Του Marian L. Tupy
Την προηγούμενη εβδομάδα, έγραψα για τη ρομαντική ιδέα του Jason Hickel ότι οι άνθρωποι στο παρελθόν «ζούσαν καλά» με λίγο ή και καθόλου χρηματικό εισόδημα. Επεσήμανα πως πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση, ο ρουχισμός ήταν εξαιρετικά ακριβός και άβολος. Οι βαμβακομηχανές το άλλαξαν αυτό.
Όπως αναφέρει ένας Γάλλος ιστορικός το 1846 «Η παραγωγή με μηχανές καθιστά διαθέσιμο στους φτωχούς έναν κόσμο χρήσιμων αντικειμένων, ακόμη και πολυτελών ή αντικειμένων τέχνης, που ποτέ στο παρελθόν δεν θα μπορούσαν να προσεγγίσουν».
Η μόλυνση και οι συνθήκες υγιεινής ήταν φρικτές
Σήμερα θέλω να εξετάσω τη μόλυνση. Είναι γνωστό πως η εκβιομηχάνιση συνέβαλε στη μόλυνση του περιβάλλοντος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο αέρας και το νερό ήταν καθαρά πριν εμφανιστούν τα εργοστάσια και οι μηχανές. Σε σύγκριση με σήμερα, οι πρόγονοί μας είχαν να αντιμετωπίσουν φρικτές περιβαλλοντικές συνθήκες.
Ας ξεκινήσουμε με την ποιότητα του αέρα. Στο Λονδίνο του 17ου αιώνα, όπως επισημαίνει η Claire Tomalin στο έργο του Samuel Pepys The Unequalled Self «όλα τα νοικοκυριά έκαιγαν κάρβουνο… Ο καπνός από τις καμινάδες μαύριζε τον αέρα και κάλυπτε την κάθε επιφάνεια με βρωμιά. Υπήρχαν μέρες που μπορούσε να δει κανείς στην πόλη ένα σύννεφο καπνού ύψους ενός μιλίου και πλάτους είκοσι… Οι Λονδρέζοι έφτυναν καρβουνόσκονη».
Ομοίως, ο Carlo Cipolla στο βιβλίο του Before the Industrial Revolution: European Society and Economy 1000-1700 παραθέτει από το ημερολόγιο του Βρετανού συγγραφέα John Evelyn, ο οποίος το 1661 έγραφε: «Στο Λονδίνο βλέπουμε ανθρώπους να περπατούν και να συζητούν μεταξύ τους καθώς τους κυνηγά και τους στοιχειώνει αυτός ο δαιμονισμένος καπνός. Οι κάτοικοι της πόλης δεν αναπνέουν μια βρώμικη και πυκνή ομίχλη που συνοδεύεται από έναν σκοτεινό και βρωμερό ατμό, που καταστρέφει τους πνεύμονες και αναταράσσει ολόκληρο το σώμα τους».
Οι δρόμοι ήταν εξίσου βρώμικοι. Ο John Harrington εφηύρε την τουαλέτα το 1596, αλλά παρέμεινε μια σπάνια πολυτέλεια για δύο ακόμη αιώνες. Τα δοχεία νυκτός συνέχιζαν να αδειάζονται στους δρόμους, μετατρέποντάς τους σε αποχετεύσεις. Την κατάσταση δυσχέραινε περαιτέρω το γεγονός ότι ακόμη και οι μεγάλες πόλεις φιλοξενούσαν εκτροφεία ζώων μέχρι και κατά τον 18ο αιώνα. Όπως σημειώνει ο Fernand Braudel στο έργο του Δομές της καθημερινής ζωής «τα γουρούνια εκτρέφονταν και κυκλοφορούσαν ελεύθερα στους δρόμους. Και οι δρόμοι ήταν τόσο βρώμικοι και λασπωμένοι, που έπρεπε κανείς να τους διασχίζει με ξυλοπόδαρα».
Ο Lawrence Stone παρατηρεί στο έργο του The Family, Sex, and Marriage in England 1500-1800 ότι «στις πόλεις του 18ου αιώνα, τα χαντάκια που συχνά γέμιζαν με στάσιμο νερό, συχνά χρησιμοποιούνταν ως τουαλέτες. Οι κρεοπώλες έσφαζαν ζώα στα καταστήματά τους και πετούσαν τα εντόσθια στους δρόμους. Τα νεκρά ζώα αφήνονταν να αποσυντεθούν και να σαπίσουν. Βόθροι ανοίγονταν κοντά στα ποτάμια και μόλυναν το νερό. Τα πτώματα των πλουσίων που τοποθετούνταν σε κρύπτες κάτω από το έδαφος της εκκλησίας συχνά έδιωχναν με τη μυρωδιά τους τον κλήρο και το ποίμνιο».
Σύμφωνα με τον Stone, «Tο αποτέλεσμα αυτών των πρωτόγονων συνθηκών υγιεινής ήταν διαρκείς βακτηριακές επιδημίες μόλυνσης του στομάχου, με πιο επίφοβη απ' όλες τη δυσεντερία που ξεκλήριζε πολλά θύματα και των δύο φύλων και κάθε ηλικίας μέσα σε λίγες ώρες ή μέρες. Οι στομαχικές διαταραχές του ενός ή του άλλου είδους ήταν χρόνιες, και οφείλονται στη μη ισορροπημένη δίαιτα για τους πλούσιους και την κατανάλωση χαλασμένων και ανεπαρκών σε ποσότητα τροφίμων για τους φτωχούς».
