Του Frank Schäffler*
Πριν από σχεδόν ένα μήνα, η εκπρόσωπος του κινήματος “Fridays for Future” Luisa Neubauer συναντήθηκε με τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ. Σύμφωνα με τη Νόιμπάουερ, η Μέρκελ τη διαβεβαίωσε ότι “ασφαλώς δεν θα υπογράψει” τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και των κρατών του Mercosur - την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Παραγουάη και την Ουρουγουάη.
Η συμφωνία την οποία διαπραγματεύθηκε η Επιτροπή, πρέπει να κυρωθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη-μέλη. Η απόρριψή της από τη Μέρκελ αποκαλύπτει προκατάληψη και είναι ταυτόχρονα ανησυχητική. Όχι μόνο γιατί οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία διήρκησαν αρκετά χρόνια, αλλά επίσης γιατί η απόρριψη αυτή θέτει σε κίνδυνο την ευημερία και τις ευκαιρίες απασχόλησης στη Γερμανία. Αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό κατά την πανδημία του COVID-19, όπου το παγκόσμιο εμπόριο χρειάζεται αναγκαίως νέα ενθάρρυνση. Δεδομένου του ότι το 88% της γερμανικής οικονομίας βασίζεται στις εισαγωγές και εξαγωγές, αν το παγκόσμιο εμπόριο μειωθεί κατά 9% φέτος, πολλοί άνθρωποι θα αρχίσουν να φοβούνται για τις δουλειές τους.
Πριν την πανδημία, τα κράτη-μέλη της ΕΕ είχαν έναν όγκο εμπορικών συναλλαγών που ανερχόταν στα 127 εκ. ευρώ με τις χώρες του Mercosur. Πρόκειται για ένα ουσιώδες ποσό που αποκαλύπτει σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες. Σήμερα, οι εξαγωγές αυτοκινήτων από τη Γερμανία στη Νότια Αμερική επιβαρύνονται με δασμούς που φτάνουν μέχρι και το 35%, τα μηχανήματα επιβαρύνονται με συντελεστές που κυμαίνονται από 14% έως 20% και τα φαρμακευτικά προϊόντα με 14%. Ακόμη, η ΕΕ ήθελε να άρει τους δασμούς για το 92% των προϊόντων που εισάγονται από τις χώρες του Mercosur. Η κατάργηση των εμποδίων στο εμπόριο θα συνιστούσε μια ευπρόσδεκτη ενίσχυση της ανάπτυξης της διεθνούς οικονομίας, όμως η γερμανική κυβέρνηση συντάσσεται με τους επικριτές της παγκοσμιοποίησης - προς ζημία της Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής.
Η εμπορική συμφωνία με το Mercosur θα ωφελούσε τόσο τον συνολικό πλούτο της Ευρώπης, όσο και την ισότητα των ευκαιριών και την οικονομική ασφάλεια της Νότιας Αμερικής. Αν η συμφωνία αποτύχει, η αποψίλωση των δασών στον Αμαζόνιο μπορεί να ενταθεί καθώς άλλοι εμπορικοί εταίροι, όπως η Κίνα, μπορεί να έχουν λιγότερες περιβαλλοντικές ανησυχίες. Ακόμη, η απόρριψη της συμφωνίας θα έχει ως αποτέλεσμα πολλοί από τους εργαζόμενους, των οποίων οι εργασιακές συνθήκες υποτίθεται ότι ενισχύονται από τον νόμο για τις εφοδιαστικές αλυσίδες, να χάσουν τη δουλειά τους. Η απόρριψη της εμπορικής συμφωνίας θα αποτελούσε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω για τον πλούτο και τις κοινωνίες των πολιτών της Νότιας Αμερικής.
