να τον εγκαταλείψουν. Ο Όουεν Τζόουνς συνειδητοποίησε κάποια στιγμή το 2014 ότι ήταν ώρα να σταματήσει να μιλά για το μέχρι πρότινος αγαπημένο του θέμα, τη Βενεζουέλα. Αντιθέτως, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Βρετανίας, δεν μπορούν να σταματήσουν να μιλάνε για τη ρωσική επανάσταση.
Σχετικό με το προηγούμενο: Εξεπλάγην όταν το σοσιαλιστικό περιοδικό Jacobin διέβη πρόσφατα αυτή την αόρατη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη μοδάτη και την περίεργη αριστερά, δημοσιεύοντας ένα άρθρο που υπερασπίζεται τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Το Jacobin κανονικά ανήκει στο μοδάτο πλήθος του “Σοσιαλισμού των Millenial” εκπροσωπώντας το cool είδος σοσιαλισμού. Παρ’ όλα αυτά, να που υπερασπίστηκε το Τείχος του Βερολίνου, 31 χρόνια μετά την πτώση του:
“Πώς να σταθεροποιηθεί και να εμπεδωθεί η νέα σοσιαλιστική τάξη ενώ έχανε εκατοντάδες χιλιάδες ικανούς εργάτες κάθε χρόνο; [...] Το Τείχος ήταν άσχημο, απειλητικό και για πολλούς πολίτες αναμφισβήτητα απελπιστικό. Όμως η οικονομική και γεωπολιτική σταθερότητα που διασφάλιζε έδωσε ταυτόχρονα στη ΛΔΓ την ευκαιρία να οικοδομήσει μια κοινωνία που σε γενικές γραμμές χαρακτηριζόταν από μετριοπαθή ευημερία και κοινωνική ισότητα μεταξύ των τάξεων και των φύλων”.
Ο συγγραφέας, Loren Balhorn, βλέπει την ΛΔΓ ως ένα ευγενές εγχείρημα με λίγα μικρά σφάλματα. Δεν εγκρίνει τα καταπιεστικά στοιχεία της ΛΔΓ, αλλά τα βλέπει ως αποτέλεσμα ειδικών συνθηκών. Και θεωρεί μεγάλο λάθος την επανενώση της Γερμανίας.
Η επιχειρηματολογία του είναι κάπως ασυνήθιστη. Για παράδειγμα διεκτραγωδεί το γεγονός ότι η ανατολική Γερμανία ακόμα υπολείπεται της δυτικής σε πολλά σημεία. Αυτό αληθεύει - αλλά είναι περίεργο σημείο κριτικής όταν διατυπώνεται από έναν σοσιαλιστή. Το χάσμα Ανατολής - Δύσης είναι, φυσικά, μια κληρονομιά του συστήματος που υπερασπίζεται ο Balhorn. Έτσι, ουσιαστικά κατηγορεί τον καπιταλισμό που δεν συγύρισε αρκετά γρήγορα το χάλι που άφησε πίσω του ο σοσιαλισμός.
Ακόμη κι έτσι, το επιχείρημά του δεν στέκει. Αμέσως μετά την επανένωση, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΛΔΓ ήταν περίπου το ένα τρίτο του αντίστοιχου της Δυτικής Γερμανίας. Σήμερα βρίσκεται στο περίπου 70% του επιπέδου της Δυτικής Γερμανίας (πρόκειται φυσικά για έναν κινούμενο στόχο). Συνεπώς, ναι, το χάσμα παραμένει. Αλλά από την άλλη, παντού δεν υπάρχει μια κάποια περιφερειακή ανισότητα; Γιατί η Γερμανία να πρέπει να αποτελεί τη μόνη εξαίρεση; Το χάσμα ανατολής-δύσης στη Γερμανία είναι μικρότερο από το αντίστοιχο χάσμα Βορρά-Νότου της Ιταλίας, ή το χάσμα ανάμεσα στο Λονδίνο και το νοτιοανατολικο μέρος της Αγγλίας έναντι του Βορρά ή την Ουαλία. Κι όμως, δεν συμπεραίνουμε συνήθως ότι το Ηνωμένο Βασίλειο συνιστά “αποτυχία” και ότι η Βόρεια Αγγλία ή η Ουαλία θα βρίσκονταν σε καλύτερη θέση αν ήταν Σοσιαλιστικές Λαϊκές Δημοκρατίες.
