Του Tarnell Brown
Εδώ και πολύ καιρό, οι διαμορφωτές της πολιτικής πιστεύουν ότι ρόλος του κράτους είναι να διασφαλίζει τη δημόσια υγεία του κοινού ώστε να αποτρέπει τον ηθικό κίνδυνο. Όσο σπουδαίο κι αν φαίνεται αυτό επιφανειακά, οι προληπτικές πολιτικές, και ιδίως οι νόμοι της απαγόρευσης που ποινικοποιούν δράσεις χωρίς θύματα, συχνά αποφέρουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Εννοώ δηλαδή ότι στην πραγματικότητα ευθύνονται για τη δημιουργία κρίσεων δημόσιας υγείας και την παραγωγή ηθικών κινδύνων. Η πρόθεση της 18ης Τροπολογίας του Συντάγματος των ΗΠΑ ήταν να αντιμετωπίσει τις συνέπειες στην υγεία από την κατανάλωση οινοπνευματωδών, να αποτρέψει τη διάλυση της αμερικανικής πυρηνικής οικογένειας, να μειώσει την εγκληματικότητα και τη δημόσια διαφθορά και να μειώσει επίσης το βάρος που επωμίζονταν οι φορολογούμενοι για τη χρηματοδότηση ολοένα και περισσότερων φυλακών και δημόσιων πτωχοκομείων.
Η ιστορία φυσικά μας λέει ότι η Ποτοαπαγόρευση δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τεράστια αποτυχία. Όχι μόνο η παράνομη κατανάλωση οινοπνευματωδών ήταν παρόμοια με τα επίπεδα προ της Ποτοαπαγόρευσης, αλλά ο έλεγχος της ποιότητας που είναι εγγενής σε μία νόμιμη ιδιωτική αγορά δεν υπήρχε, με αποτέλεσμα τεράστιες διακυμάνσεις στην ισχύ των ποτών και την ποιότητά τους. Εμφανίστηκαν σπιτικά αποστακτήρια, και αυξήθηκε το ποσοστό του οινοπνεύματος που παραγόταν από φαρμακεία και θρησκευτικές οργανώσεις, φορείς δηλαδή που απολάμβαναν νομικές εξαιρέσεις. Ένα αγαπημένο κόλπο των λαθρεμπόρων ήταν να ιδρύουν φαρμακεία ή να συνεργάζονται με ήδη υφιστάμενα για να παράγουν “ιατρικά” οινοπνευματώδη προϊόντα. Πέρα από την “κανονική” ροή θανάτων που σχετίζονταν με το οινόπνευμα, περίπου 1.000 Αμερικανοί πέθαιναν κάθε χρόνο κατά την Ποτοαπαγόρευση από νοθευμένο και δηλητηριασμένο οινόπνευμα. Καθώς εντάθηκε η επιβολή του νόμου υπό τον Νόμο Volstead, έγινε ακόμη πιο επικερδές το να φέρνει κανείς στην αγορά οινοπνευματώδη ποτά χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο, αυξάνοντας έτσι τη διάδοση του νοθευμένου οινοπνεύματος στην κοινωνία.
Ακόμη, η ποινικοποίηση του οινοπνεύματος δημιούργησε αγορές για ακόμη πιο επικίνδυνα υποκατάστατα. Η κατανάλωση ουσιών όπως η κοκαΐνη και τα οπιοειδή αυξήθηκε. Ενώ οι ουσίες αυτές είχαν καταστεί ουσιαστικά παράνομες από τον Φορολογικό Νόμο Harrison Narcotics του 1914 (που υποχρέωνε την κατοχή μη συνταγογραφημένων ουσιών σε φορολόγηση και αδειοδότηση), δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο να τις αποκτήσει κανείς. Στην πράξη, η 18η Τροπολογία πέτυχε να ενισχύσει δύο παράλληλες μαύρες αγορές. Να αναφερθεί εδώ ότι οι αυξήσεις στην κατοχή και χρήση παράνομων ναρκωτικών ακόμη καταγράφουν έναν θετικό συσχετισμό με την πολιτειακή και τοπική απαγόρευση του οινοπνεύματος και σήμερα. Όπως θα πρόεβλεπε μάλλον κανείς, πρόκειται για μια περίπτωση όπου μια λανθασμένη δημόσια πολιτική δημιουργεί δύο προβλήματα στην τιμή του ενός.
