Γράφει ο Claude Barfield
Πριν από λίγες εβδομάδες, επεσήμανα το πώς η κυβέρνηση Μπάιντεν όχι μόνο δε συνέχισε το δήθεν επιχείρημα περί εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ υπέρ των δασμών αλλά και το επέκτεινε προσθέτοντας έναν υπερβολικό ισχυρισμό υποστήριξης του περιβάλλοντος. Σήμερα, οι εμπορικοί αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν αρνούνται να άρουν τους σχετιζόμενους με την ασφάλεια δασμούς στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι οι Βρετανοί διαπραγματευτές να υποκύψουν στα αιτήματα των Ευρωπαίων διαπραγματευτών ως προς τους εμπορικούς κανόνες για τη βόρεια Ιρλανδία.
Μια σύντομη επεξήγηση: Η κυβέρνηση Μπάιντεν διατήρησε τους δασμούς της εποχής Τραμπ επί του χάλυβα και του αλουμινίου για διάφορους συμμάχους των ΗΠΑ, βάσει του ψευδούς ισχυρισμού ότι κινδυνεύει η ασφάλεια των ΗΠΑ. (Η νομική βάση πηγάζει από μια εσκεμμένη παρανάγνωση του άρθρου 232 του Νόμου Επέκτασης του Εμπορίου [Trade Expansion Act] του 1962]).
Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Ένωση διαπραγματεύθηκε μια εμπορική συμφωνία υπό την οποία οι εξαγωγείς χάλυβα και αλουμινίου από την ΕΕ προς της ΗΠΑ θα έχουν μια ποσόστωση για μη φορολογήσιμα αντικείμενα μέχρι ενός ορίου, πέρα του οποίου θα ενεργοποιούνται οι αρχικοί δασμοί που θεσπίστηκαν για λόγους δήθεν ασφάλειας. (Η ποσόστωση ορίστηκε αρκετά χαμηλά ώστε να προστατεύει τους Αμερικανούς παραγωγούς χάλυβα και αλουμινίου). Σε μια προσπάθεια να δώσει μια επίστρωση άσχετης νομιμοποίησης στη συμφωνία, η κυβέρνηση Μπάιντεν επέκτεινε τη λογική υποσχόμενη να χρησιμοποιήσει τις αξιώσεις της βάσει του άρθρου 232 ως όχημα για να μειώσει το αποτύπωμα άνθρακα της μελλοντικής παραγωγής χάλυβα και αλουμινίου. Ωστόσο, δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη πληροφορίες για αυτά τα υποτιθέμενα προγράμματα. Στο μεταξύ, οι εμπορικοί διαπραγματευτές της κυβέρνησης Μπάιντεν προχωρούν με ξεχωριστές διαπραγματεύσεις με άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ιαπωνία.
Κι εδώ μπαίνει στο προσκήνιο το Ηνωμένο Βασίλειο, του οποίου οι κορυφαίοι εμπορικοί αντιπρόσωποι προσπαθούν επί μήνες να πετύχουν την ίδια συμφωνία με τους Ευρωπαίους - και πιθανον με τους Ιάπωνες και άλλους. Οι συναντήσεις μεταξύ του υπουργού εμπορίου του Ηνωμένου Βασιλείου και τους κορυφαίους εμπορικούς αξιωματούχους των ΗΠΑ (δηλαδή τον εμπορικό αντιπρόσωπο των ΗΠΑ και τον υπουργό εμπορίου) δεν έχουν παραγάγει αποτελέσματα παρά μόνο μη δεσμευτικές αντιδράσεις από την πλευρά των ΗΠΑ. Καθώς οι δασμοί προς την ΕΕ πρόκειται να μειωθούν στο νέο έτος και οι χώρες αυτές να αποκτήσουν ένα πλεονέκτημα στην αγορά των ΗΠΑ, το ζήτημα είναι επιτακτικό για τις βρετανικές εταιρίες.
Τι λοιπόν βρίσκεται πίσω αυτή την παρακώλυση για το Ηνωμένο Βασίλειο, αυτόν τον τόσο στενό σύμμαχο τον ΗΠΑ με την πολυδιαφημισμένη “ειδική σχέση” μεταξύ των δύο χωρών; Με λίγα λόγια, οι σχέσεις του Τζο Μπάιντεν με την Ιρλανδία.
Μολονότι και οι δύο πλευρές το αρνούνται, ένα υπόμνημα της κυβέρνησης των ΗΠΑ που διέρρευσε στους Financial Times αποκάλυψε ότι οι ΗΠΑ (δηλαδή ο Μπάιντεν) ενοχλήθηκαν από την άρνηση της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου να συμβιβαστεί με την ΕΕ σε ό,τι αφορά τα ζητήματα των συνόρων και του εμπορίου που αφορούν τη Βόρεια Ιρλανδία. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ υποτίθεται ότι ανησυχούν πως οι εμπορικοί κανόνες του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το Brexit με τη Βόρεια Ιρλανδία θα “υπονομεύσουν την ειρήνη στην περιοχή”.
Ορίστε λοιπόν: Η κυβέρνηση Μπάιντεν, έχοντας υιοθετήσει την κατάφωρα λανθασμένη προστατευτική ερμηνεία των εξαιρέσεων για λόγους ασφάλειας του άρθρου 232, έχουν επιδεινώσει τη διπρόσωπη στάση των ΗΠΑ προς τους συμμάχους τους, με μια έωλη εξήγηση περί του περιβάλλοντος. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση Μπάιντε χρησιμοποίησε το άρθρο 232 για να ασκήσει αθέμιτη πίεση σε έναν ζωτικό εταίρο σε ζητήματα οικονομίας και ασφάλειας. Ο Ντόναλντ Τραμπ πρέπει να είναι περήφανος.
*Ο Claude Barfield είναι στέλεχος του American Enterprise Institute.
*|Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 28 Δεκεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.