Ακόμη, υπήρχε και η «κυριαρχία των εντερικών σκουληκιών» που είναι «μια αργή, αηδιαστική και εξοντωτική πάθηση που προκαλούσε τεράστια ανθρώπινη δυστυχία.. Στις πολλές ελώδεις περιοχές χωρίς καλή αποστράγγιση, οι αλλεπάλληλοι πυρετοί από ελονοσία ήταν κοινοί και εξοντωτικοί… και ίσως ακόμη πιο σπαρακτική ήταν η αργή, αναπόδραστη και καταστροφική δύναμη της φυματίωσης».
Η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη στην ηπειρωτική Ευρώπη. Στα μέσα του 17ου αιώνα, η βασίλισσα Άννα της Αυστρίας, μητέρα του Λουδοβίκου ΙΔ' σημείωνε ότι «Το Παρίσι είναι ένα φρικτό και δυσώδες μέρος. Οι δρόμοι μυρίζουν τόσο άσχημα που δεν μπορεί κανείς να σταθεί από τη δυσωδία των σάπιων κρεάτων και ψαριών και του πλήθους των ανθρώπων που ουρούν στους δρόμους».
Τον 19ο αιώνα, το πρόβλημα της μόλυνση παρέμενε. Η Judith Flanders, στο έργο της Inside the Victorian Home: A Portrait of Domestic Life in Victorian England τονίζει την παρατήρηση του Ουάλντο Έμερσον ότι «κανείς στην Αγγλία δεν φορούσε λευκά ρούχα γιατί ήταν αδύνατο να τα κρατήσει καθαρά». Σύμφωνα με τη Φλάντερες, οι βούρτσες μαλλιών «γίνονταν μαύρες μετά από μία μόνο χρήση» και τα τραπεζομάντηλα στρώνονταν αμέσως πριν το φαγητό, καθώς «διαφορετικά θα καθόταν πάνω τους η στάχτη από τη φωτιά και θα βρόμιζαν μέσα σε λίγες ώρες».
Το 1958, η δυσοσμία του Τάμεση ήταν τόσο έντονη που «οι κουρτίνες στις πλευρές του Κοινοβουλίου που έβλεπαν το ποτάμι μουλιάζονταν σε χλωριούχο ασβέστιο για να καλύπτεται η οσμή». Η προσπάθεια απέτυχε, με τον Πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Ντιστραέλι να φεύγει από μια συνεδρίαση «με ένα πάκο χαρτιά στο ένα χέρι, και με το μαντήλι να καλύπτει τη μύτη του», καθώς η δυσοσμία ήταν υπερβολική. Ο Ντισραέλι χαρακτήρισε το ποτάμι «μια δεξαμενή της Στυγός, που αναβλύζει ανείπωτη και ανυπόφορη φρίκη».
Η ρύπανση συχνά δεν οφείλεται στη βιομηχανία
Κρατήστε κατά νου ότι ακόμη και μετά την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης, μεγάλο μέρος της ρύπανσης δεν οφειλόταν στη βιομηχανία. Ο Henry Mayhew, Άγγλος κοινωνικός ερευνητής και δημοσιογράφος, βρήκε ότι ο Τάμεσης είχε «υλικά από ζυθοποιία, εργοστάσια αερίου, και εργοστάσια χημικών και ορυκτών, ψόφια σκυλιά και γάτες, λίπη και εντόσθια από σφαγεία, βρομιές κάθε είδους από τα πεζοδρόμια, αποφάγια από λαχανικά, κοπριά από στάβλους, λύματα από χοιροτροφία, στάχτες, κατσαρολικά, σπασμένα ποτήρια, βάζα, στάμνες, γλάστρες κλπ, κομμάτια ξύλο, σάπια οικοδομικά υλικά και κάθε είδους σκουπίδια».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκβιομηχάνιση προξένησε μεγάλη ζημιά στο περιβάλλον κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Δημιούργησε όμως και πλούτο που επέτρεψε στις ανεπτυγμένες κοινωνίες να κατασκευάσουν καλύτερες εγκαταστάσεις υγιεινής και προκάλεσε τη δημιουργία ενός φωτισμένου πληθυσμού με ένα άνευ προηγουμένου ενδιαφέρον για το περιβάλλον, και τη βούληση να πληρώσουν για τη φροντίδα του μέσω υψηλότερων φόρων.
Ας κάνουμε όμως ένα άλμα στο 2015, όταν το BBC ανάφερε ότι «περισσότερες από 2000 φώκιες εντοπίστηκαν στον Τάμεση την τελευταία δεκαετία… μαζί με εκατοντάδες δελφίνια και ακόμη και φάλαινες που έχασαν τον δρόμο τους. Υπάρχουν σήμερα 125 είδη ψαριών στον Τάμεση, από σχεδόν κανένα κατά τη δεκαετία του 1950».
Ομοίως, οι μέσες συγκεντρώσεις σωματιδίων στον αέρα του Λονδίνου αυξήθηκαν από τα 390 το 1800 στην τιμή ρεκόρ των 632 το 1891, και έπεσαν στα 16 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο το 2016. Σήμερα, ο αέρας στην πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι από τους καθαρότερους μεταξύ των μεγαλουπόλεων του πλανήτη.
Τα σύγχρονα στοιχεία καταδεικνύουν ξεκάθαρα ότι η ζωή πολλών δυτικοευρωπαίων πριν την εκβιομηχάνιση ήταν, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, βαθιά δυσάρεστη. Θα ήταν υπερβολή να συμπεράνει κανείς ότι οι άνθρωποι αυτοί «έζησαν καλά».
--
O Marian L. Tupy είναι ο υπεύθυνος έκδοσης του HumanProgress.org και αναλυτής πολιτικής στο Center for Global Liberty and Prosperity.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 4 Απριλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».