Μολονότι οι περιβαλλοντικές ομάδες δεν ταυτίζονται με τους δεξιούς λαϊκιστές και τον Ντόναλντ Τραμπ σε ό,τι αφορά την απόρριψη των ελεύθερων αγορών, παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτούς σε ό,τι αφορά το πνεύμα του απομονωτισμού. Τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά επιχειρήματά τους αποκρύπτουν πατερναλιστικές φιλοδοξίες. Σύμφωνα με αυτή την κοσμοθεωρία, οι καταναλωτές δεν γνωρίζουν πλέον τι είναι καλό για τους ίδιους, ή τι θα έπρεπε να αγοράζουν και να καταναλώνουν. Η Καγκελάριος, το Κοινοβούλιο και το Fridays for Future είναι αυτοί που ξέρουν καλύτερα και είναι καλύτεροι.
Η τεράστια εξουσία που διαθέτει ένας τέτοιος θεσμός-ομπρέλα να αποφασίζει ποια προϊόντα μπορεί ή δεν μπορεί να αγοράζει το κοινό έχει ως αποτέλεσμα την καθυπόταξη του καταναλωτή, καθώς τα άτομα δεν θεωρούνται πλέον ότι διαθέτουν την αναγκαία ικανότητα να αποφασίζουν για τον εαυτό τους. Αν ο πολίτης δεν συμμορφωθεί, τότε θα πρέπει να πληρώσει περισσότερα. Οι δασμοί επί των εισαγωγών από τη Νότια Αμερική μοιάζει με τιμωρητική φορολόγηση των Ευρωπαίων πολιτών, καθώς θα έχουν λιγότερες επιλογές σε ολοένα και ακριβότερες τιμές.
Το κεντρικό συναίσθημα εδώ είναι η επιδίωξη της αυτάρκειας. Η εκστρατεία του Τραμπ “πρώτα η Αμερική” επιδιώκει αυτόν ακριβώς τον στόχο, όπως άλλωστε και η προσπάθεια για αυτονομία παροχής στον φαρμακευτικό τομέα και η θετική υποδοχή των ομάδων λόμπι στον αγροτικό τομέα. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβάλλει στην επίλυση των παγκόσμιων προβλημάτων της αποτελεσματικής παροχής φαρμάκων και τροφίμων. Οι πρωταγωνιστές φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο να σηματοδοτήσουν την αρετή τους απ’ ό,τι να πετύχουν θετικές οικονομικές αλλαγές. Ακολουθώντας μια μακρά παράδοση στην αμερικανική πολιτική ιστορία, η επιδίωξη της αυτάρκειας υπήρξε επανειλημμένα η θρυαλλίδα οικονομικών διαμαχών, όπως φάνηκε και στις οικονομικές πολιτικές του Τραμπ. Στο τέλος, αυτοί οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω δασμών και τελών. Όταν όμως οι χώρες απομονώνονται οικονομικώς και οι πολίτες σταματούν να συναλλάσσονται εμπορικά πέρα από τα εθνικά σύνορα, τότε σπέρνεται ο σπόρος της δυσπιστίας και του αμοιβαίου μίσους, πάνω στο οποίο μπορεί να αναπτυχθούν περαιτέρω πολιτικές ή και βίαιες διαμάχες.
Τα τελευταία λίγα χρόνια ο κόσμος γίνεται ολοένα και λιγότερο ελεύθερος. Η πεποίθηση ότι η πτώση του σιδηρού παραπετάσματος οδήγησε στην εμπέδωση μιας μόνιμης νίκης της ελεύθερης αγοράς και του καπιταλισμού φαίνεται να ήταν ένα λάθος συμπέρασμα. Ο οικονομικός εθνικισμός, ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας και η διεθνής απομόνωση επέστρεψαν και είναι ξανά δημοφιλή - είναι δυνάμεις που πρέπει όλοι να απορρίψουμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα γερμανικά στο Prometheus.
*Ο Frank Schäffler είναι μέλος του γερμανικού κοινοβουλίου με τους φιλελευθέρους.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 25 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.