Του Peter J. Boettke
Η ανάδυση της λαϊκιστικής κριτικής στο status quo της εποχής μας έχει πολλές αιτίες - άλλες εντοπίζονται στη βαθιά πολιτισμική απογοήτευση και την απομάγευση από το αμερικανικό όνειρο, άλλες στην απογοήτευση από επιλογές πολιτικής που δημιουργούν την εικόνα ότι η ζωή των επικριτών αυτών έχει γίνει λιγότερο ευημερούσα και λιγότερο ασφαλής.
Η αντιμετώπιση κάποιου προβλήματος προϋποθέτει την αναγνώρισή του. Πιστεύω ότι η επισήμανση πως αυτές οι εικόνες μπορεί να μην αντιστοιχούν στην πραγματικότητα χρησιμοποιώντας σημαντικά δεδομένα για τη διόρθωσή τους, είναι πιθανότατα η πιο παραγωγική αντίδραση. Αν υπάρχουν προβλήματα, θα πρέπει να αναζητήσουμε τις θεσμικές τους αιτίες. Τα θεσμικά προβλήματα απαιτούν θεσμικές λύσεις, και η φιλελεύθερη πολιτική οικονομία μπορεί να προσφέρει θεσμικές λύσεις.
Το πρόβλημα με την κατεστημένη ελίτ της δημοκρατικής δύσης είναι ότι η απάντηση που εδώ και έναν αιώνα προσφέρει στα κοινωνικά προβλήματα είναι τα ολοένα και περισσότερα κρατικά προγράμματα, και ιδίως κρατικά προγράμματα που διοικούνται από μια εκπαιδευμένη πολιτική ελίτ σε μεγάλο βαθμό θωρακισμένη από την δημοκρατική ανάδραση των πληθυσμών εκείνων για τη βοήθεια των οποίων σχεδιάζονται αυτά τα προγράμματα.
Ο Vincent Ostrom στο έργο του The Intellectual Crisis of American Public Administration (Η διανοητική κρίση της αμερικανικής δημόσιας διοίκησης) του 1973, περιέγραψε λεπτομερώς τη μετεξέλιξη από τη δημοκρατική διοίκηση στην αντίστοιχη γραφειοκρατική κατά τη διάρκεια της Εποχής του Προοδευτισμού.
Με αυτή τη θεμελιώδη φιλοσοφική μετελέξιξη ήρθε και μια θεσμική αλλαγή, καθώς η Εποχή του Προοδευτισμού έζησε όχι μόνο την ανάδυση του ρυθμιστικού αλλά και του διοικητικού κράτους, και ιδίως των ανεξάρτητων ρυθμιστικών φορέων με επικεφαλής εκπαιδευμένους εμπειρογνώμονες.
Πιο πρόσφατα, οι David Levy και Sandra Peart υποστηρίζουν εναργώς ότι αυτή η ζήτηση, και ακόμη πιο σημαντικά η αξίωση, για την άσκηση εξουσίας από εμπειρογνώμονες είχε ως αποτέλεσμα ένα επιχείρημα υπέρ της Απόδρασης από τη Δημοκρατία (Escape from Democracy - 2017).
Οι συνέπειες, όπως τις εντόπισε ο Χάγιεκ στην ομιλία αποδοχής από πλευράς του του βραβείου Νόμπελ, και όπως τις εξέτασα προηγουμένως σ' αυτό το άρθρο, ήταν σημαντικές για την αυτοκατανόηση της πολιτικής οικονομίας και των πρακτικών πτυχών της δημόσιας πολιτικής και της οικονομικής αποδοτικότητας.
Η λαϊκιστική ρητορική
Δυστυχώς, η κριτική έναντι της φιλελεύθερης τάξης που διατύπωσαν οι Προοδευτικοί για να δικαιολογήσουν τη μετεξέλιξη από τη δημοκρατική διοίκηση στην αντίστοιχη γραφειοκρατική αντιμετωπίστηκε από τους διανοούμενους ως διακριτή και ως τέτοια ως αποδεκτή ακόμη και αν η προτεινόμενη λύση της άσκησης εξουσίας από ειδικούς αποδεικνυόταν απογοητευτική.
Το καπιταλιστικό σύστημα θεωρήθηκε υπεύθυνο για την αστάθεια μέσω των διακυμάνσεων της παραγωγής, για την αναποτελεσματικότητα μέσω των μονοπωλίων και άλλων αποτυχιών της αγοράς, και για την αδικία μέσω της ανισότητας των εισοδημάτων και των άδικων πλεονεκτημάτων λόγω της συσσώρευσης του πλούτου.
Έτσι σήμερα βρισκόμαστε στην περίεργη θέση οι λαϊκιστές να επικρίνουν την άσκηση εξουσίας από ειδικούς, αλλά να πιστεύουν τα όσα τους είπαν οι ειδικοί ως προς τα προβλήματα που πλήττουν την κοινωνία και οδήγησαν στην απομάγευσή τους έναντι της υπόσχεσης της προόδου.
Η λαϊκιστική ρητορική υποστηρίζει ότι οι βιομηχανικοί εργάτες χάνουν τις δουλείες τους από τις μηχανές και την χαμηλότερου κόστους ξένη εργασία είτε μέσω της επανεγκατάστασης των εταιριών στο εξωτερικό είτε μέσω του ανταγωνισμού από μετανάστες στην εγχώρια αγορά εργασίας.
Υποστηρίζει πως όχι μόνοι αυτοί οι μετανάστες επιδεινώνουν το επίπεδο διαβίωσής τους, αλλά και ότι ένα υποσύνολο αυτών, όπως μας λένε, είναι εγκληματίες και τρομοκράτες που απειλούν την ίδια τους την ασφάλεια και την ασφάλεια των ανθρώπων που αγαπούν.
Η λαϊκιστική ρητορική υποστηρίζει ότι οι πληθυσμοί της μεσαίας και της εργατικής τάξης υποφέρουν από την παράλογη κερδοσκοπία των επενδυτών και τραπεζιτών που κατέστρεψαν την περιουσία, τα σπίτια και τις κοινότητες των απλών πολιτών. Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε, όπως ακούν από διάφορες πλευρές, είναι κόσμος των λίγων και προνομιούχων, όπου η μονοπωλιακή εξουσία καθορίζει τις τιμές που πρέπει να πληρώνουν και η μονοψωνιακή εξουσία περιορίζει τους μισθούς που μπορούν ευλόγως να περιμένουν από την αγορά.
Σύμφωνα με τον λαϊκιστικό οικονομικό εθνικισμό - τόσο της Αριστεράς, όσο και της Δεξιάς - μόνο η κρατική παρέμβαση μπορεί να λειτουργήσει ως η αναγκαία διορθωτική δύναμη, και πρέπει να περιορίσουμε την ελεύθερη ροή του κεφαλαίου και της εργασίας, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την μονοπωλιακή εξουσία και να αυξήσουμε με τη βία τους μισθούς.
Παρ' όλα αυτά, οι λαϊκιστές επικρίνουν την κατεστημένη ελίτ ως προς τη δημόσια πολιτική ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζουν την ενίσχυση του ρόλου του κράτους και των φορέων του για την αντιμετώπιση των κοινωνικών δεινών της αστάθειας, της αναποτελεσματικότητας και της ανισότητας.
Υπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση στη λαϊκιστική κριτική έναντι του κατεστημένου, τόσο από την Αριστερά, όσο και από τη Δεξιά: το κράτος τους απογοητεύει, αλλά τους απογοητεύει καθώς διευρύνεται σε μέγεθος και σε αρμοδιότητες. Και ακριβώς, παρά το γεγονός ότι τους απογοητεύει, θα πρέπει να μεγαλώσει σε μέγεθος και σε αρμοδιότητες για να αντιμετωπίσει αυτή την αποτυχία του. Τα κράτη σε ολόκληρη τη δημοκρατική δύση έχουν γίνει υδροκέφαλα και έχουν παρεκκλίνει σημαντικά από τις οποιεσδήποτε συνταγματικές αρχές περιορισμού τους.
Προσοχή στη μεγέθυνση του κράτους
Η κριτική της προοδευτικής ελίτ εναντίον του καπιταλισμού εδράζεται στον φόρο έναντι της ανεμπόδιστης αρπακτικής ικανότητας των ισχυρών ιδιωτικών φορέων, αλλά για τον περιορισμό της ιδιωτικής αρπακτικότητας στρατολόγησαν μια ισχυρή, κεντρική δημόσια εξουσία.
Έτσι, ενεργοποίησαν τη δυνατότητα μιας ευρείας δημόσιας αρπακτικότητας. Ενώ όμως μπορεί να αναγνωρίζεται ενίοτε ότι τα κοινωνικά δεινά που πλήττουν την κοινωνία παίρνουν τη μορφή του δημόσιου χρέους και του πληθωρισμού, αυτά συνδέονται λιγότερο με την υπερβολική ρύθμιση, την υπερβολική ποινικοποίηση, την υπερβολική στρατικοποίηση κλπ, απ' ό,τι άλλες εκφάνσεις μιας ολοένα και μεγαλύτερης κλίμακας και εύρους κρατικής εξουσίας επί της ζωής των πολιτών σε ολόκληρο τον δημοκρατικό κόσμο.
Η αλήθεια είναι πως η απαρχή αυτών των κοινωνικών δεινών σε ολόκληρο τον κόσμο μπορεί να εντοπιστεί σ' αυτή την αύξηση του κράτους, που οδηγεί στη διάβρωση της βασισμένης στις συμβατικές συμφωνίες κοινωνίας και την ανάδυση μιας κοινωνίας που βασίζεται στις κοινωνικές συνδέσεις, που με τη σειρά της συνεπάγεται τη διαπλοκή του κράτους, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας.