Όχι μόνο η Ποτοαπαγόρευση απέτυχε μακροπρόθεσμα να μειώσει τη συνολική κατανάλωση σκληρού οινοπνεύματος, αλλά και απέτυχε να μειώσει το βάρος για τους φορολογούμενους, τον αριθμό των κρατουμένων σε φυλακές και τη δημόσια διαφθορά. Όλα αυτά μάλιστα εντάθηκαν όσο ίσχυε η 18η Τροπολογία. Σύμφωνα με τον Mark Thornton του Cato Institute και του Auburn University, η εγκληματικότητα συνολικά αυξήθηκε κατά περίπου 24% στις 30 μεγαλύτερες πόλεις κατά το 1920 και 1921, ενώ τα ποσοστά ανθρωποκτονίας κατά την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης ήταν κατά 78% αυξημένα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Φυσικά μια αύξηση στα ποσοστά εγκληματικότητας έφερε και μία αντίστοιχη αύξηση στα χρήματα που δαπανούνταν για την επιβολή του νόμου, καθώς και στον αριθμό των κρατουμένων στο σωφρονιστικό σύστημα.
Στο διάστημα μεταξύ της ψήφισης του Νόμου Harrison to 1914 και της κατάργησης της 18ης Τροπολογίας το 1933, ο αριθμός των ατόμων που καταδικάστηκαν για κάποιο ομοσπονδιακό αδίκημα αυξήθηκε από τους 4.000 στους 26.580, μία αύξηση 566%. Η μεγάλη πλειονότητα αυτών των ατόμων δεν βρέθηκε σε ομοσπονδιακές φυλακές, αλλά σε πολιτειακές και τοπικές σωφρονιστικές εγκαταστάσεις, αυξάνοντας έτσι το βάρος για τους φορολογούμενους όχι μόνο σε ό,τι αφορά το κόστος, αλλά και τις επιπτώσεις στις τοπικές κοινότητες. Κατά την περίοδο αυτή, μόνο οι ομοσπονδιακές δαπάνες για τους κρατουμένους αυξήθηκαν κατά περίπου 1000%, καθώς οι πολιτειακές και οι τοπικές φυλακές αποζημιώνονταν και κατασκευάστηκαν και νέες εγκαταστάσεις. Ακόμη, οι δαπάνες αστυνόμευσης αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 11% κατά την περίοδο αυτή. Είναι σαφές ότι δεν υπήρξε καμία ανακούφιση του βάρους των φορολογουμένων σε ό,τι αφορά τη μείωση του πληθυσμού των φυλακών.
Λόγω των μεγάλων περιθωρίων κέρδους για τα περισσότερα οργανωμένα καρτέλ της μαύρης αγοράς, αυξήθηκε επίσης και η δημόσια διαφθορά και την εποχή εκείνη. Ήταν γνωστό ότι πολιτικοί, αστυνομικοί και νομικοί δέχονταν δώρα από τους λαθρεμπόρους, τους ιδιοκτήτες παράνομων λεσχών και τους αρχηγούς εγκληματικών οργανώσεων. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι ο φορέας που αποδείχθηκε περισσότερο ευάλωτος στη διαφθορά ήταν το ομοσπονδιακό Γραφείο Ποτοαπαγόρευσης, η υπηρεσία που ιδρύθηκε ακριβώς για την επιβολή των προβλέψεων του Νόμου Volstead. Η διαφθορά στο Γραφείο αυτό ήταν τόσο ευρεία που ο ίδιος ο επικεφαλής του, ο Henry Anderson, θεωρούσε το όλο πρόγραμμα μια μάταιη προσπάθεια που έκανε τους πολίτες να χάνουν το σεβασμό τους έναντι του νόμου.
Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι τόσο η κατανάλωση οινοπνευματωδών, όσο και η εγκληματικότητα είχαν μειωθεί από μόνες τους σημαντικά κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε την ψήφιση της 18ης Τροπολογίας. Αποτελεί τραγωδία το γεγονός ότι η σημερινή δημόσια πολιτική φαίνεται να μην έχει διδαχθεί τίποτα από τα λάθη αυτής της καλά τεκμηριωμένης εποχής της ιστορίας μας, και μας οδηγεί στο ίδιο μονοπάτι με την απαγόρευση των ναρκωτικών ουσιών.
--
Ο Tarnell Brown είναι οικονομολόγος και πολιτικός αναλυτής, υποψήφιος διδάκτορας Δημόσιας Πολιτικής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 26 Αυγούστου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.