Του Mike Rappaport
Η θεωρία της δημόσιας επιλογής είναι γνωστή ως μια θεωρία που επιχειρεί να προσφέρει κάτι σαν μια ενοποιημένη προσέγγιση στην συμπεριφορά τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο. Το πιο διάσημο επιχείρημά της είναι ότι οι άνθρωποι που επιδιώκουν το ιδιοτελές τους συμφέρον στο οικονομικό πεδίο δεν μεταμορφώνονται σε τέλειους αλτρουιστές στο αντίστοιχο πολιτικό. Αντίθετα, πρέπει κανείς να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα ιδιοτελή συμφέροντα εκείνων των πολιτικών ανδρών και γυναικών που προβάλλουν για τους εαυτούς τους την εικόνα της ανιδιοτελούς επιδίωξης του δημόσιου συμφέροντος.
Ενώ η θεωρία της δημόσιας επιλογής δεν υποθέτει διαφορετικές προτιμήσεις ή προσωπικότητες για τους ανθρώπους που μετέχουν στο οικονομικό και το πολιτικό πεδίο, δεν απορρίπτει την πιθανότητα οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται διαφορετικά στα δύο αυτά πεδία. Ζητά όμως μια εξήγηση γι' αυτή τη διαφορά.
Η ορθολογική άγνοια
Ένα από τα σημαντικότερα συμπεράσματα της θεωρίας της δημόσιας επιλογής είναι η διαφορά ανάμεσα στο πώς συμπεριφέρονται οι ψηφοφόροι στο πολιτικό σύστημα και στο πώς συμπεριφέρονται οι καταναλωτές στην αγορά. Η βασική ιδέα είναι ότι συχνά οι καταναλωτές ψάχνουν πληροφορίες για κάποιο σημαντικό καταναλωτικό προϊόν, όπως ένα καινούριο αυτοκίνητο ή μια τηλεόραση. Μιλούν με τους φίλους τους και διαβάζουν κριτικές των προϊόντων. Το κάνουν αυτό γιατί τα οφέλη από την έρευνα αυτή μπορεί να είναι ουσιαστικά. Μπορεί να είναι η αιτία που θα επιλέξουν ένα καλό προϊόν αντί για ένα άλλο κακό.
Αντιθέτως, οι ψηφοφόροι δεν έχουν τα ίδια κίνητρα να μάθουν πληροφορίες για τους υποψηφίους των εκλογών. Ενώ αυτοί οι υποψήφιοι μπορεί να έχουν σημαντική επίδραση στην κυβέρνηση, και ενώ η κυβέρνηση μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο ένα προϊόν, αλλά ένα μεγάλο μέρος της ζωής ενός ψηφοφόρου, εντούτοις οι ψηφοφόροι δεν έχουν κίνητρο να μάθουν πολλά πράγματα για τους υποψηφίους. Ο λόγος είναι ότι η ψήφος ενός πολίτη είναι ουσιαστικά βέβαιο ότι δεν θα επηρεάσει τις εκλογές. Ανεξάρτητα από το αν η επιλογή τους βασίζεται σε πληροφορίες ή όχι, η ψήφος τους δεν θα κάνει τη διαφορά (εκτός κι αν επιλύσει μια κατάσταση ισοψηφίας, πράγμα που δεν συμβαίνει ποτέ) και συνεπώς οι πολίτες παραμένουν σε συνθήκη άγνοιας. Αυτό ονομάζεται “ορθολογική άγνοια”.
Υπάρχει όμως ένα ερώτημα γι' αυτή την θεωρία της δημόσιας επιλογής. Ενώ αληθεύει πως οι ψηφοφόροι δεν έχουν κάποιο υλικό κίνητρο να μάθουν πληροφορίες για τους υποψηφίους, οι περισσότεροι ψηφοφόροι που ακούν αυτή τη θεωρία για πρώτη φορά εκπλήσσονται. Αν οι ψηφοφόροι δεν ξέρουν αυτή την πτυχή της εκλογικής τους εμπειρίας, τότε πώς γίνεται αυτή να επηρεάζει την συμπεριφορά τους;
Το ερώτημα είναι ενδιαφέρον, αλλά φαίνεται πως υπάρχει μια απάντηση σ' αυτό. Δεν είναι αναγκαίο οι ψηφοφόροι να γνωρίζουν συνειδητά τη θεωρία προκειμένου αυτή να τους επηρεάζει. Όταν οι καταναλωτές αγοράζουν ένα αυτοκίνητο χωρίς να έχουν κάνει την έρευνά τους, μερικές φορές μαθαίνουν με κόστος ότι είναι σημαντικό να το έχουν ψάξει. Άλλοι άνθρωποι, που έχουν βιώσει την ίδια εμπειρία, μπορεί επίσης να τους το εξηγήσουν και να τους παρακινήσουν να κάνουν την έρευνά τους. Έτσι, οι καταναλωτές συχνά εξαναγκάζονται να επωμιστούν το κόστος κάποιας έρευνας.
Οι ψηφοφόροι συμπεριφέρονται σαν να γνωρίζουν
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την ψηφοφορία. Ένας γονέας δεν εξηγεί στο παιδί του που ψηφίζει για πρώτη φορά ότι αυτό οφείλει να αναζητήσει πληροφορίες για τους υποψηφίους επειδή στις τελευταίες εκλογές ο γονιός δεν το έκανε και η ψήφος του είχε ως αποτέλεσμα να εκλεγεί ο λάθος υποψήφιος. Μολονότι μπορεί να μην συνειδητοποιούν ότι η δική τους ψήφος δεν κρίνει τις εκλογές, δεν θα σκεφτούν ότι ο λάθος υποψήφιος εξελέγη επειδή δεν έκαναν την έρευνά τους.
Αυτό συμβαίνει εν μέρει διότι είναι πολύ λίγοι οι ψηφοφόροι εκείνοι που συμπεραίνουν ότι ψήφισαν τον λάθος υποψήφιο (καθώς συχνά δεν ξέρουν ιδιαίτερα πολλές πληροφορίες για τον υποψήφιο που εξελέγη και συχνά έχουν πολλές προκαταλήψεις ως προς τους υποψηφίους). Εν μέρει όμως αυτό συμβαίνει γιατί δεν θα συμπεράνουν ότι η συμπεριφορά τους θα έχει καθοριστική επίδραση στο αποτέλεσμα. Μπορεί να μην αναγνωρίζουν το γενικότερο επιχείρημα ότι η ψήφος τους δεν έχει πραγματικό αποτέλεσμα, αλλά είναι μάλλον απίθανο να σκεφτούν ότι ο λάθος υποψήφιος εξελέγη γιατί δεν έκαναν την έρευνά τους.
Έτσι, η θεωρία της δημόσιας επιλογής φαίνεται να ισχύει, όχι γιατί οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι η ψήφος τους δεν έχει αποτέλεσμα, αλλά γιατί συμπεριφέρονται ως εάν να το γνώριζαν μολονότι δεν το αναγνωρίζουν πλήρως.
Αναδημοσίευση από την Online Library of Law and Liberty.
--
Ο Mike Rappaport κατέχει την έδρα Darling Foundation νομικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του San Diego, όπου είναι επίσης διευθυντής του Center for the Study of Constitutional Originalism.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 29 Οκτωβρίου και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.