Ο Balhorn ισχυρίζεται ακόμη ότι “καθ’ όλο το πρώην Ανατολικό Μπλοκ, [...] το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά αρκετά χρόνια” μετά το 1990. Αυτό, για να το διατυπώσω κομψά, είναι η μισή εικόνα. Η μεγαλύτερη εικόνα έχει ως εξής: μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, το προσδόκιμο ζωής ήταν περίπου το ίδιο και στις δύο πλευρές του Σιδηρού Παραπετάσματος. Έκτοτε όμως, το προσδόκιμο ζωής έμεινε στάσιμο στην Ανατολική Ευρώπη, και συνέχισε να αυξάνεται στη Δυτική, με αποτέλεσμα μέχρι το 1990, να έχει δημιουργηθεί ένα χάσμα περισσότερων από πέντε ετών.
Από εκεί και πέρα, δεν βλέπουμε πλέον μια κοινή τάση στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά μια τεράστια απόκλιση. Το προσδόκιμο ζωής πέφτει σε κάποιες χώρες, και χρειάζεται πολύς χρόνος μέχρι να ανακάμψει, ενώ σε άλλες χώρες βλέπουμε μόνο μια σύντομη μείωση που ακολουθήθηκε από απότομη αύξηση.
Μήπως λοιπόν ο Balhorn έχει τουλάχιστον εν μέρει δίκιο; Όχι, καθώς η πρώτη ομάδα αποτελείται από εκείνες τις χώρες που ποτέ δεν απέσεισαν πλήρως τις κακές συνήθειες της σοβιετικής εποχής (δηλαδή τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία), ενώ η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τις χώρες που μετακινήθηκαν μακρύτερα και γρηγορότερα προς την κατεύθυνση των δυτικού τύπου συστημάτων (δηλαδή την Τσεχία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και τις χώρες της Βαλτικής). Το αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι υπονοοεί ο Balhorn.
Γιατί το κάνει αυτό ο Balhorn στον εαυτό του; Η υπεράσπιση της ΛΔΓ δεν είναι μόνο ένας χαμένος σκοπός, αλλά και κάτι το εντελώς αχρείαστο. Επί χρόνια, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου θεωρούταν η τελική ήττα του σοσιαλιστικού σκοπού. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό δεν ισχύει. Τα τελευταία περίπου πέντε χρόνια, ο σοσιαλισμός έχει κάνει μια αναπάντεχη ανάκαμψη ως κίνημα μεταξύ των νέων, και ως μια χίπστερ δήλωση μόδας. Οι σοσιαλιστές έχουν καταφέρει να αποσυνδεθούν από καθεστώτα όπως το ανατολικογερμανικό. Γιατί λοιπόν ο Balhorn ανοίγει ξανά αυτή την παλιά πληγή αχρείαστα;
Υποπτεύομαι ότι ο λόγος είναι πως γνωρίζει πολύ περισσότερα για τη ΛΓΔ απ’ ό,τι ο μέσος χίπστερ σοσιαλιστής. Ο μέσος αναγνώστης του Jacobin θα έλεγε ότι το καθεστώς της ΛΓΔ ήταν κίβδηλο, ότι ποτέ δεν ήταν πραγματικά σοσιαλιστικό, και ότι η κουβέντα σταματά εδώ.
Ο Balhorn ξέρει ότι αυτό δεν ισχύει. Ξέρει ότι η ΛΔΓ όντως ξεκίνησε ως ένα ιδεαλιστικό εγχείρημα (αν και υποστηριζόμενο από τα σοβιετικά τανκς), και ότι οι φιλοδοξίες των ιδρυτών της δεν διέφεραν από τις φιλοδοξίες των σοσιαλιστών του σήμερα. Ξέρει πως ως σοσιαλιστής, δεν μπορεί εντίμως να ισχυριστεί πως ό,τι συνέβη στην ΛΔΓ είναι άσχετο με τα πιστεύω του. Ξέρει ότι το καθεστώς της ΛΔΓ έκανε όσα έκανε για κάποιον λόγο, και ότι, ενώ μπορεί να ασκήσει κριτική σε κάποιες από τις ενέργειές του, δεν μπορεί τις αποκηρύξει εντελώς.
Και έχει δίκιο. Αλλά θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν αν δεν τα ήξερε αυτά, γιατί για έναν σοσιαλιστή, το να μην τα γνωρίζει αυτά είναι προαπαιτούμενο της φήμης και της δημοτικότητας. Αντιθέτως, αν κάποιος τα γνωρίζει, αυτό τον οδηγεί στη λήθη και στο περιθώριο της “περίεργης” αριστεράς.
*Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής θεμάτων Πολιτικής Οικονομίας στο Institute of Economic Affairs.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Οκτωβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.