Χρειαζόμαστε έναν Ludwig Erhard για την περίοδο μετά την πανδημία

Χρειαζόμαστε έναν Ludwig Erhard για την περίοδο μετά την πανδημία

Του Len Shackleton

Πριν από τρεις μήνες, η αγορά εργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου τα πήγαινε καλύτερα από οποτεδήποτε άλλοτε στην πρόσφατη μνήμη, με αριθμούς ρεκόρ στην απασχόληση και πολύ υψηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, ενώ η ανεργία βρισκόταν στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1974.

Τώρα όμως αντιμετωπίζουμε μια ζοφερή προοπτική. Έχουμε 7,5 εκατομμύρια εργαζόμενους σε έκτακτη άδεια στο πλαίσιο του Προγράμματος Διατήρησης Θέσεων Εργασίας του Κορονοϊού (Coronavirus Job Retention Scheme), δηλαδή σχεδόν το ένα τέταρτο των απασχολούμενων κατά την προ πανδημίας περίοδο. Έχουμε πιθανότατα τουλάχιστον δύο εκατομμύρια ανέργους ήδη και πολλοί περισσότεροι έχουν αποσυρθεί από το εργατικό δυναμικό. Η παραγωγή έχει καταβυθιστεί: τα δεδομένα που δημοσιεύθηκαν αυτή την εβδομάδα για τα την πτώση που σημειώθηκε στο ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους είναι απλώς η πρώτη ένδειξη γι’ αυτό.

Παρά την αρχική αισιοδοξία από το Γραφείο Δημοσιονομικής Υπευθυνότητας του Υπουργείου Οικονομικών, δεν μπορώ να δω μια ταχεία ανάκαμψη της απασχόλησης. Η κυβέρνηση δυσκολεύεται να πείσει τους εντελώς τρομαγμένους εργαζόμενους ότι θα πρέπει να επιστρέψουν στις δουλειές τους.

Όσοι έχουν μικρά παιδιά διστάζουν να τα στείλουν ξανά στα σχολεία ή τους παιδικούς σταθμούς, ιδίως καθώς οι ενώσεις δασκάλων και οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης ισχυρίζονται ότι δεν είναι ασφαλές να ξανανοίξουν τα σχολεία. Αν όμως τα παιδιά δεν γυρίσουν στα σχολεία, περίπου 3 εκατομμύρια γονείς παιδιών ηλικίας κάτω των 16 ετών θα είναι αδύνατο να επιστρέψουν κανονικά στη δουλειά.

Κι αυτό αφορά την “πλευρά της προσφοράς” της αγοράς εργασίας”. Όμως τα μεσοπρόθεσμα προβλήματα αφορούν την “πλευρά της ζήτησης”. Εκεί ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας έχουν κλείσει - ξενοδοχεία και καταλύματα, τουρισμός, τέχνες και ψυχαγωγία, μπαρ και εστιατόρια, γυμναστήρια και αθλητισμός - ενώ άλλοι αντιμετωπίζουν σοβαρούς περιορισμούς - για παράδειγμα, τα μη διαδικτυακά καταστήματα λιανικής, οι κατασκευές και τα ταξίδια.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε απλά να τερματίσουμε το lockdown, να πατήσουμε έναν διακόπτη και να επιστρέψουμε στα ίδια επίπεδα απασχόλησης όπως πριν. Πολλές από τις θέσεις εργασίας που υπήρχαν πριν το lockdown θα έχουν εξαφανιστεί: ακόμη και σε κανονικές συνθήκες πάνω από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας χάνονται μέσα σε έξι μήνες (μολονότι συνήθως αντικαθίστανται από άλλες καινούργιες κάπου αλλού στην οικονομία). Το σημερινό πρόγραμμα ειδικών αδειών αποκρύπτει αυτό το δεδομένο, και ενισχύει την ψευδή ελπίδα ότι όλες οι θέσεις εργασίας των ανθρώπων θα παραμένουν και μετά τη λήξη της άδειας.

