Γιατί οι οικονομολόγοι αγνοούν την αντίθεση των οικονομολόγων έναντι των δασμών

Γιατί οι οικονομολόγοι αγνοούν την αντίθεση των οικονομολόγων έναντι των δασμών

Του T. Norman Van Cott

Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι που οι οικονομολόγοι αντιτίθενται στους δασμούς. Πρώτον, καθώς οι δασμοί αυξάνουν τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων στις ΗΠΑ, ενθαρρύνουν την κατανάλωση εγχώριων αντικατάστατων των εισαγόμενων προϊόντων με υψηλό κόστος. Αυτή η παραγωγή δεν θα ήταν συμφέρουσα αν δεν υπήρχαν οι δασμοί. Το κόστος μετρά τι θυσιάζουν οι άνθρωποι για να πετύχουν τον εκάστοτε στόχο. Συνεπώς, η αντικατάσταση των εισαγωγών χαμηλότερου κόστους από την υψηλότερου κόστους εγχώρια παραγωγή σημαίνει ότι περισσότερα άλλα πράγματα θα εγκαταλείπονται προκειμένου να αποκτήσει κανείς αυτά τα αντικείμενα. Η εγκατάλειψη περισσότερων πραγματών σημαίνει ότι θα έχουμε λιγότερα, το οποίο είναι ένας άλλος τρόπος να πούμε ότι το συνολικό επίπεδο διαβίωσης θα είναι χαμηλότερο.

Ο δεύτερος λόγος επίσης είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι δασμοί αυξάνουν τις τιμές των εισαγωγών στις ΗΠΑ. Οι υψηλότερες τιμές αποθαρρύνουν την εγχώρια κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων, μια κατανάλωση που θα απέδιδε περισσότερα οφέλη απ' ό,τι κόστη. Η εγκατάλειψη αυτής της κατανάλωσης μειώνει εξάλλου το μέγεθος της οικονομικής πίτας της χώρας που επιβάλλει δασμούς, το οποίο είναι ένας ακόμη τρόπος να πούμε ότι το συνολικό επίπεδο διαβίωσης θα είναι χαμηλότερο.

Εισοδηματικό καμουφλάζ

Οι πολιτικοί μπορεί να επικαλεστούν μια δικαιολογία για το ότι αγνόησαν τους οικονομολόγους από το 1789 μέχρι το 1910. Σε ολόκληρη αυτή την περίοδο, εκτός από πέντε χρόνια, οι δασμοί ήταν η πιο σημαντική πηγή εισοδήματος του ομοσπονδιακού κράτος. Το κράτος έπρεπε να χρηματοδοτηθεί και οι δασμοί ήταν ο χρηματοδοτικός μηχανισμός. Όταν το Σύνταγμα των ΗΠΑ τροποποιήθηκε το 1913 ώστε να επιτρέπεται ο φόρος εισοδήματος, η σημασία των δασμών ως πηγή εισοδήματος υποχώρησε.

Θα πρέπει ταυτόχρονα να τονιστεί ότι εκτός από ένα σημείο μέγιστου δασμολογικού εισοδήματος, το εκάστοτε ποσό δασμολογικού εισοδήματος μπορεί να επιτευχθεί τόσο με μια έναν “υψηλό” δασμό, όσο και με έναν “χαμηλό”. Αυτό είναι ένα από τα διδάγματα της ανάλυσης της καμπύλης Laffer. Έχει διαφορά ποιος από τους δύο δασμούς επιβάλλεται; Ναι. Η μείωση της οικονομικής πίτας της χώρας είναι μεγαλύτερη με τον “υψηλό” δασμό.

Το Σύνταγμα των ΗΠΑ δεν λαμβάνει υπόψη του την οικονομική προτίμηση των “χαμηλών” δασμών. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι το Σύνταγμα των Συνομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής, που μοιάζει με το Σύνταγμα των ΗΠΑ σε πολλά σημεία, περιείχε διατάξεις που όριζαν “χαμηλούς” δασμούς. Αυτή η πρόβλεψη έχει ίσως τις ρίζες της στον “Δασμό  Εξευτελισμού” (την επιβολή δασμών από το Κονγκρέσο των ΗΠΑ το 1828 με στόχο την υποστήριξη της βιομηχανίας του Βορρά - Tariff of Abominations) καθώς και της συνεπακόλουθης “Κρίσης της Ακύρωσης” (μετά την κύρηξη των δασμών αυτών ως αντισυνταγματικών από τη Νότια Καρολίνα το 1832 - Nullification Crisis).

