Του Neil Monnery
Καθώς ο κόσμος έμπαινε στην ταραχώδη δεκαετία του 1960, δύο άντρες, στις άλλες άκρες της γης, ο ένας γιατρός κι ο άλλος κλασικός φιλόλογος, και οι δύο τους ξένοι μακριά από την πατρίδα τους, ανέλαβαν το καθήκον να φέρουν την ανθρώπινη πρόοδο στις χώρες που υιοθέτησαν. Περισσότερο από μισό αιώνα μετά, οι δικές τους αρχές διέπουν και σήμερα τις πολιτικές αυτών των οικονομιών. Μοιράζονταν τον ίδιο στόχο. Και οι δύο ήταν αποφασισμένοι να δημιουργήσουν έναν καλύτερο κόσμο για τον λαό τους. Αλλά οι προτάσεις που πρότειναν δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους.
Ο ένας, ο πασίγνωστος Αργεντίνος επαναστάτης Τσε Γκεβάρα, ήταν ο αρχιτέκτονας του κομμουνιστικού οικονομικού συστήματος της Κούβας. Ο άλλος, ο σερ Τζον Κάουπερθγουέιτ, γεννήθηκε στη Βρετανία και σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστος. Είχε κεντρικό ρόλο στη μεταπολεμική ανάκαμψη του Χονγκ Κονγκ και στην ιδιαίτερη laissez-faire οικονομική του πολιτική. Και οι δύο ήταν φανατικοί μελετητές των οικονομικών, όμως ενώ ο Γκεβάρα θαύμαζε τον Γερμανό ιστορικό Καρλ Μαρξ, ο Κάουπερθγουέιτ θαύμαζε τον Σκωτσέζο οικονομολόγο Άνταμ Σμιθ.
Ο Γκεβάρα και ο Κάουπερθγουέιτ είναι οι άνθρωποι που ξεκίνησαν ένα από τα σημαντικότερα φυσικά οικονομικά πειράματα του τελευταίου αιώνα, τη σύγκριση του μοντέλου μιας σχετικά ελεύθερης αγοράς του Χονγκ Κονγκ και του κρατικού παρεμβατισμού της Κούβας. Κάθε χώρα εφάρμοσε με συνέπεια το οικονομικό της μοντέλο για πάνω από μισό αιώνα, δίνοντάς μας έτσι μια μοναδική πληροφόρηση ως προς τη σύνδεση των μοντέλων αυτών με την πρόοδο και την ευημερία. Δεδομένου του ότι μπορεί να επίκειται αλλαγή και στις δύο αυτές χώρες, τώρα είναι η ώρα να αποτιμήσουμε τις επιδόσεις τους.
Το Χονγκ Κονγκ και η Κούβα είχαν παρόμοια κατά κεφαλή ΑΕΠ το 1960. Έκτοτε, το ΑΕΠ του Χονγκ Κονγκ έχει δεκατετραπλασιαστεί, ενώ της Κούβας έχει μόνο διπλασιαστεί, καθιστώντας το Χονγκ Κονγκ εφτά φορές πλουσιότερο από την Κούβα. Το 1960, το κατά κεφαλή ΑΕΠ του Χονγκ Κονγκ ήταν το ένα τρίτο της παλιάς του μητρόπολης, της Βρετανίας. Τώρα είναι 40% υψηλότερο, φτάνοντας το αντίστοιχο των ΗΠΑ και της Ελβετίας. Ακόμη, η πρόοδος σε άλλους δείκτες, όπως η μακροζωία και η εκπαίδευση, ακολουθούν τις οικονομικές επιδόσεις. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Χονγκ Κονγκ είναι πιθανότατα το καλύτερο παράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης που έχουμε μέχρι σήμερα διαθέσιμο.
Η σύγκριση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα, της Ανατολικής με τη Δυτική Γερμανία και της Κίνας με το Χονγκ Κονγκ, τη Σιγκαπούρη και τη Ταϊβάν, καταδεικνύει ότι υπάρχει κάτι στην κομμουνιστική προσέγγιση που εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη. Το διαφορετικό μονοπάτι ανάπτυξης της Κίνας πριν και μετά τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, και το γεγονός από τις παραπάνω από 40 οικονομίες που είχαν κεντρικό σχεδιασμό το 1960 μόλις δύο συνεχίζουν να τον εφαρμόζουν και σήμερα, επιβεβαιώνει περαιτέρω το ότι ο κομμουνιστικός οικονομικός σχεδιασμός και η πρόοδος δεν είναι μεταξύ τους συμβατά. Γιατί όμως, πιο συγκεκριμένα, η Κούβα απέτυχε και το Χονγκ Κονγκ πέτυχε;
Αναλογιστείτε τον τρόπο που λειτουργεί η επιχειρηματικότητα στις δύο οικονομίες. Φανταστείτε ότι είστε ένας εργαζόμενος στο Χονγκ Κονγκ ή την Κούβα. Στο Χονγκ Κονγκ θα μπορούσατε εύκολα να αλλάξετε θέση εργασίας αν μια άλλη επιχείρηση αναπτυσσόταν και πλήρωνε περισσότερα. Στην Κούβα, θα μπορούσατε να πάτε μόνο σε κάποια εγκεκριμένη από το κράτος θέση εργασίας. Με τους μισθούς να καθορίζονται αυστηρά από το κράτος, πιθανότατα δεν θα υπήρχαν αυξήσεις. Χωρίς κίνητρα για πρόοδο, μπορεί να επιλέγατε κάποια θέση που δεν θα είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Δεν εκπλήσσει λοιπόν το ότι οι σκληρές δουλειές, όπως οι εργάτες συγκομιδής του ζαχαροκάλαμου παρουσιάζουν επανελειμμένες ελλείψεις, γεγονός που επηρεάζει έντονα την παραγωγή της Κούβας.
