Του Rainer Zitelmann
Μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών συστημάτων ανά τον κόσμο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ανωτερότητα της οικονομίας της αγοράς κατέστη σαφής σε πολλούς. Παρ’ όλα αυτά, μια λανθάνουσα ή εμφανής εχθρότητα απέναντι στον καπιταλισμό επεβίωσε και, μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, κέρδισε και σημαντική στήριξη. Ιδίως μεταξύ των διανοούμενων, ο αντικαπιταλισμός είναι ξανά δημοφιλής - όπως καταδεικνύει, για παράδειγμα, η ευρεία αποδοχή του βιβλίου του Τομά Πικετί Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα. Ο καπιταλισμός μεταξύ των διανοουμένων όμως έχει μια μακρά ιστορία.
“Ο αντικαπιταλισμός είναι η πιο διαδεδομένη και ευρέως ασκούμενη πνευματική δέσμευση μεταξύ των διανοούμενων” συμπεραίνει ο Αμερικανός ιστορικός Alan S. Kahan. Ο κοινωνιολόγος Thomas Cushman δήλωσε σχετικά: “Ο αντικαπιταλισμός έχει γίνει με διάφορους τρόπους ο κεντρικός πυλώνας της κοσμικής θρησκείας των διανοουμένων, το έθος των σύγχρονων κριτικών διανοούμενων ως ομάδας κύρους”.
Ακόμη και όσοι αμφισβητούν ότι οι διανοούμενοι στην πλειονότητά τους είναι ανοιχτά αντικαπιταλιστές, δεν μπορούν να διαφωνήσουν με το ότι μια κριτική στάση απέναντι στον καπιταλισμό είναι ευρέως διαδεδομένη μεταξύ τους. Αυτή η στάση είναι εξίσου κυρίαρχη μεταξύ των αριστερών, όσο και μεταξύ των συντηρητικών ή δεξιών στοχαστών. Μάλιστα, αυτό που συχνά συνδέει τις δύο ομάδες είναι η έφεσή τους προς τον κρατισμό - η πεποίθηση ότι ο καλύτερος τρόπος επίλυσης των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων είναι μέσω της παρέμβασης του κράτους. Ο Alain de Benoist, ένας από τους πιο εξέχοντες και παραγωγικούς εκπροσώπους του γαλλικου κινήματος της Νέας Δεξιάς το οποίο εμπνέεται από τη Συντηρητική Επανάσταση στη Γερμανία της δεκαετίας του 1920, παραδέχθηκε πρόσφατα: “Οι κύριοι εχθροί μου πάντα υπήρξαν ο καπιταλισμός στο πεδίο της οικονομίας, ο φιλελευθερισμός στο πεδίο της φιλοσοφίας, και η αστική τάξη στο πεδίο της κοινωνιολογίας”.
Ο αντικαπιταλισμος υπάρχει υπό διάφορα προσωπεία και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος και εκφράζεται ως μια κριτική της παγκοσμιοποίησης που στρέφεται εναντίον του ελεύθερου εμπορίου και τις δήθεν εκμεταλλευτικές του πρακτικές, την πολιτισμική ισοπέδωση ή την υποτιθέμενη συνενοχή του καπιταλισμού ως προς τη δημιουργία φτώχειας στην Αφρική. Εναλλακτικά, μπορεί να πάρει τη μορφή μιας αντιαμερικανικής μνησικακίας που αντιλαμβάνεται τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την κατ’ εξοχήν έκφραση της ανάλγητης μισθοφορικής κοσμοθεωρίας που ενσαρκώνει ο καπιταλισμός. Επίσης, από τη δεκαετία του 1970 έστρεψε την προσοχή του στο περιβαλλοντικό κίνημα, το οποίο κατηγορεί τον καπιταλισμό για την κλιματική αλλαγή και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Μολονότι υπόκειται σε μεταβαλλόμενες μόδες και προτιμήσεις - η μαρξιστική ιδεολογία που κυριαρχούσε κατά τη δεκαετία του 1960 σήμερα είναι εκτός συρμού - έχει αντικατασταθεί από μια ρητορική και ιδεολογία της αντιπαγκοσμιοποίησης. Παρ’ όλα αυτά, ο αντικαπιταλισμός σταθερά στοχεύει τον ίδιο εχθρό και οδηγείται από την ίδια απέχθεια έναντι των δυνάμεων της αγοράς.