Για το ορατό όμως μέλλον, οι άνθρωποι δεν θα συνωστίζονται σε μπαρ, κλαμπ, θέατρα και γήπεδα ποδοσφαίρου. Άλλωστε, για πολλούς μήνες, οι καταναλωτές θα επιτρέπεται να εισέρχονται σε δημόσιους χώρους σε μικρούς αριθμούς στο πλαίσιο των κανόνων διατήρησης κοινωνικής απόστασης.

Ακόμη και την - ακόμα πολύ μακρινή - μέρα που θα αρθούν αυτοί οι κανόνες, είναι πιθανόν να δούμε μια σημαντική αντίσταση των καταναλωτών σε ό,τι θεωρούμε κανονικό. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι άνθρωποι σχεδιάζουν να ταξιδεύουν λιγότερο, να τρώνε έξω λιγότερο και να αποταμιεύουν περισσότερο. Έτσι, οτιδήποτε αφορά επιχειρηματικά σχέδια που βασίζονται σε χώρους με συνωστισμό αντιμετωπίζει το φάσμα της κατάρρευσης. Αυτό θα έχει παράπλευρες συνέπειες και στην υπόλοιπη οικονομία. Αυτό ήδη συμβαίνει, για παράδειγμα, με το κλείσιμο των εστιατορίων και των ξενοδοχείων που μείωσε σημαντικά τη ζήτηση για τρόφιμα εγχώριας παραγωγής.

Η επέκταση του προγράμματος αδειών μπορεί να έχει πολιτικό νόημα, αλλά για πολλές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σ’ αυτές, απλώς καθυστερεί το αναπόφευκτο. Όσο συντομότερα κλείσουν οι επιχειρήσεις που δεν θα αποδειχθούν βιώσιμες στο μέλλον, τόσο γρηγορότερα μπορούν οι άνθρωποι να αρχίσουν να ψάχνουν για νέες δουλειές και τα κτίρια να βρουν καινούργιες χρήσεις. Η αλλαγή πάντα προσφέρει νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες, αλλά αυτές δεν μπορούν να αξιοποιηθούν γρήγορα αν οι άνθρωποι δεν είναι σε επαγρύπνηση ως προς το τι πραγματικά συμβαίνει αλλά ελπίζουν απεγνωσμένα σε κάποιο θαύμα που θα γυρίσει τον χρόνο πίσω.

Έχουμε λοιπόν ένα διπλό πρόβλημα στην αγορά εργασίας - ένα σοκ προσφοράς και ένα σοκ ζήτησης.

Το να ξεφύγουμε από αυτό θα είναι δύσκολο, αλλά δεν είναι αδύνατο. Άλλες οικονομίες έχουν ξεφύγει στο παρελθόν από πολύ χειρότερα προβλήματα επιτρέποντας στις αγορές να λειτουργήσουν.

Ένα τέτοιο παράδειγμα που αξίζει να ανακαλέσουμε είναι αυτό της Δυτικής Γερμανίας τα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο πληθυσμός της χώρας ήταν απελπισμένος, άρρωστος και πεινασμένος, και τεράστια κομμάτια της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας είχαν καταστραφεί.

Τότε όμως ο Λούντβιχ Έρχαρτ, ως Υπουργός Οικονομικών (και μετέπειτα Καγκελάριος) αντιτάχθηκε στις συμβουλές των σχεδιαστών, των αρχών κατοχής και των πολιτικών: κατήργησε τους ελέγχους και άφησε την αγορά να λειτουργήσει. Μέσα σε λίγα χρόνια οι “ορντο-φιλελεύθερες” πολιτικές του είχαν αναδομήσει μια ευημερούσα καπιταλιστική τάξη και προκάλεσαν το Wirtschaftswunder, το μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα της Δυτικής Γερμανίας.

Η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να δείξει παρόμοια τόλμη. Ήδη έχει αναγνωρίσει ότι κάποιες από τις ρυθμίσεις που οι παραγωγικοί κλάδοι θα μπορούσαν να αντέξουν κατά την προ πανδημίας εποχή δεν είναι κατάλληλες για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα.

