Γιατί η απαγόρευση των πλαστικών μίας χρήσης δεν αρκεί

Γιατί η απαγόρευση των πλαστικών μίας χρήσης δεν αρκεί

Της Christine Frohn

Τον Ιούνιο του 2020, το γερμανικό υπουργικό συμβούλιο εισήγαγε μια ρύθμιση που απαγορεύει συγκεκριμένα προϊόντα μίας χρήσης από πλαστικό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ήδη εισαγάγει μια παρόμοια ρύθμιση τον Μάιο του 2019. Στο μέλλον, η πώληση προϊόντων όπως αναλώσιμα πλαστικά μαχαιροπήρουνα, πιάτα, καλαμάκια και μπατονέτες θα απαγορεύεται.

Σε πρώτη ανάγνωση, η απαγόρευση φαίνεται μια σπουδαία περιβαλλοντική επιτυχία: εξάλλου, οι ειδήσεις είναι γεμάτες από ρεπορτάζ για τη ρύπανση από μικροπλαστικά και από εικόνες με πλαστικές σακούλες να ξεβράζονται στις ακτές. Σε δεύτερη όμως ανάγνωση, καθίσταται σαφές ότι η απαγόρευση δημιουργεί απλώς την ψευδαίσθηση ότι καθαρίζουμε το περιβάλλον και τους ωκεανούς.

Πολλές από τις λεγόμενες “οικο-φιλικές” εναλλακτικές έχουν χειρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και περιέχουν αμφιλεγόμενα πρόσθετα. Ο διάλογος για τη ρύπανση από πλαστικά είναι συχνά μονόπλευρος. Αυτό έχει σημασία, καθώς δεν είναι όλα τα πλαστικά το ίδιο και δεν είναι όλα τα συνθετικά υλικά επιβλαβή για το περιβάλλον.

Το πλαστικό είναι μια χημική καινοτομία που φτάνει στη δεκαετία του 1950. Εκείνη την εποχή, μια ανακάλυψη στην μελέτη των πολυμερών επέτρεψε τη μαζική παραγωγή πλαστικών σε χαμηλό κόστος. Έκτοτε, περίπου 8,3 δισεκατομμύρια τόνοι πλαστικού έχουν παραχθεί παγκοσμίως. Τα πλεονεκτήματα είναι προφανή: τα πλαστικά κοστίζουν φθηνά στην παραγωγή τους, έχουν μικρότερο βάρος από τα μεταλλικά και τα γυάλινα προϊόντα, συνήθως είναι ανθεκτικά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ποικιλοτρόπως. Λίγα υλικά είναι καταλληλότερα για ανακύκλωση.

Μόλις το 16% όμως των παγκόσμιων πλαστικών σε ολόκληρο τον κόσμο ανακυκλώνεται. Η μεγάλη πλειονότητα παραμένει στο περιβάλλον ως απορρίμματα τα οποία στην καλύτερη περίπτωση συλλέγονται σε χωματερές. Το πλαστικό είναι παντού. Και ολοένα και περισσότερο καταλήγει εκεί όπου δεν ανήκει, όπως για παράδειγμα ως μικροπλαστικό στο χιόνι ή στα στομάχια των ψαριών.

Ο βασικός υπεύθυνος για το πρόβλημα της ρύπανσης των θαλασσών με πλαστικά είναι οι αναπτυσσόμενες χώρες: μόλις δέκα ποτάμια στην Ασία και την Αφρική παράγουν περίπου το 90% του πλαστικού που καταλήγει στη θάλασσα.

Λόγω της παγκοσμιοποίησης όμως, όλα συνδέονται μεταξύ τους, συνεπώς μέτρα αντιμετώπισης πρέπει να ληφθούν και στην Ευρώπη, τόσο στο επίπεδο της πολιτικής, όσο και από επιχειρηματίες και άτομα. Αν πραγματικά θέλετε να κάνετε κάτι το περιβάλλον, τότε ασκήστε τη δύναμή σας ως καταναλωτές και αποφύγετε τον πειρασμό μη βιώσιμων προσφορών που δεν κάνουν τίποτα παρά να ξεπλένουν την περιβαλλοντική σας συνείδηση.