Η αδυναμία κατανόησης της αυθόρμητης εξέλιξης του καπιταλισμού
Πολλοί διανοούμενοι δεν αντιλαμβάνονται τη φύση του καπιταλισμού ως μιας οικονομικής τάξης που αναδύεται και αναπτύσσεται αυθόρμητα. Σε αντίθεση προς τον σοσιαλισμό, ο καπιταλισμός δεν είναι μια σχολή σκέψης που επιβάλλεται επί της πραγματικότητας: ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς σε μεγάλο βαθμό εξελίσσεται αυθόρμητα, αναπτύσσεται οργανικά και δεν διατάσσεται άνωθεν. Ο καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί ιστορικά, σε μεγάλο βαθμό με τον ίδιο τρόπο που αναπτύχθηκαν οι γλώσσες μέσα στον χρόνο ως αποτέλεσμα αυθόρμητων και ανεξέλεγκτων διαδικασιών. Η Εσπεράντο, που εφευρέθηκε το 1887 ως μια σχεδιασμένη γλώσσα, υπάρχει εδώ και πάνω από 130 χρόνια χωρίς να έχει κερδίσει ούτε κατά προσέγγιση την παγκόσμια αποδοχή που έλπιζαν οι εφευρέτες της. Ο σοσιαλισμός μοιράζεται κάποια από τα χαρακτηριστικά μιας σχεδιασμένης γλώσσας καθώς πρόκειται για ένα σύστημα που επινοήθηκε από διανοούμενους.
Δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι ο μαρξισμός θεωρήθηκε μια τόσο ελκυστική πρόταση από τους διανοούμενους του 20ου αιώνα και συνεχίζει να ενθουσιάζει τόσους πολλούς, όπως κατέδειξε η μαρξιστική αναβίωση που συνέπεσε με τα 200στά γενέθλια του Καρλ Μαρξ. Είναι μια θεωρία που αναπτύχθηκε από διανοούμενους, πήρε τη μορφή περίπλοκων συστημάτων και στη συνέχεια έπρεπε να διαδοθεί στις “μάζες” (πρώτα και κύρια στους εργάτες) μέσω μιας διαρκούς επαναστατικής παρακίνησης και προπαγάνδας. Από την στιγμή που η ελίτ όσων μπορούσαν να κατανοήσουν τη θεωρία καταλάμβανε την εξουσία, το καθήκον της θα ήταν να την εφαρμόσει στον πραγματικό κόσμο καταστρέφοντας τις υφιστάμενες, οργανικά ανεπτυγμένες τάξεις - μεταξύ των οποίων και την οικονομία της αγοράς, τις λανθάνουσες παραδόσεις και τις κοινωνικές νόρμες - και να εγκαταστήσει στη θέση τους ένα “επιστημονικό” και “ορθολογικό” σύστημα.
Από την στιγμή που συλλάβει κανείς αυτή την ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στον καπιταλισμό, ως μια αυθορμήτως εξελισσσόμενη τάξη, και τον σοσιαλισμό, ως μια θεωρητική κατασκευή, οι λόγοι που πολλοί διανοούμενοι έχουν μεγαλύτερη αδυναμία στον σοσιαλισμό - με την οποιαδήποτε μορφή του - γίνονται ξαφνικά προφανείς. Άλλωστε, η επινόηση νοητικών υπερδομών και η χρήση των γλωσσικών τους δεξιοτήτων για τη σχηματοποίηση και την έκφραση αυτών των υπερδομών, τόσο γραπτώς όσο και μέσω ξεσηκωτικών ομιλιών, είναι αυτό που ούτως ή άλλως κάνουν οι διανοούμενοι. Καθώς η επιβίωσή τους εξαρτάται από την ικανότητά τους να σκέφτονται και να διαδίδουν ορθολογικές και συνεκτικές ιδέες, αισθάνονται περισσότερο άνετα με μια τεχνητά σχεδιασμένη και κατασκευασμένη οικονομική τάξη, απ’ ό,τι με μία που επιτρέπει την ασχεδίαστη, αυθόρμητη ανάπτυξη. Η ιδέα ότι οι οικονομίες λειτουργούν καλύτερα χωρίς την ενεργή παρέμβαση και τον σχεδιασμό είναι ξένη σε πολλούς διανοούμενους.
Πολλοί αντικαπιταλιστές διανοούμενοι προτιμούν να επινοούν ουτοπικά οράματα μιας ιδεατής κοινωνίας, τα οποία στη συνέχεια αναδεικνύουν σε πρότυπα σύγκρισης έναντι των οποίων οι υφιστάμενες κοινωνίες είναι σίγουρο ότι θα μειονεκτούν. Οι ουτοπίες τους συνήθως είναι ακραία εξισωτικές κοινωνίες που δίνουν μεγάλη εξουσία στο κράτος και πολύ λίγο χώρο στις δυνάμεις της αγοράς.
Για να κατανοήσουμε γιατί τόσοι πολλοί διανοούμενοι έχουν αντικαπιταλιστικές θεωρήσεις, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελούν μια ελίτ, ή σε κάθε περίπτωση μια κοινωνία πρακτικής που αυτοπροσδιορίζεται ως ελίτ. Ο αντικαπιταλισμός τους τροφοδοτείται από την αντιπάθεια και την αντιπαράθεσή τους προς την επιχειρηματική ελίτ. Με την έννοια αυτή, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ομάδων είναι απλώς ένας ανταγωνισμός μεταξύ διαφορετικών ελίτ που επιδιώκουν το κύρος στη σύγχρονη κοινωνία. Αν ένα ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης δεν εγγυάται αυτομάτως υψηλότερα εισοδήματα και πιο προνομιούχες θέσεις, τότε οι αγορές που επιτρέπουν αυτή την ανισορροπία γίνονται αντιληπτές ως άδικες από την οπτική γωνία των διανοούμενων. Η ζωή σε ένα ανταγωνιστικό σύστημα που με συνέπεια αποδίδει τα ανώτερα - οικονομικά - έπαθλα σε άλλους, σε ένα σύστημα όπου ακόμη και οι ιδιοκτήτες μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων έχουν υψηλότερα εισοδήματα και πλούτο απ’ ό,τι ένας μόνιμος καθηγητής φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, πολιτισμικών σπουδών ή ιστορίας της τέχνης, οδηγεί τους διανοούμενους να υιοθετήσουν έναν γενικό σκεπτικισμό έναντι μιας οικονομικής τάξης που βασίζεται στον ανταγωνισμό.
Στο ευπώλητο βιβλίο του The Rich and the Super-Rich, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Ferdinand Lundberg διατυπώνει τις ακόλουθες χαρακτηριστικές παρατηρήσεις: “Σε ό,τι αφορά τον γενικό ανθρωπότυπο του Αμερικανού νέου και παλαιότερου δημιουργού πλούτου, μπορεί να ειπωθεί ότι συνήθως πρόκειται για έναν εξωστρεφή χωρίς πολύ αναστοχασμό… Συχνότερα δεν έχει εκπαίδευση, και δεν είναι διαβασμένος, και ως επί το πλείστον έχει μια αφελή θεώρηση του κόσμου και του δικού του ρόλου μέσα σ’ αυτόν… Εκ της θέσης του και μόνο είναι αποξενωμένος”. Έτσι, η πλειονότητα των “καπιταλιστών” στη λίστα Fortune 500 θα μπορούσε να περιγραφεί ως “άτομα που δεν τελείωσαν το λύκειο και απέχουν από την υψηλή κουλτούρα”.
Η περιφρόνηση που εκφράζει αυτός ο ισχυρισμός καταδεικνύει εναργώς τον βαθμό που οι διανοούμενοι τείνουν να αναγορεύουν τα δικά τους αξιακά κριτήρια σε απόλυτα. Οι άνθρωποι πρέπει να κρίνονται από το επίπεδο της εκπαίδευσής τους και το κοινωνικό τους κεφάλαιο. Αντιστοίχως, πόσο βαθιά άδικο είναι αν κάποιος με λίγη τυπική εκπαίδευση και κανένα ενδιαφέρον για την υψηλή κουλτούρα συγκέντρωσε μια μεγάλη περιουσία, την ώρα που ακαδημαϊκοί με πλούσια εκπαίδευση και διαβάσματα πρέπει να ζουν με συγκριτικά λιγότερα χρήματα; Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη το γεγονός ότι ο κόσμος φαίνεται αναποδογυρισμένος γι’ αυτούς τους διανοούμενους. Άλλωστε, εξάγουν τη δική τους αίσθηση ανωτερότητας από το γεγονός ότι έχουν καλύτερη εκπαίδευση, περισσότερες γνώσεις και δεξιότητες να εκφράζονται.
*Ο Rainer Zitelmann είναι διδάκτωρ Ιστορίας και Κοινωνιολογίας. Έχει γράψει 22 βιβλία. Έχει διδάξει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και υπήρξε επικεφαλής τομέα μιας μεγάλης γερμανικής εφημερίδας. Αυτό το άρθρο βασίζεται στο βιβλίο του The Power of Capitalism.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Adam Smith Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.