Για παράδειγμα, ανέστειλε την υποχρέωση αναφοράς του χάσματος αμοιβών μεταξύ των φύλων και επιτρέπει μεγαλύτερα ωράρια εργασίας στην κατασκευή. Χρειάζεται όμως να αναθεωρήσουμε πολλούς ακόμη κανόνες - πολεοδομικούς κανόνες που θεσπίζουν περίπλοκες διαδικασίες για την αλλαγή της χρήσης σε εμπορικούς δρόμους, εργασιακούς κανόνες που μειώνουν την ευελιξία και κρατούν τους ανθρώπους μακριά από θέσεις εργασίας που θα μπορούσαν να έχουν, και μια σειρά από άλλα εργασιακά διατάγματα και απαγορεύσεις που περιορίζουν τις εργασιακές ευκαιρίες.

Ένα τέτοιο παράδειγμα εργασιακών διαταγμάτων είναι οι νόμοι περί κατώτατου μισθού, όπου οι δεσμεύσεις που ανέλαβε ο κ. Sunak στον προϋπολογισμό τον Μάρτιο φαίνονται σήμερα επικίνδυνα αναχρονιστικές. Ο Προϋπολογισμός του όχι μόνο επιβεβαίωσε τη σχεδιαζόμενη μεγάλη αύξηση του Εθνικού Μισθού Αξιοπρεπούς Διαβίωσης (National Living Wage - NLW) για τους άνω των 25 ετών (καθώς και αυξήσεις άνω του πληθωρισμού για τα τέσσερα άλλα επίπεδα κατώτατου μισθού), αλλά και υποχρέωσε την Επιτροπή Χαμηλών Μισθών (Low Pay Commission) να αυξήσει τον NLW στο επίπεδο του 66% της διάμεσης ωριαίας αμοιβής μέχρι το 2024. Το να έχουμε έναν από τους υψηλότερους κατώτατους μισθούς στον κόσμο φαίνεται σήμερα τουλάχιστον ασύνετο, αν η κυβέρνηση θέλει οι νέοι άνθρωποι που έμειναν άνεργοι να επιστρέψουν στην εργασία.

Το σίγουρο είναι ότι δεν θα πρέπει να δούμε νέα εργασιακά διατάγματα: κι όμως, αυτό ακριβώς ζητούν πολλοί. Η συνομοσπονδία εργασιακών ενώσεων (TUC) ζητά μεγάλες αυξήσεις μισθών για τους εργαζόμενους στο NHS, ενώ άνθρωποι και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος ζητούν να αναγνωριστεί το δικαίωμα της εργασίας από το σπίτι, εκτός κι αν ο εργοδότης μπορεί να αποδείξει ότι αυτό δεν είναι δυνατό.

Και οι δύο αυτές πολιτικές έχουν μεγάλη υποστήριξη, αλλά δεν θα ήταν σώφρον να υιοθετηθούν. Οι οριζόντιες αυξήσεις μισθών στο NHS δεν δικαιολογούνται και θα προσεθέταν στο ήδη τεράστιο βάρος που επωμίζονται οι σημερινοί και οι αυριανοί φορολογούμενοι. Η εργασία από το σπίτι δεν είναι η πανάκεια που φαντάζονται κάποιοι, και κάθε νέο υπό όρους δικαίωμα σε αυτό το πεδίο θα οδηγήσει σε ατελείωτες τριβές (και δικαστικές διαμάχες) τους εργαζόμενους και τους εργοδότες, όπως συνέβη και με την ευέλικτη εργασία.

Η αγορά εργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου πρόκειται να περάσει δύσκολες στιγμές, και εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν ένα μέλλον αβεβαιότητας για τα επόμενα χρόνια. Η κυβέρνηση πρέπει να είναι προσεκτική ώστε να μην κάνει τα πράγματα χειρότερα επεκτείνοντας επ’ αόριστο τις ειδικές άδειες και υιοθετώντας επιφανειακά δημοφιλείς αλλά κοντόφθαλμες πολιτικές.

Πέρα απ’ αυτό όμως, χρειάζεται πραγματική τόλμη για να ενεργοποιηθεί εκ νέου η αγορά εργασίας, η οποία δυστυχώς φαίνεται να απουσιάζει.

--

Ο Len Shacketon είναι μέλος της εκδοτικής και ερευνητικής ομάδας του Institute of Economic Affairs και καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπάκινγκχαμ.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Μαΐου 2019 και παρουσιάζεται στα αγγλικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs (IEA) και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.