Του Michael Munger*
Πολλά οικονομικά μαθήματα αντιμετωπίζονται ως παραξενιές χωρίς περαιτέρω χρησιμότητα και όχι ως πολύτιμες πληροφορίες για το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Με απογοητεύει για παράδειγμα η ικανότητα των φοιτητών να απαγγείλουν επακριβώς τον ορισμό του κόστους ευκαιρίας ενώ την ίδια στιγμή αποτυγχάνουν πλήρως να κατανοήσουν τις συνεπαγωγές τους. Έγραψα γι’ αυτό το θέμα στο παρελθόν, περιγράφοντας μια ερώτηση που έβαλα σε ένα τεστ στο Dartmouth College όταν δίδασκα εκεί κατά τη δεκαετία του 1980: Ας υποθέσουμε ότι θέλετε να πάτε σε μια συναυλία, αλλά αποφασίζετε να μην αγοράσετε εισιτήρια από δεύτερο χέρι γιατί είναι υπερβολικά ακριβά. Μετέπειτα όμως βρίσκετε κάποια εισιτήρια. Θα πάτε στη συναυλία;
Όχι! Το κόστος του να πάτε στα εισιτήρια είναι αυτό που εγκαταλείπετε. Στην περίπτωση αυτή, είναι η αξία της πώλησης των εισιτηρίων (η ερώτηση ανέφερε ότι η μεταπώληση εισιτηρίων είναι νόμιμη στην πολιτεία σας και δεν έχετε ηθικές ενστάσεις). Δεν έχει σημασία πόσα χρήματα πληρώσατε για τα εισιτήρια φίλοι μου. Το κόστος είναι αυτό που εγκαταλείπετε με τη χρήση τους. Αν δεν θα πληρώνατε 250 δολάρια για να τα αγοράσετε, γιατί να πληρώσετε το κόστος ευκαιρίας να μην τα πουλήσετε όταν τα έχετε στα χέρια σας; (Μια υποσημείωση: ναι, μπορεί να υπάρχει ένα φαινόμενο πλούτου, ή μια διαφορά στο κόστος συναλλαγής που μπορεί να αποδώσει διαφορετικές απαντήσεις. Αλλά δεν είπαν αυτό οι φοιτητές. Οι φοιτητές είπαν ότι θα πήγαιναν στη συναυλία γιατί ήταν δωρεάν!).
Μια ακόμη πιο θεμελιώδης έννοια, που σχεδόν κανείς που παρακολούθησε ένα μάθημα οικονομικών στο δεύτερο έτος του πανεπιστημίου δεν μπορεί να ανακαλέσει από τη μνήμη του είναι η επίλυση του “παραδόξου των διαμαντιών και του νερού”. Στον Πλούτο των Εθνών, ο Άνταμ Σμιθ διατύπωσε τον γρίφο ως εξής:
“Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η λέξη “αξία” έχει δύο διαφορετικές σημασίες και μερικές φορές εκφράζει τη χρησιμότητα κάποιου συγκεκριμένου αντικειμένου, ενώ άλλες φορές την δυνατότητα απόκτησης άλλων αγαθών που προσδίδει η κτήση του αντικειμένου αυτού… Τίποτε δεν είναι πιο χρήσιμο από το νερό: αλλά σχεδόν τίποτε δεν μπορεί κανείς να αγοράσει με αυτό, σχεδόν τίποτε δεν μπορεί να πάρει εις αντάλλαγμα. Ένα διαμάντι από την άλλη πλευρά δεν έχει σχεδόν καμία αξία χρήσης, αλλά συχνά μπορεί κανείς να αποκτήσει μια πολύ μεγάλη ποσότητα άλλων αγαθών ανταλλάσσοντάς το”.
Η επίλυση αυτού του παραδόξου είναι απλώς ότι η αξία είναι υποκειμενική και οριακή. Υπάρχουν περιστάσεις που η ανάγκη μου για νερό μπορεί να υπερβαίνει την ανάγκη μου για διαμάντια, μόνο όμως αν υπάρχει μια τεράστια έλλειψη νερού που καθιστά το σβήσιμο της δίψας μου την πρωταρχική μου έγνοια. Συνήθως, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες, το νερό είναι άφθονο και μπορεί κανείς να το αποκτήσει σε μεγάλες ποσότητες έναντι μιας πολύ μικρής τιμής. Στο όριο λοιπόν, το χιλιοστό γαλόνι νερού αξίζει πολύ λιγότερα από το πρώτο μικρό διαμάντι που αποκτώ για να στολίσω τον λαιμό ή το δάχτυλο ενός αγαπημένου μου προσώπου. Στο σύντομο απόσπασμα που μπορείτε να δείτε εδώ, ο Μάρεϊ Ρόθμπαρντ καταφέρνει να επιλύσει το πρόβλημα αυτό ξεκάθαρα και γρήγορα - δεν είναι καθόλου παράδοξο.
Το σημαντικό εδώ όμως δεν είναι να εξηγήσουμε τις σχετικές αξίες του νερού και των διαμαντιών, αλλά τη σχέση της τιμής και της αξίας. Καθώς οι καθηγητές οικονομικών αφηγούνται το παράδειγμα αυτό σαν να πρόκειται για ιερή γραφή, αλλά αποτυγχάνουν να κάνουν τους φοιτητές να κατανοήσουν τη σημασία της οριακής αξίας, είμαστε καταδικασμένοι να διαβάζουμε και να ακούμε ανήκουστες διανοητικές ανοησίες από ανθρώπους που όφειλαν να γνωρίζουν το θέμα καλύτερα.
Τα παραδείγματα αφθονούν. Κάποια εκδοχή του επιχειρήματος “οι δάσκαλοι είναι σημαντικότεροι από τους αθλητές, συνεπώς πρέπει να κερδίζουν περισσότερα χρήματα” διατυπώνεται κάθε εβδομάδα από τους πωλητές της οργής που στελεχώνουν τα μέσα της ενημέρωσής μας. Οι συντάκτες των New York Times είναι ιδιαίτερα αγανακτισμένοι και συχνά προτείνουν κρατική ρύθμιση ή κάποιου είδους “ειδικό φόρο” για να την επίλυση του προβλήματος. (Πάντα αυτοί οι άνθρωποι προτείνουν κάποιον “ειδικό” φόρο. Το γεγονός ότι ήδη πληρώνουμε τόσους πολλούς φόρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αυξήσουν τους μισθούς των δασκάλων αν υπήρχε η πολιτική βούληση προς τούτο, δεν φαίνεται να αναγνωρίζεται ποτέ).
Όταν ο Steph Curry, που τελείωσε όπως κι εγώ το Davidson College, υπέγραψε με τους Golden State Warriors για 40 εκατομμύρια δολάρια τη σεζόν, οι ηθικιστές επικριτές εμφανίστηκαν με ορμή. Ο Curry πληρωνόταν 500.000 δολάρια τον αγώνα, ή δέκα φορές τα ετήσια έσοδα ενός δασκάλου! Σα δεν ντρεπόμαστε!
Κι όμως. Αν φτιάχνατε μια ομάδα του ΝΒΑ, δεν θα ξεκινούσατε με οριακούς παίκτες, αλλά με τους καλύτερους, τα διαμάντια. Υπάρχουν λίγοι κορυφαίοι παίκτες, που συχνά αναφέρονται μόνο με τα μικρά τους ονόματα (“Λεμπρόν” “Γιάννης” “Ντιρκ”) γύρω από τους οποίους θα μπορούσατε να χτίσετε μια ομάδα. Το να τους προσλάβετε πρώτους κοστίζει. Στη συνέχεια, καθώς θα προσθέτετε οριακούς παίκτες, το κόστος είναι μικρότερο. Βεβαίως, το σχετικό όριο εδώ δεν είναι ο χειρότερος παίκτης του ΝΒΑ. Δεν είναι καν ο καλύτερος παίκτης που δεν κατάφερε να μπει στο ΝΒΑ.
Όχι, ο οριακός παίκτης είναι αυτός που έχει αρνητικές απολαβές, ο σαραντάχρονος που πληρώνει συνδρομή στο YMCA ή στο γυμναστήριο του κολλεγίου για να παίζει μπάσκετ. Αυτοί δεν πληρώνονται περισσότερα από τους δασκάλους, γιατί υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες από αυτούς τους τύπους που δεν έχουν ούτε μυρωδιά από μπάσκετ.
Οι οριακοί καλαθοσφαιριστές πληρώνουν 65 δολάρια τον μήνα για να παίζουν, έναντι των τουλάχιστον 4.000 δολαρίων τον μήνα με τα οποία αμείβονται οι έμπειροι δάσκαλοι στις περισσότερες πολιτείες. Οι καλαθοσφαιριστές δεν πληρώνονται περισσότερα από τους δασκάλους. Το όλο αυτό παράπονο αποκαλύπτει μια θεμελιώδη σύγχυση ενός παραδείγματος που όλοι νομίζουν ότι έχουν μάθει, αλλά δεν έχουν στην πραγματικότητα κατανοήσει.
Ως εκπαιδευτικός, με χαρά αναγνωρίζω ότι οι δάσκαλοι παράγουν αξία για τους μαθητές και για την κοινωνία. Ακόμη όμως και ο πιο οριακός δάσκαλος, στο χειρότερο και με τα λιγότερα κίνητρα δημόσιο σχολείο, αυτός που χτυπάει κάρτα περιμένοντας τη σύνταξη, κερδίζει πολύ περισσότερα χρήματα από τον οριακό καλαθοσφαιριστή. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την οριακή μονάδα του νερού, ή των δασκάλων, με τα διαμάντια. Είναι ένα παράδοξο που επιλύσαμε πριν από πολύ καιρό.
*Ο Michael Munger είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Οικονομικών και Δημόσιας Πολιτικής στο Duke University και διακεκριμένο στέλεχος του American Institute for Economic Research.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Institute for Economic Research και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.