Του Rainer Zitelmann
Η διανοητική επιστροφή του σοσιαλισμού
Μετά την αποτυχία όλων ανεξαιρέτως των σοσιαλιστικών πειραμάτων που επιχειρήθηκαν τα τελευταία χρόνια, θα έπρεπε να είναι σαφές ότι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται ο κόσμος είναι νέα τέτοια πειράματα. Καθώς όμως οι αναμνήσεις της κατάρρευσης του εφαρμοσμένου σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη σβήνουν, η σοσιαλιστική σκέψη βιώνει μια αναγέννηση.
Ένας από τους αριστερούς φιλοσόφους που σήμερα απολαμβάνουν τον μεγαλύτερο σεβασμό, ο Σλοβένος Σλαβόι Ζίζεκ, υποστηρίζει ασύστολα έναν «νέο κομμουνισμό» στο βιβλίο του A Left that Dares Speak Its Name (Μια αριστερά που τολμά να πει το όνομά της) που εκδόθηκε το 2021.
Ζητά την αποκατάσταση ολόκληρης της παράδοσης των αντιφιλελεύθερων στοχαστών της «κλειστής» κοινωνίας, ξεκινώντας από τον Πλάτωνα. Και συνεχίζει: «Αυτό που χρειάζεται είναι η επαναπολιτικοποίηση της οικονομίας: η οικονομική ζωή πρέπει να ελέγχεται και να ρυθμίζεται από τις ελεύθερες αποφάσεις της κοινότητας, και όχι να διέπεται από τις τυφλές και χαοτικές αλληλεπιδράσεις των δυνάμεων της αγοράς που γίνονται αποδεκτές ως μια αντικειμενική αναγκαιότητα».
Στη συνέχεια γράφει: «Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα, είναι μια αριστερά που τολμά να πει το όνομά της, όχι μια αριστερά που με ντροπή καλύπτει τον πυρήνα της με κάποιο πολιτισμικό φύλλο συκής. Και το όνομα αυτό είναι ο κομμουνισμός». Η αριστερά, υποστηρίζει, πρέπει επιτέλους να εγκαταλείψει το σοσιαλιστικό όνειρο ενός πιο ίσου και «δίκαιου καπιταλισμού» και να εφαρμόσει πιο ριζοσπαστικά «κομμουνιστικά» μέτρα. Ως ένα σαφώς διατυπωμένο στόχο προτείνει ότι «... η αντίπαλη τάξη πρέπει να καταστραφεί».
Ο Ζίζεκ εξυμνεί το «μεγαλείο του Λένιν» το οποίο έγκειται στο γεγονός ότι, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους, παρέμεινε σταθερός στις σοσιαλιστικές του αρχές, μολονότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια πραγματική «οικοδόμηση του σοσιαλισμού».
Σύμφωνα με τις θεωρίες που ανέπτυξαν ο Μαρξ και ο Λένιν, ο «σοσιαλισμός» είναι ένα αναγκαίο μεταβατικό στάδιο μέχρι την επίτευξη του τελικού στόχου του κομμουνισμού. Ο Ζίζεκ προτείνει την ανατροπή αυτής της σειράς και την άμεση στόχευση προς τον κομμουνισμό, ο οποίος στη συνέχεια είτε θα εξελιχθεί είτε θα υπαναχωρήσει στον σοσιαλισμό.
Σύμφωνα με τον Ζίζεκ το «Μεγάλο άλμα προς τα εμπρός» στα τέλη της δεκαετίας του 1950 υπό τον Μάο ήταν μια ευκαιρία να «παρακαμφθεί ο σοσιαλισμός και να εισέλθουμε άμεσα στον κομμουνισμό». Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ζίζεκ υπολογίζει στο ότι οι αναγνώστες του δεν θα γνωρίζουν ότι αυτό το μεγαλύτερο σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό πείραμα στην ανθρώπινη ιστορία οδήγησε στο θάνατο 45 εκατομμύρια ανθρώπους.
Χαλιναγώγηση και “βελτίωση» του καπιταλισμού
Λίγοι είναι τόσο ριζοσπαστικοί ή σαφείς στις προτάσεις τους όσο ο Ζίζεκ. Πολλοί σύγχρονοι αντικαπιταλιστές έχουν σταματήσει να μιλούν για την ανάγκη της κατάργησης του καπιταλισμού και έχουν ξεκινήσει να ζητούν την «χαλιναγώγησή» του, τη «μεταρρύθμιση» ή τη «βελτίωσή» του. Ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως ένα άγριο ζώο («αρπακτικός καπιταλισμός») που χρειάζεται να «ημερέψει». Οι διανοούμενοι συνεχώς επινοούν νέες ιδέες για τη «βελτίωση» του οικονομικού συστήματος ή τον περιορισμό των «δεινών» του. Όσοι διανοούμενοι πιστεύουν ότι μπορούν να σχεδιάσουν στα χαρτιά ένα οικονομικό σύστημα, υποπίπτουν στην ίδια αυταπάτη με όσους πιστεύουν ότι μπορούν να “κατασκευάσουν» τεχνητά μια γλώσσα - αλλά επιμένουν πάντα ότι αυτό πρέπει να συμβεί στο όνομα της “δικαιοσύνης» ή της «ισότητας».
Το πιο πρόσφατο τέτοιο παράδειγμα είναι ο Γάλλος οικονομολόγος Τομάς Πικετί. Στο καταξιωμένο έργο του Το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα, τονίζει: «Ανήκω σε μια γενιά που ενηλικιώθηκε ακούγοντας τα νέα για την κατάρρευση των κομμουνιστικών δικτατοριών, και ποτέ δεν ένιωσε την παραμικρή συμπάθεια ή νοσταλγία για τα καθεστώτα αυτά, ούτε για τη Σοβιετική Ένωση. Απέκτησα ισόβια ανοσία έναντι της συνήθους, αλλά νωθρής ρητορικής του αντικαπιταλισμού, μέρος της οποίας απλώς αγνοεί την ιστορική αποτυχία του κομμουνισμού και εν πολλοίς γυρίζει την πλάτη στα διανοητικά εργαλεία που απαιτούνται για να προχωρήσουμε πέρα από αυτόν».
Με την πρώτη ματιά, όλα αυτά ακούγονται ανώδυνα. Ο Πικετί όμως είναι ένας ριζοσπάστης αντικαπιταλιστής και υπέρμαχος του σοσιαλισμού, όπως καταδεικνύει το τελευταίο βιβλίο του Κεφάλαιο και Ιδεολογία. Με τον συνήθη κονστρουκτιβιστικό τρόπο, φαντάζεται μια ιδανική κοινωνία και ένα οικονομικό σύστημα που ονομάζει «συμμετοχικό σοσιαλισμό» (για να το διακρίνει από τον εφαρμοσμένο στην πραγματικό κόσμο σοσιαλισμό που απέτυχε οικτρά σε 24 επιμέρους προσπάθειες). Πολύ ορθά ονομάζει το σύστημά του «σοσιαλισμό», καθώς ουσιαστικά φορά «την υπέρβαση του σημερινού συστήματος ιδιωτικής ιδιοκτησίας».
Πιο συγκεκριμένα, το όραμα του Πικετί περιλαμβάνει τα εξής: κάθε νέος ενήλικας θα λαμβάνει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ως δώρο από το κράτος στην ηλικία των 25 ετών. Αυτό θα χρηματοδοτείται από έναν προοδευτικό φόρο επί του ιδιωτικού πλούτου, που θα φτάνει το 90% για τις μεγαλύτερες περιουσίες.
Οι κληρονομιές επίσης θα φορολογούνται μέχρι και 90%. Φυσικά, ο Πικετί προτείνει επίσης έναν αντίστοιχα υψηλό φόρο επί των εισοδημάτων, που και αυτός θα φτάνει μέχρι και το 90%. Και ο ίδιος αυτός φόρος θα εφαρμόζεται στα μερίσματα, τους τόκους, τα κέρδη και τα ενοίκια, κλπ.