Ας υποθέσουμε ότι προάγεστε σε προϊστάμενο. Θα έχετε τη δυνατότητα να εντοπίσετε τρόπους που θα κάνουν την παραγωγή αποτελεσματικότερη. Γιατί όμως να σκοτιστείτε; Στο Χονγκ Κονγκ θα το βλέπατε αυτό ως μέρος της δουλειάς σας, πιθανότατα θα κερδίζατε κι εσείς από κάθε κέρδος της επιχείρησης και μπορεί να προαγόσασταν πάλι. Μπορεί μάλιστα να είχατε τη δυνατότητα να εφαρμόσετε τέτοιες αλλαγές ο ίδιος.
Στην Κούβα όμως, πιθανότατα θα κρατούσατε το στόμα σας κλειστό. Λίγα θα είχατε να κερδίσετε. Το κύριο καθήκον των στελεχών των επιχειρήσεων είναι εκεί να ακολουθούν το κρατικό σχέδιο και ελάχιστα ενδιαφέρονται να προτείνουν βελτιώσεις. Και μέσα σ’ όλα αυτά, υπάρχουν πολλές επιτροπές και πολλοι αξιωματούχοι που θα πρέπει να πειστούν πριν εφαρμοστούν οι όποιες αλλαγές. Υπάρχει μάλιστα πολιτικό ρίσκο σε τέτοιες κινήσεις - και για σας, και για άλλους. Δεν εκπλήσσει λοιπόν η αποκάλυψη μιας μελέτης στην δεκαετία του 1970 ότι 25-50% των ωρών εργασίας στην Κούβα σπαταλώνται και είναι μη παραγωγικές, ενώ το Χονγκ Κονγκ παρουσιάζει εξαιρετική παραγωγικότητα.
Και δεν είναι μόνο η εργασία μη παραγωγική. Οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων στο Χονγκ Κονγκ διασφαλίζουν ότι η ιδιοκτησία τους συντηρείται και αξιοποιείται σωστά. Για παράδειγμα, η επιτυχία της υφαντουργίας στο Χονγκ Κονγκ εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι χρησιμοποιούνται σύγχρονα μηχανήματα τρεις βάρδιες την ημέρα. Στην Κούβα τα επιχειρηματικά ιδιοκτησιακά στοιχεία δεν χρησιμοποιούνται σωστά ή και εγκαταλείπονται πλήρως. Ο ίδιος ο πρώην δικτάτορας της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο, εξέφρασε την αγανάκτησή του, αναφέροντας ότι τα τρακτέρ που αντέχουν είκοσι χρόνια όταν ανήκουν ιδιωτικά σε κάποιον, αντέχουν μόλις τρία με τέσσερα χρόνια όταν ανήκουν στο κράτος. Η ανεπαρκεια στην κατάρτιση, τη συντήρηση, την ποιότητα και τη διανομή συμβάλλουν στη μείωση της παραγωγικότητας αυτών των παραγόντων στην Κούβα.
Ακόμη χειρότερη είναι η κακή κατανομή των επενδύσεων στην Κούβα. Το κράτος αποφασίζει σε ποιες επιχειρήσεις θα επενδύσει και ποιες θα κλείσουν. Στην πραγματικότητα λίγες επιχειρήσεις κλείνουν ακόμη και όταν αυτές δεν είναι κερδοφόρες. Κατά τη δεκαετία του 1960, οι κεντρικοί σχεδιαστές προσπάθησαν να αναπτύξουν μια χαλυβουργία, μια βιομηχανία μοτοσυκλετών, μια υαλουργία και άλλους 200 κλάδους προτεραιότητας. Οι περισσότεροι απέτυχαν και σχεδόν όλοι ήταν μη ανταγωνιστικοί.
Στο Χονγκ Κονγκ, οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων είναι αυτοί που αποφασίσουν πού θα επενδύσουν. Κάνουν τη σχετική έρευνα, συγκεντρώνουν τα κεφάλαια, και κερδίζουν ή χάνουν χρήματα ανάλογα με την ικανότητά τους. Σε μια ανοιχτή οικονομία όπως του Χονγκ Κονγκ, οι εταιρίες πρέπει να είναι παγκοσμίως ανταγωνιστικές. Και όταν αυτές χάνουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα τότε κλείνουν χωρίς καθυστέρηση, απελευθερώνοντας έτσι πόρους για άλλους αναπτυσσόμενους κλάδους. Φανταστείτε τη δύναμη χιλιάδων ανθρώπων που αποτιμούν αυτές τις ευκαιρίες έναντι των κεντρικών σχεδιαστών και και των λογιστικών τους φύλλων.
Η Κούβα και το Χονγκ Κονγκ καταδεικνύουν το φαινόμενο της κεφαλαιοποίησης πάνω από έξι δεκαετιών κρατικού σχεδιασμού έναντι των δυνάμεων της αγοράς. Η συγκέντρωση των οικονομικών αποφάσεων φαίνεται απατηλά αποτελεσματική. Παραδόξως όμως, ο καλύτερος τρόπος για την προαγωγή της ανθρώπινης προόδου σε έναν πολύπλοκο και μεταβαλλόμενο κόσμο είναι η αποκέντρωση της εξουσίας και η ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική ελευθερία.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Human Progress.
**O Neil Monnery είναι συγγραφέας του βιβλίου A Tale of Two Economies. Hong Kong, Cuba and the two men who shaped them.
***Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Φεβρουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.