Έχουμε πολιτικές που δεν προάγουν τον ανταγωνισμό, αλλά αντιθέτως προστατεύουν προνομιούχα άτομα και ομάδες έναντι της πίεσης του ανταγωνισμού. Έχουμε χρηματοπιστωτικούς θεσμούς που μπόρεσαν να ιδιωτικοποιήσουν τα κέρδη τους, κοινωνικοποιώντας ταυτόχρονα τις ζημιές τους.
Έχουμε κυβερνήσεις (και τους φορείς τους) στο τοπικό και ομοσπονδιακό επίπεδο που αντιμετωπίζουν εξαιρετικά ήπιους περιορισμούς χρηματοδότησης ως προς τις αποφάσεις περί της φορολόγησης, ακριβώς επειδή το νομισματικό σύστημα θέτει ήπιους έως ανύπαρκτους περιορισμούς.
Το κράτος υπερβαίνει τον ρόλο του ως προς τα πάντα με τρόπο ώστε θύλακες του φιλελευθερισμού να παρέχουν μεγαλύτερη ελευθερία σε κάποια περιθώρια, ενώ σε κάποια άλλα να οδεύουμε κυριολεκτικά στον «δρόμο προς τη δουλεία», όπως για παράδειγμα στις μαζικές φυλακίσεις στις ΗΠΑ και τις προφανείς προκαταλήψεις στο ποινικό δικαστικό σύστημα. Κι εδώ, το κράτος αποτυγχάνει επειδή μεγαλώνει, και μεγαλώνει επειδή αποτυγχάνει.
Η αναδόμηση του φιλελεύθερου εγχειρήματος θα πρέπει να ξεκινήσει με την αναγνώριση του προβλήματος που πλήττει στις κοινωνίες της Ευρώπης, των ΗΠΑ, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας. Υπό την επιρροή της προοδευτικής ελίτ, οι δημοκρατικές χώρες ζητούν υπερβολικά μεγάλο κράτος και σ' αυτή τη διαδικασία θέτουν στο περιθώριο την κοινωνία των πολιτών και περιορίζουν την κοινωνία της αγοράς.
Μπορούμε να βρούμε μια απάντηση σε μηχανισμούς που για μια ακόμη φορά θα περιορίσουν την αρπακτική ικανότητα του δημόσιου τομέα, και θα απελευθερώσουν τη δημιουργική επιχειρηματικότητα του ιδιωτικού.
Σ' αυτή τη διαμάχη, αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε κάποιον βαθμό πείθοντας τα μέλη της προοδευτικής ελίτ καθώς και της λαϊκιστικής Δεξιάς και Αριστεράς πως προκειμένου να διεξαγάγουμε μια εύρωστη συγκριτική θεσμική ανάλυση θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως έχουμε να κάνουμε όχι μόνο με σφαλερούς επιχειρηματίες, αλλά και με μπερδεμένους γραφειοκράτες.
Οι βασικές θεσμικές διαφορές είναι ότι οι σφαλεροί επιχειρηματίες πληρώνουν κάποιο τίμημα για τις αποτυχίες του και είτε προσαρμόζονται, είτε κάποιος άλλος επιχειρηματίας θα μπει στη θέση τους για να πάρει τη σωστή απόφαση.
Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κάτι το άμεσα ανάλογο στην περίπτωση του μπερδεμένου γραφειοκράτη - από τη στιγμή που υποστεί σύγχυση, συνεχίζει να βρίσκεται σε σύγχυση. Η δράση του δημόσιου τομέα φαίνεται απλώς να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τα ίδια λάθη, προσδοκώντας ωστόσο διαφορετικά αποτελέσματα.
Δεν μαθαίνει πολλά πράγματα σ' αυτή τη διαδικασία, ή τουλάχιστον δεν μαθαίνει πολλά αν έχει ως τελικό στόχο τη βελτίωση ή την εξάλειψη των κοινωνικών δεινών. Αυτό φαίνεται με τον σαφέστερο τρόπο στα στρατιωτικά μας ζητήματα, αλλά και σε άλλους μεταφορικούς «πολέμους» στους οποίους έχουμε εμπλακεί, από τον «Πόλεμο κατά της Φτώχειας» μέχρι τον «Πόλεμο κατά των Ναρκωτικών» και τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας».
Όντως ισχύει πως ο «Πόλεμος είναι η υγιεινή του κράτους», αλλά αυτοί οι «πόλεμοι» σίγουρα δεν αντανακλούν τον πραγματικό φιλελεύθερο ριζοσπαστισμό. Ο μιλιταρισμός, ακόμη και μεταφορικά, αντίκειται στον φιλελευθερισμό.
Απόσπασμα ενός άρθρου που συντάχθηκε για την ειδική συνεδρίαση της Mont Pelerin Society στην Στοκχόλμη, 3-5 Νοεμβρίου 2017.
--
Ο Peter Boettke είναι καθηγητής οικονομικών και φιλοσοφίας στο George Mason University και διευθυντής του Προγράμματος F.A. Hayek Ανώτερων Σπουδών στη Φιλοσοφία, την Πολιτική και τα Οικονομικά στο Mercatus Center. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Νοεμβρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».