Χωρίς το εισοδηματικό καμουφλάζ

Μολονότι οι απαιτήσεις για εισόδημα έχασαν τον επιτακτικό τους χαρακτήρα, παραμένει εφικτό να εξηγηθεί η ύπαρξη των δασμών καθώς παρά το ότι μειώνουν το μέγεθος της οικονομικής πίτας, ταυτόχρονα αλλάζουν την κατανομή της προς όφελος κάποιων Αμερικανών. Αυτοί οι Αμερικανοί εξάλλου μπορούν να ασκήσουν πολιτική επιρροή για να διασφαλίσουν την επιβολή των δασμών. Καταλήγουν έτσι με ένα μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, μολονότι με τις δράσεις τους μειώνουν το μέγεθός της.

Αυτοί που ωφελούνται από τους δασμούς είναι οι παραγωγοί ανταγωνιστικών προϊόντων έναντι των εισαγωγών. Αυτοί διασφαλίζουν υψηλότερες τιμές για τα προϊόντα τους απ' ό,τι αν δεν υπήρχαν οι δασμοί καθώς και το κίνητρο να παράγουν περισσότερο. Οι καταναλωτές χάνουν από αυτή την αναδιανομή της πίτας. Καταλήγουν να πληρώνουν υψηλότερες τιμές για τα αμερικανικά προϊόντα αλλά και για τα εισαγόμενα προϊόντα που θα παραμείνουν μετά την επιβολή των δασμών. Δεδομένου του ότι το μέγεθος της πίτας μειώνεται, ξέρουμε ότι τα κέρδη των παραγωγών είναι μικρότερα από τις απώλειες των καταναλωτών.

Η διαφορά στην πολιτική επιρροή έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι οι επωφελούμενοι παραγωγοί είναι σχετικά λιγότεροι αριθμητικά σε σύγκριση με τους καταναλωτές οι οποίοι χάνουν. Αυτό σημαίνει ότι τα οφέλη ανά παραγωγό τείνουν να είναι πολύ μεγαλύτερα απ' ό,τι οι απώλειες ανά καταναλωτή. Για κάθε επωφελούμενο ατομικά διακυβεύονται περισσότερα, γεγονός που σημαίνει ότι έχει μεγαλύτερο κίνητρο να συμμετέχει στην πολιτική διαδικασία που οδηγεί στους δασμούς. Οι καταναλωτές γίνονται μια σκορπισμένη, άφωνη πλειοψηφία.

Τι μπορεί να γίνει;

Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα, καθώς στο μυαλό μου οι απαντήσεις κυμαίνονται ανάμεσα στο “λίγα πράγματα” και στο “τίποτα”. Μια συνταγματική τροποποίηση που θα επιβάλλει τους “χαμηλότερους” δασμούς στο πρότυπο του συντάγματος της Συνομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής είναι μια πιθανότητα. Εναλλακτικά, μια άλλη πιθανότητα είναι μια συνταγματική τροποποίηση που θα απαγορεύει τους εισαγωγικούς δασμούς. Καμία από τις δύο εναλλακτικές δεν φαίνεται πιθανή στο βαθμό που το Κογκέσο συμμετέχει στη διαδικασία της συνταγματικής τροποίησης. Και οι δύο λύσεις έχουν ως προϋπόθεση οι γερουσιαστές και οι βουλευτές να περιορίσουν εθελουσίως την ικανότητά τους να επιβραβεύουν τους ψηφοφόρους τους που καλούνται να ανταγωνιστούν έναντι των εισαγωγών.

Κάποιοι οικονομολόγοι βλέπουν ως λύση την περισσότερη οικονομική εκπαίδευση. Ενώ αυτό θα προήγαγε τις συνθήκες διαβίωσης των οικονομολόγων, νομίζω ότι συγκρούεται με το θεμελιώδες αξίωμα των οικονομικών ότι τα άτομα ενεργούν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Δηλαδή, ένας εργαζόμενος σε αυτοκινητοβιομηχανία του οποίου οι συνθήκες διαβίωσης θα βελτιωθούν να επιβληθεί δασμός έναντι των ξένων αυτοκινήτων θα υποστηρίξει έναν τέτοιο δασμό ανεξάρτητα από το αν έχει διδαχθεί οικονομικά που δείχνουν ότι τέτοιες πολιτικές μειώνουν το συνολικό επίπεδο διαβίωσης.

--

Ο T. Norman Van Cott, καθηγητής οικονομικών, έλαβε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον το 1969. Πριν ενταχθεί στο εκπαιδευτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου Ball State, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού (1962-1972), και στο West Georgia College (1972-1977). Διετέλεσε πρόεδρος τους πανεπιστημιακού τμήματος από το 1985 έως το 1999. Τα πεδία του ακαδημαϊκού του ενδιαφέροντος περιλαμβάνουν την μικροοικονομική θεωρία, τα δημοσιονομικά, και τα διεθνή οικονομικά. Η τρέχουσα έρευνά του αφορά τα οικονομικά των συνταγμάτων.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα αγγλικά στις 21 Μαρτίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.