Προκειμένου να «υπερβούμε» την ιδιωτική ιδιοκτησία, ο Πικετί προτείνει μια προσέγγιση για τη ρύθμιση των μετοχικών εταιρειών που με την πρώτη ματιά φαίνεται να αντανακλά το γερμανικό σύστημα του συγκαθορισμού, το οποίο δίνει στους αντιπροσώπους των εργατών τις μισές έδρες στο εποπτικό συμβούλιο μιας εταιρείας. Σύμφωνα με τον Πικετί όμως, αυτή η προσέγγιση έχει «περιορισμούς», μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι οι μέτοχοι θα έχουν την κρίσιμη ψήφο σε περίπτωση ισοψηφίας. Η πρόταση του Πικετί εξαλείφει αυτόν τον «περιορισμό» ακυρώνοντας τη σύνδεση του ποσού που έχει επενδύσει ένας μέτοχος σε μια εταιρία και της οικονομικής ισχύος του σ’ αυτήν. Προτείνει ότι οι επενδύσεις που υπερβαίνουν το 10% του κεφαλαίου μιας εταιρείας θα πρέπει να αποκτούν δικαιώματα ψήφου που θα αντιστοιχούν μόλις στο ένα τρίτο του επενδεδυμένου ποσού.
Φυσικά, ο Πικετί είναι σαφής ότι οι ιδιοκτήτες θα εγκαταλείψουν γρήγορα μια τέτοια χώρα. Για να το αντιμετωπίσει αυτό, προτείνει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να επιβάλει έναν «φόρο εξόδου» (της τάξης του 40%). Αυτό ουσιαστικά θα εγείρει ένα «φορολογικό τείχος» που θα εμποδίζει τους επιχειρηματίες και άλλα πλούσια άτομα που δεν έχουν καμία επιθυμία να ζήσουν υπό τον «συμμετοχικό σοσιαλισμό» του Πικετί από το να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Το παράδειγμα του Πικετί είναι χαρακτηριστικό: Οι προσπάθειες να «βελτιωθεί», να «διορθωθεί» ή να «μεταρρυθμιστεί» ο καπιταλισμός που με πρώτη ματιά φαίνονται ανώδυνες, πάντα και αναγκαστικά καταλήγουν σε καθαρό σοσιαλισμό και πλήρη απουσία ελευθερίας. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στις προτάσεις του Πικετί και στον συνηθισμένο σοσιαλισμό είναι ότι, υπό το δικό του μοντέλο, η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν θα κρατικοποιηθεί διαμιάς υπό τις διαταγές ενός και μόνο κυβερνώντος κόμματος, αλλά ο ίδιος στόχος θα επιτευχθεί μέσα σε έναν αριθμό ετών με αλλαγές στη φορολογική και την εταιρική νομοθεσία.
Μια αποτυχημένη ιδέα που δεν πεθαίνει ποτέ
Στο βιβλίο του Σοσιαλισμός: Η αποτυχημένη ιδέα που δεν πεθαίνει ποτέ, ο Γερμανοβρετανός οικονομολόγος Κρίστιαν Νίμιτς παραθέτει πάνω από είκοσι πειράματα σοσιαλισμού τα οποία όλα ανεξαιρέτως απέτυχαν. Στις Διαλέξεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ υποστηρίζει: «Αυτό όμως που διδάσκει η εμπειρία και η ιστορία είναι πως οι λαοί και οι κυβερνήσεις ποτέ δεν έμαθαν κάτι από την ιστορία και ποτέ δεν έδρασαν βάσει αρχών που εξήγαγαν από αυτήν». Ίσως αυτός ο ισχυρισμός να είναι υπερβολικά ισχυρός, αλλά είναι σαφές ότι μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν μπορεί να εξάγει γενικά συμπεράσματα από την ιστορική εμπειρία.
Πριν τον καπιταλισμό, η τεράστια πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε υπό συνθήκες ακραίας φτώχειας. Το 1820 αυτό ίσχυε για το 90% των ανθρώπων στον πλανήτη. Σήμερα, αυτό το ποσοστό είναι μικρότερο από 10%. Και το πιο εντυπωσιακό στοιχείο αυτής της μείωσης είναι πιθανότατα ότι τις τελευταίες δεκαετίες, μετά το τέλος του κομμουνισμού στην Κίνα και σε άλλες χώρες, ο ρυθμός με τον οποίο οι άνθρωποι ξεφεύγουν από τη φτώχεια έχει επιταχυνθεί περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Το 1981, το ποσοστό παρέμενε στο 42,7%. Μέχρι το 2000, είχε πέσει στο 27,8% και το 2021 μειώθηκε στο μόλις 9,3%.
Πολλοί άνθρωποι απλώς δεν φαίνεται να θέλουν να εξαγάγουν τα προφανή διδάγματα από τα πολλά παραδείγματα του πραγματικού κόσμου που αποδεικνύουν ότι ο περισσότερος καπιταλισμός οδηγεί σε περισσότερη ευημερία. Ούτε φαίνεται να θέλουν να διδαχθούν από την αποτυχία όλων των ειδών του σοσιαλισμού που δοκιμάστηκαν ποτέ στον κόσμο.
Ακόμη και μετά την κατάρρευση των περισσότερων σοσιαλιστικών συστημάτων στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ακόμη γίνονται συχνά προσπάθειες κάπου στον κόσμο για την εφαρμογή των σοσιαλιστικών ιδεών. «Αυτή τη φορά» ισχυρίζονται οι σοσιαλιστές, «θα τα πάμε καλύτερα». Η πιο πρόσφατη περίπτωση είναι η Βενεζουέλα, και για μια ακόμη φορά, μεγάλος αριθμός διανοούμενων στις δυτικές χώρες, όπως στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, ενθουσιάστηκαν από το πείραμα της εφαρμογής του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα».
Η Sarah Wagenknecht, εξέχον μέλος του μεγαλύτερου γερμανικού ακροαριστερού κόμματος, Die Linke, χαρακτήρισε τον Ούγκο Τσάβες «σπουδαίο πρόεδρο» και άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στον «αγώνα για τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια». Ευχαρίστησε τον Τσάβες γιατί έδειξε στον κόσμο ότι «ένα εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο είναι εφικτό». Ο Τσάβες είχε πολλούς υποστηρικτές και μεταξύ των αριστερών διανοούμενων στις ΗΠΑ, με τον μακαρίτη Tom Hayden να δηλώνει: «Όσο περνά ο καιρός, προβλέπω ότι το όνομα του Ούγκο Τσάβες θα εξυμνείται από εκατομμύρια ανθρώπους». Οπαδός αυτοχαρακτηρίστηκε επίσης και ο καθηγητής του Πρίνστον, Cornell West: «Μου αρέσει πολύ το γεγονός ότι ο Ούγκο Τσάβες κατέστησε τη φτώχεια βασική προτεραιότητα. Εύχομαι και η Αμερική να κάνει τη φτώχεια προτεραιότητα».
Οι συνέπειες του πειράματος της Βενεζουέλας - όπως και με κάθε προηγούμενο ευρείας κλίμακας σοσιαλιστικό πείραμα - ήταν καταστροφικές. Και οι αριστεροί διανοούμενοι ανά τον κόσμο επιμένουν να μας λένε ακριβώς τα ίδια πράγματα που λένε εδώ και 100 χρόνια μετά από κάθε καταστροφικό σοσιαλιστικό πείραμα: «Αυτός δεν ήταν πραγματικός σοσιαλισμός». Την επόμενη φορά, σίγουρα, τα πράγματα θα εξελιχθούν διαφορετικά.
Ο Rainer Zitelmann είναι ιστορικός και κοινωνιολόγος. Είναι συγγραφέας του βιβλίου The Power of Capitalism.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Νοεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.