Ο χρυσός κανόνας στον οποίο θα πρέπει να προσβλέπουμε είναι να βλέπουμε το πλαστικό όχι ως ένα προϊόν που πετάμε μετά τη χρήση του, αλλά ως έναν πολύτιμο και εξαντλήσιμο πόρο.

Στην καθημερινή μας ζωή, θα πρέπει να στοχεύουμε να χρησιμοποιούμε το πλαστικό όσο γίνεται περισσότερες φορές και για περισσότερο χρόνο, και να το επιστρέφουμε στη συνέχεια στον κύκλο της πρώτης ύλης. Η διαδικασία ξεκινά όταν διαχωρίζουμε τα απορρίμματά μας, καθώς μόνο καθαρά και διαχωρισμένα απορρίμματα μπορούν να ανακυκλωθούν σωστά.

Ως καταναλωτές, θα πρέπει επίσης να προσπαθούμε να αποφεύγουμε τη χρήση πλαστικού όπου αυτό είναι δυνατό. Δεν είναι εφικτό να εξαλείψουμε πλήρως τη χρήση πλαστικών, καθώς αντικείμενα της καθημερινής μας ζωής όπως τα κινητά και τα ελαφριά αδιάβροχα εξαρτώνται από από το πλαστικό, για να αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα.

Οι καταναλωτές ήδη χρησιμοποιούν λιγότερα πλαστικά προϊόντα μίας χρήσης. Αντί γι’ αυτά, φέρνουν τα δικά τους θερμός στις καφετέριες και επιλέγουν πλαστικά μπουκάλια και χάρτινες σακούλες αντί για πλαστικά.

Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου μπορούμε και χωρίς πλαστικό, αλλά πρέπει να κρατάμε κατά νου ότι το μη πλαστικό δεν ισοδυναμεί με καλό, ούτε όλα τα προϊόντα που επισημαίνονται ως “οικο-φιλικά” είναι καλά για το περιβάλλον. Το χαρτί για παράδειγμα δεν έχει κάποιο ιδιαίτερα καλό περιβαλλοντικό ιστορικό.

Η παραγωγή χαρτιού απαιτεί πολύ νερό και ενέργεια, και έχει λειτουργικά μειονεκτήματα καθώς σκίζεται εύκολα και δεν είναι αδιάβροχο. Για να αντέχουν περισσότερο τα χάρτινα καλαμάκια συχνά έχουν μια ειδική επίστρωση, όμως έτσι δεν μπορούν μετά να ανακυκλωθούν.

Ακόμη και τα προϊόντα από μπαμπού συχνά υπερτιμούνται. Η Stiftung Warentest, ένας γερμανικός φορέας καταναλωτών, έχει προειδοποιήσει το κοινό σχετικά με τη χρήση ποτηριών από μπαμπού, καθώς αυτά μπορεί να περιέχουν επιβλαβείς ουσίες. Κατ’ ουσία, πρόκειται για πλαστικά ποτήρια που χρησιμοποιούν ίνες μπαμπού για συμπλήρωμα.

Ακόμη και τα γυάλινα μπουκάλια δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση, καθώς η παραγωγή τους απαιτεί πολλή ενέργεια. Ακόμη, είναι βαριά, πράγμα που σημαίνει ότι η μεταφορά τους από το ένα μέρος στο άλλο αφήνει μεγάλο αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα. Τα γυάλινα μπουκάλια είναι βιώσιμα μόνο όταν επαναχρησιμοποιούνται πολλές φορές και κατά προτίμηση κατασκευάζονται και χρησιμοποιούνται στην ίδια περίπου περιοχή.

Συχνά, το καλύτερο αντικατάστατο του πλαστικού είναι στην πραγματικότητα το πλαστικά, όπως τα πλαστικά πολλαπλών χρήσεων από πολυπροπυλένιο, τα οποία μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν και να ανακυκλωθούν πολλές φορές.

Μια αλλαγή στη νοοτροπία που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομία της ανακύκλωσης είναι ζωτικής σημασίας. Τα πλαστικά δεν ανήκουν στο περιβάλλον. Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά τους - η ακραία ανθεκτικότητά τους - γίνεται μειονέκτημα όταν δεν απορρίπτονται με τον κατάλληλο τρόπο. Το πλαστικό αποσυντίθεται πολύ αργά, και τα μικροσκοπικά σωματίδια που δημιουργούνται κατά τη διάβρωσή του καταλήγουν στη φύση ως μικροπλαστικό.

Επίσης, τα πλαστικά συχνά περιέχουν επιβλαβή πρόσθετα όπως πλαστικοποιητές και επιβραδυντές καύσης. Περίπου το 35% των μικροπλαστικών παράγεται μέσω της διάβρωσης συνθετικών ινών κατά τη διαδικασία της πλύσης. Στην Κίνα για παράδειγμα, 72.000 τόνοι μικροϊνών καταλήγουν ετησίως στο περιβάλλον μ’ αυτόν τον τρόπο.

Αντιθέτως, η Γερμανία είναι μια από τις “καλές χώρες” στην αντιμετώπιση των πλαστικών. Σχεδόν το 100% των πλαστικών απορριμμάτων της χώρας είτε αποτεφρώνεται, είτε ανακυκλώνεται.

Ακόμη, οι ευρωπαϊκές χημικές εταιρίες και οι κατασκευαστές πλαστικών εργάζονται σκληρά σε πιλοτικά προγράμματα στον τομέα της χημικής ανακύκλωσης. Η ιδέα εδώ είναι να εφαρμοστεί θερμική πυρόλυση στα πλαστικά απορρίμματα για να διασπαστούν στα συστατικά τους, τα οποία μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη που θα ανατροφοδοτείται στα εργοστάσια κατασκευής του πρωτογενούς πλαστικού.

Η χρήση βιολογικώς διασπώμενων πλαστικών στις συσκευασίες παραμένει πεδίο ανησυχίας. Τα διασπώμενα πλαστικά δεν είναι κατάλληλα για την προστασία των τροφίμων έναντι των περιβαλλοντικών παραγόντων.

Ακομη, αυτό θα χρειαζόταν έναν ακόμη πιο επιμελή διαχωρισμό των απορριμμάτων καθώς δεν είναι κατάλληλο κάθε ανακυκλωμένο πλαστικό να χρησιμοποιηθεί σε συσκευασίες τροφίμων - σκεφτείτε για παράδειγμα πλαστικά που προηγουμένως χρησιμοποιήθηκαν για συσκευασίες απορρυπαντικών.

Είναι ξεκάθαρο πως χρειάζεται περισσότερη καινοτομία από τις βιομηχανίες της βασικής χημείας και των πλαστικών, αλλά καθώς η φήμη και η μελλοντική τους ανάπτυξη εξαρτάται από την πρόοδό τους, έχουν το κίνητρο να ιεραρχήσουν ψηλά την έρευνα. Η “Συμμαχία για τον Τερματισμό των Πλαστικών Απορριμμάτων”, μια πρωτοβουλία περίπου 30 πολυεθνικών που ξεκίνησε τον Ιανουάριο, είναι μια καλή αρχή.

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο στη μάχη εναντίον των πλαστικών απορριμμάτων στις θάλασσες θα μπορούσε να είναι μια πανευρωπαϊκή απαγόρευση της απόρριψης των οικιακών απορριμμάτων σε χωματερές. Ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη, δεν συνδέονται όλα τα νοικοκυριά με εργοστάσια επεξεργασίας λυμάτων. Τα πλαστικά αντικείμενα καταλήγουν στη θάλασσα με νερό που δεν έχει επεξεργαστεί.

Διεθνώς, απουσιάζει μια βιώσιμη στρατηγική για την υποστήριξη αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων χωρών στην εισαγωγή κλειστών συστημάτων ανακύκλωσης απορριμμάτων.

--

* Η Christine Frohn είναι σύμβουλος πολιτικών ψηφιοποίησης και υποδομών στο Ινστιτούτο Friedrich Naumann για την Ελευθερία

** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 30 Ιουλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης